Η Χρυσή Αυγή ήταν εγκληματική οργάνωση. Δεν ήταν κόμμα. Η κάθοδός της στις εκλογές ήταν η «βιτρίνα» της. Στο συμπέρασμα αυτό έχει καταλήξει η εισαγγελέας της έδρας, Κυριακή Στεφανάτου, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της μακράς διαδικασίας, όπως τόνισε ξεκινώντας την αγόρευσή της.
Η εισαγγελική λειτουργός αναφέρθηκε εκτενώς στη διαδρομή της Χρυσής Αυγής από την ίδρυσή της και στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που διαπερνούσαν τη δράση της όλα αυτά τα χρόνια.
Επικαλούμενη δηλώσεις και ομιλίες του Νίκου Μιχαλολιάκου, στις οποίες καυχιόταν για τη ναζιστική ιδεολογία του και τη σταθερή εθνικοσοσιαλιστική προσήλωσή του, αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων στη δίκη, η εισαγγελέας τόνισε: «Το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι κόμμα το έχει πει ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος σε ομιλία του στο Σιδηρόκαστρο. “Η Χρυσή Αυγή δεν είναι κόμμα, μάχεται για την κατάργηση των κομμάτων”», τόνισε η κ. Στεφανάτου και πρόσθεσε:
«Η Χρυσή Αυγή δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 από τον Νίκο Μιχαλολιάκο και μετεξελίχθηκε σε κόμμα κατά τα πρότυπα του εθνικοσοσιαλιστικού γερμανικού κόμματος. Βασική ιδεολογία του κόμματος αυτού ήταν ότι η γη δεν μας χωράει όλους.
Η Χρυσή Αυγή υιοθέτησε τη σβάστικα, ήταν νεοναζιστικό κόμμα όχι μόνο όταν ξεκίνησε αλλά και το 2013. Κίνητρο των κατηγορουμένων ήταν η ιδεολογία τους. Ήταν θιασώτες της Γερμανίας του Χίτλερ.
Η κάθοδός της στις εκλογές ήταν μόνο μια βιτρίνα της οργάνωσης. Ως προς τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης, μάρτυρας κατέθεσε ότι “εμπνευστήκαμε το όνομα Χρυσή Αυγή επειδή θέλαμε να φτιάξουμε μια ναζιστική οργάνωση”».
Σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, «μόνο κατ’ επίφαση ήταν κόμμα η Χρυσή Αυγή», ενώ η εγκληματική της δράση ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές του 1990 με το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό. «Ήταν μια ιδιοφυής ιδέα η κάθοδός της στις εκλογές», όπως είπε, καθώς κανείς «δεν τολμούσε στη δημοκρατική μεταπολιτευτική Ελλάδα, που ακόμη επουλώνει τις πληγές της, να απευθύνει κατηγορίες για ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα».
Η εισαγγελέας είπε πως η Χρυσή Αυγή ήταν «μια εγκληματική οργάνωση που δρούσε για τριάντα χρόνια και μετεξελίχθηκε σε κόμμα, χωρίς να είναι ούτε μπουλούκι ούτε συμμορία...
Ήταν νεοναζιστικό κόμμα, γνήσιο τέκνο της ιδεολογίας αυτής. Κανείς δεν θα ασχολούνταν με την ιδεολογία της αν δεν την αρνούνταν οι κατηγορούμενοι, γιατί αποτελεί το κίνητρο των εγκλημάτων τους».
Η εισαγγελική λειτουργός εξήγησε στην αγόρευσή της τους λόγους για τους οποίους θεωρεί γνήσιο το καταστατικό που ο δημοσιογράφος και μάρτυρας Δημ. Ψαρράς έχει καταθέσει στη δικογραφία, παρά την άρνηση του Νικ. Μιχαλολιάκου για την ύπαρξή του. «Μαζί με το καταστατικό που έχει την κόκκινη σφραγίδα της Χρυσής Αυγής υπάρχει και το οργανόγραμμα με την ίδια σφραγίδα, που βρέθηκε στο σπίτι του Χρ. Παππά», είπε.
Η εισαγγελέας απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι το τατουάζ του δεν συμβολίζει τη σβάστικα αλλά το δαμάλιο, αναφερόμενη σε περιοδικό της νεολαίας της Χρυσής Αυγής με τίτλο «Ταττού 88» και λέγοντας: «Οι καταστροφικές συνέπειες του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος και τα σύμβολα, όπως οι σβάστικες, λειτουργούσαν συσπειρωτικά ως προς τη στοχοποίηση των μειονοτήτων».
Περιγράφοντας τη δράση της οργάνωσης, η κ. Στεφανάτου υπογράμμισε την υπακοή στην ηγεσία πριν και μετά την εκλογή της στο κοινοβούλιο και τη «διαρκή λογοδοσία των κατώτερων οργάνων στην κεντρική διοίκηση», διευκρινίζοντας ότι «η απευθείας επικοινωνία κατώτερων οργάνων με την κεντρική διοίκηση, παρακάμπτοντας κάποιο ενδιάμεσο όργανο, απαγορεύεται ρητά γιατί κάτι τέτοιο θα παρέκαμπτε το οργανόγραμμα», καταλήγοντας ότι «όλα ήταν οργανωμένα και σε γνώση της κεντρικής διοίκησης».






























