Ελλάδα

Πρωτομαγιά: Από το αιματοβαμμένο αίτημα για 8ωρο, στους σύγχρονους... λουδίτες

Πρωτομαγιά: Από το αιματοβαμμένο αίτημα για 8ωρο, στους σύγχρονους... λουδίτες Φωτογραφία: AP Photo/R. Parthibhan
Συνδεδεμένοι, καλωδιωμένοι και αγχωμένοι, οι σύγχρονοι εργάτες δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο παρά τα… modem τους…

«Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον». Επτά χρόνια μετά την αιματοβαμμένη πρωτομαγιά του Σικάγο, στις 2 και όχι την 1η Μαΐου του 1893, Κυριακή αφού το Σάββατο ήταν εργάσιμη, οι «υπό μισθόν πάσχοντες» βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας για να διεκδικήσουν – ανάμεσα σε άλλα – την 8ωρη εργασία. Επάνω από έναν αιώνα αργότερα και την τεχνολογία, που δυνητικά θα μπορούσε να μας έχει όλους απελευθερώσει σημαντικά από την «μισθωτή σκλαβιά» για πάρα πολλούς το 8ωρο είναι όνειρο απατηλό.

Όχι μονάχα για τους μισθωτούς, αλλά και για τους ελεύθερους επαγγελματίες τα «έξυπνα κινητά», οι υψηλές ταχύτητες στο ίντερνετ, η προσβασιμότητα από παντού και πάντα στο διαδίκτυο δημιούργησαν ένα «γραφείο έξω από το γραφείο», έναν εργασιακό χρόνο πέραν της εργασίας. Αυτό το συνεχές της παραγωγής που υπονομεύει όχι μονάχα το πλαίσιο της εργασίας όπως το γνωρίζαμε, αλλά και ολόκληρη την οργάνωση του βίου και του τρόπου που σχετίζομαστε. Και μπορεί οι ειδυλλιακές εικόνες των ψηφιακών νομάδων με τα λαπτοπ δίπλα στο κύμα να μοιάζουν με εργασιακό παράδεισο, ωστόσο για τους περισσότερους η τεχνοουτοπία μάλλον μοιάζει με κόλαση.

  • 46,4% των εργαζομένων θεωρεί ότι οι νέες τεχνολογίες θα διευκολύνουν την επαγγελματική καθημερινότητα.
  • 42,4% ανησυχεί για πιθανές αρνητικές συνέπειες, όπως η απώλεια θέσεων εργασίας.
  • 84,3 % δηλώνει διατεθειμένο να εκπαιδευτεί σε νέες τεχνολογίες.

ΠΗΓΗ: MARC, Μάρτιος 2025

Η Ειρήνη πλησιάζει τα 43 και εργάζεται ως ερευνήτρια-ιστορικός σε πανεπιστήμια και σε άλλα ερευνητικά πρότζεκτ τα τελευταία 15 χρόνια. Έχοντας μπλοκάκι πρώτα από όλα έγινε λογίστρια του εαυτού της, παράλληλα μάνατζερ και μάλιστα σε μόνιμη διαθεσιμότητα για κάθε δουλειά που περνάει από μπροστά της και, κυρίως, παντού και πάντα εργαζόμενη. Είναι με δυο λόγια ο ορισμός του πρεκαριάτου στην εποχή του τεχνοκαπιταλισμού. «Είσαι μονίμως με ένα λάπτοπ αγκαλιά, συνδεδεμένη, απαντάς σε mail ακόμα και Κυριακές, μεσάνυχτα, χαράματα. Μπορείς να δουλεύεις πάνω σε 2 ή 3 πρότζεκτ ταυτόχρονα και είσαι σε περισσότερα από ένα μέρη ταυτόχρονα και κάνεις διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα», λέει η Ειρήνη. «Αυτή η αίσθηση ότι είμαι παντού και πουθενά με τσακίζει. Έχω μάθει να κοιτάζω τα μέιλ μου κάθε μισή ώρα. Σε αυτές τις συνθήκες η κανονικότητα είναι μακρινό όνειρο. Δεν ήθελα ποτέ να κάνω παιδιά, αλλά δεν ξέρω αν αυτή η μη επιθυμία μου καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο έχω ζήσει μέχρι τώρα. Ανθεκτικές και ευέλικτες, διαρκώς διαθέσιμες είμαστε όσες συμμετέχουμε στην παραγωγή γνώσης, σε ένα πεδίο όπου οι αόρατες σχέσεις εξουσίας και οι γνωριμίες καθορίζουν το που θα βρίσκεσαι τον επόμενο χρόνο».

Με παρόμοιο τρόπο, αν και σε πλαίσιο μισθωτής εργασίας, βρίσκεται η Μαρία. Είναι λογίστρια κι εργάζεται για μια μικρομεσαία αλλά ακμάζουσα επιχείρηση, 5 ημέρες την εβδομάδα, 8 ώρες την ημέρα – «στα χαρτιά βεβαίως», όπως λέει. «Παίρνω το λαπτοπ ακόμα και στις διακοπές, δεν χαλαρώνω ποτέ. Πόσο μάλλον όταν επιστρέφω μια καθημερινή στο σπίτι μου. Πρέπει να είμαι πάντα διαθέσιμη για τους πελάτες, όποια ώρα, όποια μέρα και, φυσικά, πάντα διαθέσιμη για το αφεντικό μου. Ποιο 8ωρο; Αυτά πια, ειδικά μετά την πανδημία δεν ισχύουν. Τότε αναβαθμίσαμε όλοι τον τεχνολογικό μας εξοπλισμό γιατί μέναμε σπίτι μας, αλλά από τότε και μετά υποβαθμίσαμε τις ζωές μας. Και πολύ φοβάμαι πως όσο καλπάζει η τεχνολογία, τόσο θα γίνεται πιο δύσκολη η εργασιακή μας καθημερινότητα».

  • 90% των επιχειρήσεων θα επηρεαστούν από την τεχνολογική έκρηξη τα επόμενα πέντε χρόνια.
  • 50% των εργασιών αναμένεται να εκτελούνται από μηχανές το 2030.
  • 41% των εργοδοτών σχεδιάζει να μειώσει το εργατικό του δυναμικό καθώς η τεχνητή νοημοσύνη αυτοματοποιεί ορισμένες εργασίες.

ΠΗΓΗ: Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, Future of Jobs 2025

Το γεγονός ότι οι περισσότεροι πια έχουμε ένα «έξυπνο τηλέφωνο» φέρνει τη δουλειά μας… στην τσέπη μας. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό για τους εργαζόμενους, ρωτήσαμε τον ομότιμο Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, Σωτήρη Χτούρη. «Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, ιδιαίτερα αυτά που είναι δυνατό να τα κουβαλάμε και μαζί μας σε όλους τους χώρους, καταρρίπτουν την οργάνωση της εργασίας ως προς τον χώρο και ως προς τον χρόνο. Στην σύγχρονη εποχή αυτή η οργάνωση ήταν δεμένη με ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των εργαζόμενων, αλλά και γενικότερα με τη μισθωτή εργασία κι ένα συμβόλαιο ορισμένου χρόνου που συνάπτουμε με τον εργοδότη. Η ρευστότητα που δημιουργείται στον εργαζόμενο/η ως προς την χωρική και χρονική παρουσία με τα σύγχρονα μέσα αποτελεί ελευθερία και αυτονομία, αλλά, ταυτόχρονα, και μια ατομική αυτοδέσμευση σε μια διαρκή ενασχόληση με τα θέματα της εργασίας και την διαρκή υπεραπόδοση με στόχο μια καλύτερη οικονομική αμοιβή», αναφέρει ο κ.Χτούρης βάζοντας δύο πολύ ενδιαφέρουσες παραμέτρους: την αναγκαιότητα να εκσυγχρονίζονται διαρκώς τα παραγωγικά μέσα που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι με δικά τους έξοδα, αλλά και την συνεχή ενίσχυση των ικανοτήτων τους για να ανταπεξέλθουν στον εργασιακό ανταγωνισμό, χωρίς καμία συνεργασία και συλλογικότητα. «Σε αυτή την αμφίσημη κατάσταση παγιδεύονται πιο εύκολα οι γυναίκες διότι ο τομέας της εργασίας και της οικογενειακής ζωής και φροντίδας που αναλαμβάνουν πιο συχνά από τους άνδρες μετατρέπεται σε ένα συνονθύλευμα αμειβόμενης και άμισθης εργασίας που σε μεγάλο βαθμό ολοκληρώνεται μέσα στον τόπο κατοικίας με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό στη σωματική και ψυχική τους υγεία».

XTOURIS_ab985.jpg

Σχάση στο μυαλό, χάσμα στις ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι περιγράφει ο Γιάννης τις συνέπειες από την «εισβολή», όπως την χαρακτηρίζει, της τεχνολογίας στον εργασιακό μας βίο. Ο Γιάννης είναι κτηνίατρος, εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας «όλη μέρα, κάθε μέρα» πλέον. «Μοιάζει σαν να έγιναν έξυπνα τα τηλέφωνα και να χάζεψαν οι άνθρωποι. Και πλέον με όλες αυτές τις εφαρμογές που σου επιτρέπουν δωρεάν βιντεοκλήσεις, οι πελάτες μου νομίζουν πως μπορώ να βρίσκομαι μπροστά από μια κάμερα 24 ώρες το 24ωρο. Με πήρε πελάτισσα στις 12.30 την νύχτα για να μου πει ότι είναι μελαγχολικό και δεν τρώει το ζωάκι της, μια άλλη γιατί βρήκε ένα πουλάκι στο μπαλκόνι της και δεν ήξερε τι να το ταΐσει. Παλιότερα καλούσες τον γιατρό για κάτι εξαιρετικά επείγον ή πήγαινες σε κάποιον που εφημέρευε, τώρα τον καλείς για το τίποτα χωρίς κανένα σεβασμό στα ωράρια. Διαρκώς αγχωμένα, διαρκώς δικτυωμένα υποκείμενα ψάχνουν κάπου να διοχετεύσουν το άγχος τους και την πληρώνει τη μια ο κτηνίατρος, την άλλη ο υδραυλικός, κάποιος που πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμος για να λύσει το πρόβλημα που αναγορεύουν σε μείζον. Αλλάζει ο ανθρωπότυπος, αλλάζει ο τρόπος που σχετιζόμαστε…»

Αγχος. Αποξένωση. Ανομία. Αγανάκτηση. Είναι τα τέσσερα «Α» που βιώνουν οι χαμηλά αμειβόμενοι επισφαλώς εργαζόμενοι, σύμφωνα με τον Γκάι Στάντινγκ, τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου που το 2011 εισήγαγε τον όρο «πρεκαριάτο» για να περιγράψει την «νέα επικίνδυνη τάξη». Με αναφορά στον Στάντιγνκ αρχίζει να ξεδιπλώνει την σκέψη της η Χριστίνα Καρακιουλάφη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Όταν την ρωτάμε αν το αίτημα για 8ωρη εργασία παραμένει ζωντανό η κοινωνιολόγος της εργασίας απαντά θετικά αφού «δεν έχουν όλοι/ες, όπως επισημαίνει ο Στάντινγκ, «την ψευδαίσθηση ότι το δόγμα ‘δουλειά-δουλειά-δουλειά’ είναι ο μόνος τρόπος να φτάσουν στη νιρβάνα». Η τεχνολογία, αν και «λύνει τα χέρια» ωστόσο έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου κατάλυση των χωροχρονικών ορίων μεταξύ επαγγελματικής/προσωπικής ζωής και αμφισβήτηση των παραδοσιακών εννοιολογήσεων του ωραρίου εργασίας, της υπερωριακής απασχόλησης, κ.ο.κ., όπου εργαζόμενοι/ες βρίσκονται σε μια συνθήκη μόνιμης εργασιακής τηλετοιμότητας και διαθεσιμότητας («always on»). Η συνθήκη αυτή μπορεί μεν να «επιβάλλεται» από τους εργοδότες, ωστόσο συχνά αναπαράγεται και γίνεται ανεκτή και από τους ίδιους τους εργαζόμενους, που για διάφορους λόγους (φόβος απώλειας της εργασίας, πεποίθηση ότι κάνουν κάτι που αγαπούν, κ.ο.κ.) εισέρχονται σε μια διαδικασία αυτοεκμετάλλευσης, όπου ο χρόνος εργασίας δεν γίνεται πάντα αντιληπτός με παραδοσιακούς όρους».

karakioulafi_photo_d38a3.png

Η Ελλάδα με τον νόμο Ν.4808/2021 έχει κατοχυρώσει το δικαίωμα στην αποσύνδεση για τους τηλεργαζόμενους. Τι γίνεται ωστόσο με όλους τους άλλους; Υπάρχουν στοιχεία για το πόσο γίνεται σεβαστό το δικαίωμα όλων στην ανάπαυση, ρωτήσαμε την κα Καρακιουλάφη. «Οι συμβατικά οριζόμενοι τηλεργαζόμενοι αποτελούν μια μικρή μερίδα όσων εργάζονται τακτικά εξ αποστάσεως χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες - αρκεί να αναλογιστούμε την σύγχρονη γενιά των freelancer. Συνεπώς, παρά τις καλές προθέσεις της όποιας νομοθετικής ρύθμισης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγράψει κανείς την πλήρη έκταση του φαινομένου ή να αποτιμήσει εάν πραγματικά γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στην ανάπαυση. Τέλος, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο πώς και από ποιον θα ελέγχεται το απαραβίαστο του δικαιώματος αποσύνδεσης και ποια τα όρια και οι απαγορεύσεις σχετικά με την τηλετοιμότητα».

Στην αγγλική ακούγεται πιο εύπτεπτο - κουλτούρα του «always on», διαρκώς στην πρίζα θα το μεταφράζαμε ελεύθερα στα ελληνικά. Στην πεζή πραγματικότητα, η διαρκής διαθεσιμότητα κι εργασιακή ετοιμότητα μάλλον είναι απλήρωτη υπερωρία. «Προφανώς μιλάμε για απλήρωτες υπερωρίες», επιβεβαιώνει η κα Καρακιουλάφη, επικαλούμενη πρόσφατη έρευνα του Eurofound η οποία έδειξε ότι «η νοοτροπία του «always on» η συνεχής «σύνδεση» των εργαζομένων με τον χώρο εργασίας τους έχει ως αποτέλεσμα επιπλέον ώρες εργασίας, για τις οποίες συχνά οι εργαζόμενοι/ες δεν αμείβονται. Αναπόφευκτα επανερχόμαστε στο ζήτημα της μέτρησης. Πόσο εύκολο είναι να μετρηθεί και συνεπώς να αμειφθεί αυτή η ιδιότυπη μορφή υπερωριακής απασχόλησης που λαμβάνει χώρα εκτός του παραδοσιακού χωροχρονικού εργασιακού πλαισίου και όταν το ίδιο το ωράριο εργασίας δεν οριοθετείται σαφώς;»

Και, κάπως έτσι, η σκέψη οδηγείται στους παρεξηγημένους και κατασυκοφαντημένους λουδίτες, εκείνους τους μασκοφόρους εργάτες που μεταξύ 1811 και 1812 κατέστρεφαν τις κλωστοϋφαντουργικές μηχανές υπό την αιγίδα ενός μυθικού ηγέτη που ονομαζόταν Νεντ Λουντ. Οι λουδίτες ωστόσο ταυτίστηκαν στην κυρίαρχη αφήγηση με την τεχνοφοβία, την οπισθοδρόμηση και τον συντηρητισμό προφανώς για να αποδυναμωθεί και να μην χαραχτεί στη συλλογική μνήμη η πολύπλευρη και ευφάνταστη δράση αυτού του συνδικαλιστικού που διεκδίκησε υψηλότερους κατώτατους μισθούς και κατάργηση της παιδικής εργασίας. Αυτό το ιστορικό εργατικό κίνημα φέρνει στο φως ο Γκάβιν Μιούλλερ, Επίκουρος Καθηγητής Νέων Μέσων και Ψηφιακού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, με το βιβλίο του «Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά» που εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά (εκδ. Εκτός γραμμής). Μήπως ως σύγχρονοι λουδίτες πρέπει να αρχίζουμε να σπάμε κι εμείς πράγματα στη δουλειά; Μήπως σήμερα οι προλετάριοι όλη της γης δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο παρά το… modem τους;

mueller_db6b9.png

Οι τεχνολογικές καινοτομίες χαιρετίζονται πάντα ως προοδευτικές και υποσχόμενες να βελτιώσουν τη ζωή των εργαζομένων. Ισχύει αυτό πάντα; Έχει βελτιωθεί η εργασιακή μας ζωή, είναι η πρώτη ερώτηση που απευθύναμε στον Γκάβιν Μιούλλερ. «Όχι, δεν είναι πάντα έτσι. Ο βαθμός στον οποίο οι εργάσιμες ημέρες μας είναι συντομότερες ή ευκολότερες, έχει να κάνει περισσότερο με το αν οι εργαζόμενοι μπορούν να απαιτήσουν συλλογικά αυτές τις αλλαγές παρά με το αν μια νέα τεχνολογία εισέρχεται στο προσκήνιο. Είναι αποτέλεσμα της αγωνιστικότητας των συνδικάτων, των καλύτερων κανονισμών και, φυσικά, του τρόπου με τον οποίο τα κινήματα βάσης μπορούν να θέσουν αυτά τα ζητήματα στην ατζέντα των θεσμών. Στην εργασία γραφείου, τα νέα πακέτα λογισμικού συχνά θεωρούνται βάρος, ενοχλητικά ή άσκοπη σπατάλη χρόνου και όχι βολικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά η πραγματική λειτουργία τους είναι οι διευθυντές να παρακολουθούν την παραγωγικότητα των εργαζομένων ή να καταργούν θέσεις εργασίας και να διανέμουν τα καθήκοντα των απολυμένων εργαζόμενων σε άλλους, αυξάνοντας την εργασιακή πίεση. Με άλλα λόγια, δίνουν στη διοίκηση περισσότερη δύναμη, όχι στον μέσο εργαζόμενο».

EKSOFILLO_88f53.jpg

Η τεχνολογική καινοτομία δεν παράγεται ποτέ σε κοινωνικό και πολιτικό κενό και, κυρίως, δεν παράγεται από τους εργαζόμενους για τους εργαζόμενους. Υπάρχει τρόπος να διεκδικήσει ο κόσμος της εργασίας την τεχνολογική καινοτομία υπέρ του, ρωτάμε τον Μιούλλερ. «Η θέση μου είναι ότι υπάρχει μια θεμελιώδης σύγκρουση μεταξύ του κόσμου της εργασίας και της διοίκησης, όσον αφορά τις αμοιβές, τις συνθήκες εργασίας, τα ωράρια κ.ο.κ. Αν η διοίκηση ελέγχει τις συνθήκες με τις οποίες οι νέες τεχνολογίες ενσωματώνονται στον εργασιακό χώρο, αυτό θα είναι προς όφελός της. Εάν οι εργαζόμενοι μπορούν να θέτουν τα πρότυπα -για παράδειγμα, ένα νέο μηχάνημα δεν θα οδηγήσει σε απολύσεις ή μειώσεις μισθών- τότε οι τεχνολογίες μπορούν να τους ωφελήσουν. Αλλά οι ίδιες οι νέες τεχνολογίες μπορούν να αλλάξουν αυτή την ισορροπία δυνάμεων, γι' αυτό και η εργασία μου επικεντρώνεται επίσης στην αντίσταση των εργαζομένων στις νέες τεχνολογίες. Έχουμε την τεχνολογική δυνατότητα, αυτή τη στιγμή, να έχουμε έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα χρειάζεται να στερείται υλικά ή να υπερεργάζεται, αλλά δεν έχουμε ακόμη την πολιτική ικανότητα να φέρουμε σε πέρας αυτούς τους μετασχηματισμούς. Η βελτίωση της ζωής μας είναι για μένα πολιτικό ζήτημα, όχι τεχνολογικό».