Συγκεκριμένα, είναι διπλάσιος από τον ΕΦΚ που επιβάλλεται στη μπύρα και στα εμφιαλωμένα τοπικά αποστάγματα ούζο και τσίπουρο -τα οποία αξιοποιούν τη δυνατότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για 50% μειωμένο ΕΦΚ- καθώς και πολλαπλάσιος σε σχέση με τον ΕΦΚ στο απόσταγμα διήμερων παραγωγών (χύμα τσίπουρο) και στο κρασί.
Η δυσανάλογη επιβάρυνση στα αλκοολούχα ποτά αποτυπώνεται και στη συμβολή τους στα φορολογικά έσοδα, καθώς συνεισφέρουν το 61% των φορολογικών εσόδων από Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) τη στιγμή που αντιπροσωπεύουν μόλις το 28% των συνολικών πωλήσεων αιθυλικής αλκοόλης στη χώρα. Επομένως, οι φόροι, με βάση την ισχύουσα κλίμακα (Μάιος 2017) και τις τρέχουσες τιμές λιανικής, αντιπροσωπεύουν πλέον το 60-75% της λιανικής τιμής ενός τυπικού αλκοολούχου ποτού.
Η δυσμενής φορολόγηση σε βάρος των αλκοολούχων ποτών, σε συνδυασμό με υφιστάμενες στρεβλώσεις μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών και την αντικειμενική αδυναμία ελέγχου από μέρους της πολιτείας των συνθηκών παραγωγής -διακίνησης- εμπορίας, δεδομένης της υπο-στελέχωσης, του κόστους και της διασποράς των φαινομένων παραβατικότητας, έχουν οδηγήσει σε διόγκωση του λαθρεμπορίου, όπως αναφέρθηκε.