Κλαίγοντας διαρκώς και κρατώντας τη φωτογραφία της γυναίκας και του γιου του στα χέρια, ο Πολωνός Γιάρεκ περιέγραψε στο δικαστήριο τη μεγάλη τραγωδία που του επεφύλαξε η μοίρα, κατά τη διάρκεια των οικογενειακών διακοπών του στην Ελλάδα. «Εδώ είδα για τελευταία φορά τη γυναίκα μου και το παιδακι μου, κάθε χρόνο έρχομαι στο Μάτι το θεωρώ δεύτερο σπίτι μου», είπε πολύ έντονα φορτισμένος ο μάρτυρας που βρέθηκε μέσα σε λίγες ώρες από ευτυχισμένες στιγμές να βιώνει το μεγαλύτερο εφιάλτη.
«Όποιος ήταν εκείνη τη ημέρα στο Μάτι ξέρει την αλήθεια, τι έχει γίνει. Ελπίζω ότι θα εκδόσετε μια δίκαιη απόφαση. Γιατί η τραγωδία δεν περιλαμβάνει μόνο τα 104 θύματα, είναι και όλοι οι υπόλοιποι που έχουν υποστεί σοβαρά εγκαύματα, οι οικογένειές τους που έχουν με εφιάλτες και δεν πρόκειται να γίνουν καλά ποτέ. Πιστεύω ότι το αξιότιμο δικαστήριο σας θα δικάσει αυτήν την υπόθεση για κακούργημα. Κανένας δε μου είπε ποτέ συλλυπητήρια, κανείς δε μου ζήτησε ποτέ συγνώμη» είπε κλαίγοντας ο Γιαρεκ που βρέθηκε για έκτη χρόνια στην Ελλάδα και για την έναρξη της δίκης σε δεύτερο βαθμό, αλλά και για τη έκτη μαύρη επέτειο.
Στη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2023 ο ίδιος και η οικογένειά του έκαναν διακοπές σε παραλιακό ξενοδοχείο του Ματιού. Όταν οι φλόγες έφτασαν να απειλούν το ξενοδοχείο που βρίσκεται πολύ λίγα μέτρα από τη θάλασσα, χωρίστηκε από τη γυναίκα και το γιο του. Η 38χρονη και ο 9χρονος μοναχογιός του μπήκαν σε βάρκα ιδιώτη για να σωθούν και ο ίδιος βρήκε καταφύγιο στην παραλία.
«Ήμουν ευτυχισμένος που μπήκαν στη βάρκα να τους σώσει και θα ήταν ασφαλείς. Και γιατί η βάρκα έπλεε δίπλα στην ακτή, πίστευα ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, μετά από πυκνούς καπνούς δεν έβλεπα τίποτα. Ήταν τεράστια η φωτιά, τα δέντρα καίγονταν και οι άνθρωποι μπήκαν στη θάλασσα. Από πλευρά Νέας Μάκρης βλέπαμε εφιαλτικές εικόνες, εκρήξεις, καίγονταν πολλά αυτοκίνητα, φωνές…. Μια στιγμή είδα μια βάρκα στη θάλασσα και είδα πολλούς ανθρώπους κι εκεί ήταν η γυναίκα μου με το γιο μου», ανέφερε ο μάρτυρας και συνέχισε να περιγράφει τον αδιανόητο εφιάλτη που έζησε προσπαθώντας να σώσει τους δικούς του ανθρώπους και τον εαυτό του.
«Είδα τη γυναίκα μου να φωνάζει να έρθω γρήγορα να μπω στη βάρκα, αλλά επειδή ήταν πολλοί, είπα μην ανατραπεί η βάρκα με το βάρος μου και της φώναξα ότι «θα τα καταφέρω μόνος μου, το σημαντικό είναι εσείς να σωθείτε». Τη στιγμή που τους έβλεπα για τελευταία φορά δεν ήταν πολλοί καπνοί στη θάλασσα και ήμουν σίγουρος ότι όλα τα πάνε καλά. Εγώ έμεινα στην παραλία με ανθρώπους που καίγονταν, με κραυγές….
Την επόμενη ημέρα το πρωί το λιμεναρχείο κάλεσε το Γιαρεκ να αναγνωρίσει τις σωρούς της γυναίκας του και του γιου του. Όπως υποστήριξε, μετά έμαθε ότι είχαν πνιγεί αβοήθητοι στη θάλασσα, μετά από την ανατροπή της βάρκας που επέβαιναν. Παρότι η βάρκα ήταν δυο ώρες στο νερο κανεις δεν τους είχε βοηθήσει.
Πρόεδρος: Πόσα άτομα ήταν στην βάρκα;
Μάρτυρας: Στην αρχή ήταν πέντε άτομα, αλλά μετά μπήκαν κι άλλοι. Η σύζυγος μου νόμιζε ότι ήταν σωστική βάρκα αλλά μετά κατάλαβε ότι ήταν μια τυχαία βάρκα. Από αυτό που έμαθα αργότερα γνωρίζω ότι η βάρκα ανετράπη, εκτός από τη γυναίκα μου και το παιδί πνίγηκε ένα άλλο άτομο και ταυτόχρονα σώθηκε μια οικογένεια. Αλλά αυτές τις πληροφορίες τις βρήκα μόνος μου. Έψαχνα μέσω ιντερνετ την οικογένεια και τους βρήκα και με πληροφόρησαν. Με ενημέρωσαν ότι μέχρι τρεις τη νύχτα ήταν πάνω στη θάλασσα και μετά πνίγηκαν.
Εισαγγελεας: Πόσο είχαν απομακρυνθεί από την άκρη με τη βάρκα;
Μάρτυρας: Μου είπαν μόνο ότι έγινε στη θάλασσα, δεΝ μου είπαν κάτι άλλο.
Εισαγγελεας: Οι άλλοι πως σώθηκαν ;
Μάρτυρας: Είχαν μια μεγάλη τσάντα που έκαναν σα σωσίβιο κι έτσι σώθηκαν.
Εισαγγελεας: Τους έσωσε το λιμενικό, η πυροσβεστική, κολύμπησαν μέχρι την άκρη;
Μάρτυρας: Η βάρκα ανετράπη μέσα στη θάλασσα κι αυτοί προσπαθούσαν μόνοι τους να βγουν στην ακτή κολυμπώντας και τελικά τους διέσωσε κάποιο καράβι.
Ο Πολωνός μάρτυρας εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ κατά του ελληνικού κράτους, το οποίο χαρακτήρισε ανύπαρκτο, που άφησε τους ανθρώπους αβοήθητους να χαθούν στην πύρινη λαίλαπα.
«Θεωρώ ότι σε περίπτωση που οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούσαν όπως ήταν υποχρεωμένες, τότε σίγουρα δε θα είχαμε τόσα θύματα κι εγώ σήμερα θα είχα τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Δεν υπήρχε τίποτα, καμία ανακοίνωση, όλοι μας έλεγαν μέχρι το τέλος ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Δε λειτουργούσε τίποτα. Θέλω να τονίσω ότι η πρωτοβάθμια απόφαση δεν ήταν δίκαιη γιατί αυτά που έγιναν είναι κακουργήματα, δεν υπήρχε καμία βοήθεια από το κράτος», ανέφερε ο μάρτυρας, περιγράφοντας ένα σκηνικό «πολέμου», που «επικρατούσε χάος».
«Προσπαθούσα να βρω ανθρώπους από υπηρεσίες να με βοηθήσουν δεν υπήρχε κανένας, ούτε πυροσβέστες, ούτε αστυνομια, ούτε αεροπλάνα, μείναμε μόνοι μας. Κανένας δεν υπήρχε, ούτε πυροσβέστες, ούτε λιμενικό, ούτε αστυνομια, μόνο από το ξενοδοχείο, όλοι προσπαθούσανε να σωθούμε μόνοι μας, ήταν ένα χάος. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών ήρθανε αφού σβήστηκε η φωτιά», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Όσο για το πως σώθηκε ο ίδιος, περιέγραψε: «Ήμουν στην παραλία, βρήκα ένα βράχο κι έκατσα μέσα στο βράχο στο νερό γιατί συνέχεια έπεφταν τα κλαδιά από δέντρα που καίγονταν. Έβλεπα τους ανθρώπους να καίγονται από κλαδιά μέσα στη θάλασσα. Ήταν κατάσταση πολέμου, ένας τοίχος από φωτιά, φωτιά και καπνός. Όταν μειώθηκε η φωτιά, βγήκα να ψάξω για τους δικούς μου. Έβλεπα ανθρώπους που καηκαν, που έτρεχαν με φωτιά πάνω τους, ανθρώπους που ήταν πάνω στο δρόμο δεν ήξερα αν ζούσαν. Αργότερα βρήκα πυροσβέστες τους παρακαλούσα να βρω τη γυναίκα μου και το παιδί μου αλλά δε μπορούσαν να με βοηθήσουν».
Τους γονείς της έχασε στη φονική φωτιά η Βασιλική Κούκλα. Η μάρτυρας αφηγήθηκε την αγωνιώδη προσπάθειά της να προσεγγίσει το σπίτι των γονιών της, χωρίς αποτέλεσμα.
«Οι γονείς μου περίμεναν την βοήθεια από την Πυροσβεστική που δεν πήγε ποτέ.. Τους ψάχναμε στην Ραφήνα. Γύρω στις εννέα το βράδυ έφθαναν τα καίκια . Οι άνθρωποι που έβγαιναν ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Δεν τους βρήκαμε. Στις 11 το βράδυ ήρθε το πλοίο του Λιμενικού.. ούτε εκεί ήταν. Στις πέντε τα ξημερώματα μας τηλεφώνησαν από την Αστυνομία και είπαν πως στο σπίτι δεν βρήκαν τίποτα. Στις εννέα το πρωί ο ξάδελφος μου, μου είπε πως μας ψάχνει η Πυροσβεστική γιατί βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένους στην κουζίνα και πως πρέπει να πάω να υπογράψω. Όταν πήγα οι αστυνομικοί μου συνέστησαν να μη μπω μέσα. Όλη μέρα είμαστε εκεί με τους γονείς απανθρακωμένους να περιμένουμε την Πυροσβεστική», είπε συγκινημένη η μάρτυρας.
Όμως, όπως αφηγήθηκε η άτυχη γυναίκα δεν έφτανε το πένθος της, λιγες ημέρες αργότερα είχε να διαχειριστεί και το γεγονός ότι οι αρχές της είχαν δώσει λάθος νεκρό, αντί για τον πατέρα της!
«Λίγες μέρες μετά την κηδεία, τηλεφώνησαν από την Πυροσβεστική και είπαν πως έγινε κάποιο λάθος και μας έδωσαν την σωρό άλλου ανθρώπου για τον πατέρα μου. Θέλανε να γίνει εκταφή μετά συνεννόησης, χωρίς επίσημη ενημέρωση και χωρίς να γίνει επίσημη ταφή. Εννοείται αρνηθηκαμε. Έγινε εκταφή με εισαγγελική εντολή.. Και το πριν και το κατά την διάρκεια και το μετά ήταν χωρίς κανέναν σεβασμό σε κανέναν μας. Δεν λειτούργησε τίποτε», είπε η γυναίκα.
Νωρίτερα, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων απέρριψε όλες τις ενστάσεις που προέβαλαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων. Κατά συνέπεια, και με τη «βούλα» της δικαιοσύνης η δίκη για τη φονικότερη πυρκαγιά στη χώρα απο το Β’ παγκόσμιο πόλεμο γίνεται από μηδενική βάση και για τους 21 κατηγορουμένους.





























