Όταν στα 26 του ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το τένις, στο απόγειο της δόξας του, ο Μπιορν Μποργκ προκάλεσε ένα από τα μεγαλύτερα σοκ στον παγκόσμιο αθλητισμό. Επί δεκαετίες, δεν είχε μιλήσει για τους λόγους που τον έκαναν να αποχωρήσει. Τώρα, με τα απομνημονεύματά του το εξηγεί αυτό, αλλά και κάνει τεράστιες αποκαλύψεις για τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, την ταραχώδη ζωή του και τη διάγνωσή του με καρκίνο.
Ήταν 25 χρονών όταν σταμάτησε να παίζει σε τουρνουά major, το 1981. Εκείνη τη χρονιά είχε παίξει στον τελικό των τριών από τα τέσσερα Γκραν Σλαμ, κατακτώντας το Ρολάν Γκαρός και χάνοντας στο Γουίμπλεντον και το US Open. Συνολικά, κατέκτησε πέντε διαδοχικές χρονιές το Γουίμπλεντον- κατόρθωμα που έχει πετύχει μόνο άλλος ένας τενίστας, ο Ρότζερ Φέντερερ- και έξι φορές το Ρολάν Γκαρός.
Το 1983 ανακοίνωσε ότι αποχωρεί, χωρίς να εξηγήσει στους λόγους. Η απόφαση του Σουηδού προκάλεσε σοκ. Ήταν ένας ροκ σταρ του τένις, όμορφος, μυστηριώδης, επιτυχημένος, με πολλούς θαυμαστές, στο απόγειο της καριέρας του. Στα 69 του, επιτέλους έγραψε τα απομνημονεύματά του, με τίτλο «Heartbeats» και το βιβλίο είναι γεμάτο αποκαλύψεις για ναρκωτικά, αλκοόλ, υπερβολικές δόσεις που παραλίγο να αποβούν μοιραίες, αποτυχημένες σχέσεις, απόγνωση, ντροπή.
Γιατί αποφάσισε να πει τώρα την ιστορία του; «Με απασχολούσε για πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι με ξέρουν ως τενίστα, αλλά δεν γνωρίζουν αυτό που πέρασα. Οι αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου ήταν ηλίθιες, οπότε ήθελα να πω αυτή την ιστορία», απαντά στον Guardian.
Η τρίτη σύζυγός του, η Πατρίσια Όστφελντ, με την οποία είναι παντρεμένος εδώ και 23 χρόνια, τον βοήθησε να γράψει το βιβλίο. «Χαίρομαι που δέχθηκε, γιατί αν δεν το είχε κάνει, αυτό το βιβλίο δεν θα είχε βγει ποτέ. Θα έπαιρνα την ιστορία μου στον τάφο μου», λέει.
«Είπα “αρκετά”»
Λάτρευε το τένις. Όχι την επιτυχία, αλλά το άθλημα. Όμως, στα 25 του είχε εξαντληθεί. «Έως τότε, ήμουν απόλυτα επικεντρωμένος στο τένις. Έτρωγα, κοιμόμουν, έκανα προπόνηση, έπαιζα ματς. Και το λάτρευα, περνούσα υπέροχα», δηλώνει. Τι συνέβη; «Έχασα το κίνητρο».
Στο τέλος, η επιθυμία του είχε εξαφανιστεί και είχε κατάθλιψη. Έφυγε από τη Σουηδία και ζούσε στο Μόντε Κάρλο. Στο US Open του 1981, το τελευταίο major στο οποίο έπαιξε, δέχθηκε απειλές για τη ζωή του πριν και κατά τη διάρκεια του τελικού. Αφού έχασε, η ασφάλεια τον συνόδευσε εκτός κορτ.
Οι απειλές δεν είχαν καμία σχέση με την απόφασή του να αποσυρθεί, λέει. Ο πραγματικός λόγος ήταν πως πλέον ένιωθε ότι δεν είχε ζωή. «Όταν έφτανα στα ξενοδοχεία, υπήρχαν τουλάχιστον 100 άνθρωποι στη ρεσεψιόν που ήθελαν αυτόγραφο. Εάν πήγαινα σε εστιατόριο, θα περίμεναν απ’ έξω 15 φωτογράφοι που θα με ακολουθούσαν. Στο τέλος, απλά έμενα στο δωμάτιό μου, έτρωγα εκεί, δεν έβγαινα έξω. Για αυτό έφυγα από το τένις. Σκέφτηκα “έτσι θα είναι η ζωή μου στο μέλλον;”. Αυτός ήταν ο λόγος, είπα “αρκετά”».
Το κενό που άφησε το τένις και η κοκαΐνη
Ο πρώτος χρόνος ελευθερίας ήταν υπέροχος, λέει. Έκανε ακριβώς αυτό που ήθελε και το λάτρευε. Μετακόμισε στην Αμερική, ζούσε στο Λονγκ Άιλαντ και πήγαινε σε πάρτι. Και μετά σε μερικά ακόμα πάρτι. Αλλά κάτι του έλειπε, η έξαψη που του προκαλούσε το τένις. Το καλοκαίρι του 1982 άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης.
«Είπα στον εαυτό μου “αυτό είναι διαφορετικό συναίσθημα. Είναι κάτι διαφορετικό”», λέει. «Ένιωθα την ίδια ζωντάνια που έπαιρνα από το τένις. Ήταν ένα καινούριο συναίσθημα και με έκανε να νιώθω απίστευτα διεγερμένος. Κόλλησα αμέσως», συμπληρώνει.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε με τι να γεμίσει τη ζωή του. «Ήμουν χαρούμενος που έφυγα από το τένις, θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε, αλλά δεν είχα σχέδιο», εξηγεί για εκείνη την εποχή, που πάσχιζε ακόμα με την κατάθλιψη.
«Φτάνεις σε ένα σημείο που ρωτάς τον εαυτό σου “τι πρέπει να κάνω για να είμαι χαρούμενος, για να νιώθω καλά με τον εαυτό μου και με τη ζωή;. Θέλω να νιώσω την ίδια ικανοποίηση με τότε που έπαιζα τένις”. Ήμουν χαμένος. Για αυτό οι αθλητές σήμερα προετοιμάζονται για τη ζωή μετά τον αθλητισμό. Έχουν μάνατζερ, έχουν ανθρώπους που τους καθοδηγούν προς τον σωστό δρόμο. Εγώ δεν είχα τίποτα και τα έκανα όλος μόνος μου».
Και τα έκανε λάθος. Άρχισε να παίρνει περισσότερη κοκαΐνη, σε συνδυασμό με διεγερτικά, ηρεμιστικά και αλκοόλ. Το 1984 χώρισε με την πρώτη σύζυγό του, την τενίστρια Μαριάνα Σιμιονέσκου και το 1985 απέκτησε έναν γιο, τον Ρόμπιν, με το μοντέλο Γιανίκε Μπιόρλινγκ. Λέει ότι ο Ρόμπιν ήταν το μόνο καλό πράγμα που του συνέβη τη δεκαετία του ‘80. Αλλά δεν ήταν σε κατάσταση να γίνει καλός πατέρας, ενώ πήγαινε από σχέση σε σχέση, συνήθως ξεκινώντας την επόμενη προτού τελειώσει η προηγούμενη. Και συνέχιζε να παρτάρει.
«Όταν νιώθεις άσχημα, προσπαθείς να ξεφύγεις. Εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω με ναρκωτικά, χάπια και πολύ αλκοόλ. Αναζητούσα κάτι, αλλά δεν ήξερα τι. Οπότε τα χρησιμοποιούσα αυτά, για να μην χρειάζεται να σκεφτώ τα προβλήματά μου».
Με την πρώτη σύζυγό του, Μαριάνα Σιμιονέσκου, λίγο μετά τον γάμο τους
Η πρώτη υπερβολική δόση που παραλίγο να τον σκοτώσει
Κατάλαβε ότι όλο αυτό τον έβλαπτε το 1989, όταν αποφάσισε να ξαναρχίσει να παίζει τένις. «Ήξερα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω να ζω έτσι. Έπρεπε να βρω κάτι άλλο».
Στην ερώτηση αν ήταν εθισμένος, απαντά: «Θα το θέσω ως εξής: δεν κατανάλωνα κάθε βράδυ ναρκωτικά, χάπια και αλκοόλ. Οπότε όχι κατά αυτή την άποψη». Αλλά η χρήση που έκανε ήταν αρκετή για να καταστρέψει τη ζωή του. Εκείνη τη χρονιά παντρεύτηκε την Ιταλίδα τραγουδίστρια Λορεντάνα Μπερτέ, μετακόμισε στο Μιλάνο «και η ζωή μετατράπηκε σε ένα χάος». Περισσότερα ναρκωτικά, ένας δυσλειτουργικός γάμος, ένας μικρός γιος που ζούσε στη Σουηδία και η χρεοκοπία της εταιρείας ρούχων του. Παρότι ήταν σε φόρμα, επειδή έτρεχε και πήγαινε στο γυμναστήριο- είχε εμμονή με το να διατηρήσει το βάρος που είχε ως τενίστας- κατέστρεφε τον εαυτό του.
Με τη δεύτερη σύζυγό του, Λορεντάνα Μπερτέ.
Το 1989 κυκλοφόρησαν δημοσιεύματα ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ήταν ψέματα, λέει. Παρότι ήταν σε απόγνωση και δεν έβλεπε πλέον το νόημα να ζει- «Απλά σκεφτόμουν: Δεν μπορώ να το αντέξω άλλο αυτό, έχω τελειώσει», γράφει στο βιβλίο - δεν προσπάθησε ποτέ να βάλει τέλος στη ζωή του. Αλλά τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, μια υπερβολική δόση παραλίγο να τον σκοτώσει. Η σύζυγός του δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει και κάλεσε ασθενοφόρο. Αυτό του έσωσε τη ζωή.
Όμως, δεν είχε πάρει το μάθημά του. Μόλις ανάρρωσε, επέστρεψε στα ναρκωτικά, τα χάπια και το αλκοόλ. Τελικά, διαπίστωσε ότι έπρεπε να πάρει αποστάσεις από όλα: από την Μπερτέ, το Μιλάνο και τον τρόπο ζωής που τον κατέστρεφε.
Η επιστροφή στο τένις
Το 1990, για πρώτη φορά έπειτα από οχτώ χρόνια, έπιασε ξανά ρακέτα. «Αναρωτήθηκα “έπαιζα πραγματικά τένις παλιότερα;”. Έπαιζα τόσο άσχημα, που ήταν γελοίο. Είπα στον εαυτό μου “δεν το κάνω αυτό για να γίνω τενίστας και να κερδίσω τουρνουά. Το κάνω για έναν διαφορετικό λόγο”». Μετακόμισε στο Λονδίνο, έκανε αποτοξίνωση και άρχισε να προπονείται.
Ένα χρόνο αργότερα, στα 34 του και σχεδόν μία δεκαετία αφού αποσύρθηκε, ανακοίνωσε ότι επιστρέφει. Τον Απρίλιο του 1991 έπαιξε στο τουρνουά του Μόντε Κάρλο, παρότι φίλοι τον συμβούλευαν να επιλέξει κάτι λιγότερο λαμπερό. Αντιμετώπισε τον Ζόρντι Αρέσε, έναν Ισπανό που ήταν στο Νο52 της παγκόσμιας κατάταξης και έχασε 6-2, 6-3.
Εκείνο το ματς στο Μόντε Κάρλο ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες του σε κορτ, λέει. Το συγκρίνει με την 5η διαδοχική κατάκτηση του Γουίμπλεντον και τη νίκη του επί του Γιαν Κόντες το 1975 στο Davis Cup, στα 19 του.
{https://www.youtube.com/watch?v=lg5O8nrrI3w}
«Μετά ένιωθα τόσο ικανοποιημένος. Σκεφτόμουν “επιτέλους, επέστρεψα στη ζωή”. Μόνο οι γονείς μου ήξεραν τον πραγματικό λόγο που επέστρεψα στο τένις, κανένας άλλος», τονίζει.
Ποιος ήταν ο λόγος; Τις τελευταίες ημέρες του στο Μιλάνο, σκέφτηκε: «Αν συνεχίσω να ζω με αυτό τον τρόπο, δεν πρόκειται να επιβιώσω». «Αν είχα συνεχίσει, σήμερα δεν θα μιλούσαμε. Οπότε είπα “πρέπει να κάνω κάτι που με κάνει ευτυχισμένο, που με κάνει να νιώθω άνετα με τον εαυτό μου. Χρειάζομαι να ξυπνάω το πρωί για να κάνω κάτι, να έχω ένα πρόγραμμα”. Οπότε αποφάσισα να ξαναρχίσω να παίζω τένις», εξηγεί.
Όπως το θέτει απλά, επέστρεψε «για να παραμείνω ζωντανός». Από το 1991 έως το 1993 έπαιξε 12 επαγγελματικά ματς και έχασε σε όλα. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Επιβίωνε.
Τα τηλεφωνήματα του Τζο ΜάκΕνρο
Στην ερώτηση τι του είπαν οι πρώτοι τενίστες όταν αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, απαντά ότι δεν κράτησε επαφή μαζί τους. «Όταν έφυγα από το τένις, άφησα όλους τους φίλους μου. Εγκατέλειψα τα πάντα. Και αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος. Μπήκα σε ένα διαφορετικό πλήθος ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονταν για τον αθλητισμό. Για αυτό άρχισα να παίρνω ναρκωτικά και χάπια και να πίνω», δηλώνει.
Είχε πολλούς φίλους, σημειώνει. Αλλά εκείνος που του τηλεφωνούσε διαρκώς και του έλεγε «Δεν μπορείς να τα εγκαταλείψεις, δεν μπορείς να αποσυρθείς από το τένις», ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλός του, ο Τζο ΜάκΕνρο. «Μου τηλεφώνησε τόσες πολλές φορές. “Τι κάνεις; Θέλω να παίξω εναντίον σου τόσες πολλές φορές Μπιορν. Πώς μπορείς να αφήσεις το τένις. Δεν είσαι καν 26 χρονών”, μου έλεγε ο Τζον. Ήταν πολύ απογοητευμένος και λυπημένος», περιγράφει για τον άνθρωπο που τελικά έγινε φίλος του και τον πάντρεψε το 1997.
{https://www.youtube.com/watch?v=G6PW9pNevIg}
Η «ντροπιαστική» δεύτερη υπερβολική δόση
Το πραγματικό σημείο καμπής για την ανάκαμψή του ήταν όταν ο Τζίμι Κόνορς ξεκίνησε το Champions tour για βετεράνους τενίστες, το 1993. «Άρχισα να μιλάω πολύ σε άλλους τενίστες, παρότι είχα κάποιες υποτροπές τη δεκαετία του ‘90», παραδέχεται. Είχε εγκατασταθεί πλέον στο Λος Άντζελες και περνούσε αρκετό καιρό στην έπαυλη του Χιου Χέφνερ. «Το μέρος ήταν γεμάτο πειρασμούς κάθε είδους και ήταν δύσκολο να πεις “όχι”», γράφει στο βιβλίο.
Η χειρότερη υποτροπή ήταν το 1993, που οδήγησε σε άλλη μία σχεδόν μοιραία υπερβολική δόση. Δυσκολεύεται να μιλήσει για αυτό, επειδή ντρέπεται για ό,τι συνέβη. Ήταν με τον πατέρα του, Χόλαντ, σε ένα τουρνουά επίδειξης. Το προηγούμενο βράδυ είχε πάει σε πάρτι, όπου υπήρχαν ναρκωτικά. Πήγαινε να παίξει στο τουρνουά, μαζί με τον πατέρα του, όταν έπεσε στο έδαφος και το επόμενο που θυμάται ήταν ότι ξύπνησε στο νοσοκομείο, με διάφορα σωληνάκια. «Ο γιατρός μου είπε “έφτασες πολύ κοντά στον θάνατο”. Αυτό ήταν πιθανότατα το χειρότερο που έχω κάνει. Ήταν φριχτό. Όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο, είδα τον πατέρα μου μπροστά μου και ντράπηκα τόσο πολύ. Όταν γυρίσαμε στη Στοκχόλμη, δεν είπαμε λέξη. Ήταν απογοητευμένος, στεναχωρημένος και είμαι σίγουρος ότι ήταν και θυμωμένος».
{https://www.youtube.com/watch?v=VOmnGjEGwjg}
Οι υποτροπές έγιναν λιγότερο συχνές και ποτέ τόσο ακραίες. Το 1999 γνώρισε τη σημερινή σύζυγό του, «καθάρισε» και έκτοτε έμεινε «καθαρός». Ακόμα υπάρχουν δύσκολες στιγμές, για παράδειγμα ξέρει ότι κάθε φθινόπωρο θα βρεθεί αντιμέτωπος με ήπια κατάθλιψη. Αλλά τα τελευταία 20 χρόνια απολαμβάνει μια νέα σταθερότητα ως σύζυγος, πατέρας- και παππούς πλέον- επιχειρηματίας και αρχηγός της ομάδας της Σουηδίας στο Davis Cup.
Η διάγνωση με καρκίνο
Στον επίλογο του βιβλίου αποκαλύπτει ότι πριν από μερικά χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη και το 2024 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. «Ήταν πραγματικά άσχημο, αλλά είσαι ΟΚ», του είπε ο γιατρός λίγες ημέρες μετά την επέμβαση. Το αντιμετωπίζει με ηρεμία.
«Έχω στο σώμα μου αδρανή καρκινικά κύτταρα. Θα μπορούσαν να είναι αδρανή για πολλά χρόνια, ή να μου δημιουργήσουν προβλήματα. Απλώς πρέπει να περιμένω να δω. Κάνω εξετάσεις κάθε έξι μήνες. Αυτή τη στιγμή νιώθω καλά, κανένα πρόβλημα», δηλώνει.
Η διάγνωση με καρκίνο δεν έχει αλλάξει το γεγονός ότι θέλει να παραμείνει σε φόρμα. Για παράδειγμα, αποκαλύπτει ότι περπατά 20 χιλιόμετρα την ημέρα, γύρω από τον καναπέ, στο διαμέρισμά του στην Στοκχόλμη. «Αυτή την ώρα μπορώ να σκέφτομαι», εξηγεί, αλλά παραδέχεται ότι εκνευρίζει τη σύζυγό του όταν εκείνη προσπαθεί να χαλαρώσει και αυτός αρχίζει να περπατάει στο σαλόνι.
Όσο για όλες αυτές τις αποκαλύψεις που κάνει τώρα, με το βιβλίο, παραδέχεται ότι τον απελευθέρωσαν. «Έβγαλα το βάρος από πάνω μου. Απελευθερώθηκα, νιώθω πολύ ελαφρύτερος τώρα», καταλήγει.
Η σύζυγός του, Πατρίσια Όστφελντ, τον βοήθησε να γράψει το βιβλίο.
Φωτογραφίες: AP




























