Μια διεθνής ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής την ομάδα της Δρα Αντιγόνης Δήμα από το Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμιγκ» (ΕΚΕΒΕ Φλέμιγκ), σε μια νέα μελέτη αναδεικνύει τον άμεσο και δραστικό αντίκτυπο που έχει η βραχυπρόθεσμη αποχή από τα ζωικά προϊόντα στη διατροφή μας, στο συστημικό μεταβολισμό και το ανοσοποιητικό μας σύστημα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο έγκριτο περιοδικό Communications Medicine αρκούν μόνο τέσσερις εβδομάδες αποχής από τα ζωικά προϊόντα (κρέας, ψάρι, γαλακτοκομικά, αυγά), ώστε να προκληθούν εκτεταμένες αλλαγές στον οργανισμό μας, οι οποίες συμβάλουν ως επί το πλείστον θετικά στη ρύθμιση και λειτουργία του συστημικού μεταβολισμού και του ανοσοποιητικού συστήματος.
«Μελετήσαμε άτομα που ακολουθούν τη νηστεία της Ορθόδοξης εκκλησίας και συγκεκριμένα κατά την περίοδο της νηστείας πριν το Πάσχα και είδαμε ότι μια τέτοιου είδους βραχυπρόθεσμη διατροφική παρέμβαση διάρκειας περίπου τεσσάρων εβδομάδων, χωρίς ζωικά προϊόντα, φαίνεται ότι αρκεί για να αλλάξει τους περισσότερους μεταβολικούς δείκτες με θετικό τρόπο και να επηρεάσει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα οφέλη είναι μετρήσιμα σε αρκετά όργανα, όπως στην καρδιά, το ήπαρ και τους νεφρούς», λέει στο Dnews η Δρ Ελένη Λοϊζίδου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ΕΚΕΒΕ Αλ. Φλέμιγκ, που συμμετείχε στη μελέτη και η οποία βρίσκεται τώρα στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.
Η Δρ Ελένη Λοϊζίδου
Η εν λόγω μελέτη με τίτλο: «Short-term animal product dietary restriction alters metabolic profiles and modulates immune function», αποτελεί έως τώρα την πιο ολοκληρωμένη έρευνα που αξιολογεί τα άμεσα αποτελέσματα της προσωρινής αποχής από ζωικά προϊόντα, σε δείγμα υγιών ενήλικων ατόμων. Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 200 εθελοντές και εθελόντριες που τηρούν όλες τις νηστείες της εκκλησίας, νηστεύοντας συνολικά για 180-200 ημέρες τον χρόνο και 211 άτομα που δεν νηστεύουν και δεν ακολουθούν κάποιου άλλου είδους ειδική διατροφή. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με το Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο.
«Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες, χωρίς την ενθουσιώδη συμμετοχή και τη συνεργασία των οποίων, η μελέτη FastBio (Fasting Biology) δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω το προσωπικό του Ιατρικού Διαβαλκανικού που συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση της διαδικασίας δειγματοληψίας. Η συμβολή τους ήταν ανεκτίμητη και η συνεργασία μαζί τους άψογη» τονίζει η Δρ Αντιγόνη Δήμα.
Σημαντική βελτίωση σε αρκετούς βιοδείκτες
Η μελέτη, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC), έδειξε ότι κατά την περίοδο αποχής των συμμετεχόντων από τα ζωικά προϊόντα, τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης και της LDL χοληστερόλης μειώθηκαν σημαντικά. Βελτιώθηκε επίσης ο δείκτης της non-HDL χοληστερόλης που περιλαμβάνει όλη τη «κακή» χοληστερόλη στο αίμα και που υποδεικνύει καρδιαγγειακό κίνδυνο. Παράλληλα, βελτιώθηκαν δείκτες που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, όπως τρανσαμινάσες, ουρία και κρεατινίνη, ενώ θετικές αλλαγές παρατηρήθηκαν επίσης σε ανθρωπομετρικούς και κλινικούς δείκτες των συμμετεχόντων, οι οποίοι εμφάνισαν χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και χαμηλότερα επίπεδα διαστολικής αρτηριακής πίεσης.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η μείωση κατά 73% της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP), ενός γνωστού, μη ειδικού δείκτη φλεγμονής, ο οποίος μπορεί να προσφέρει πολύτιμες κλινικές πληροφορίες όταν ερμηνεύεται σε συνδυασμό με άλλα κλινικά και παθολογικά ευρήματα. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει πως ακόμη και μια προσωρινή αποχή από ζωικά προϊόντα μπορεί να συμβάλει στη μείωση της χρόνιας, χαμηλού βαθμού φλεγμονής αλλά και στη μείωση του κινδύνου για χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους όπως η αθηροσκλήρωση.
Αλλαγές παρατηρήθηκαν και στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς η αποχή από τα ζωικά προϊόντα οδήγησε σε πιο ρυθμισμένες ανοσολογικές αποκρίσεις. Συγκεκριμένα, μειώθηκαν οι αριθμοί κυττάρων που σχετίζονται με την επαγωγή της φλεγμονής, ενώ παρατηρήθηκε παράλληλα ισχυρή ικανότητα έκκρισης IL-10, μίας πρωτεΐνης που παράγεται από το ανοσοποιητικό σύστημα, η οποία καταστέλλει τη φλεγμονή.
«Το ανοσοποιητικό μας σύστημα δεν είναι απλώς η ‘ασπίδα’ του οργανισμού απέναντι σε παθογόνα. Λειτουργεί συγχρόνως ως βιοαισθητήρας του διατροφικού μας περιβάλλοντος που ανταποκρίνεται και προσαρμόζεται στα τρόφιμα που καταναλώνουμε, διαμορφώνοντας έτσι την υγεία μας σε πολλαπλά επίπεδα» προσθέτει ο Δρ Μιχάλης Βερυκοκάκης, ερευνητής στο ΕΚΕΒΕ Αλ. Φλέμιγκ που συμμετείχε στη μελέτη.
«Οι αλλαγές που παρατηρούμε υποδεικνύουν τον επαναπρογραμματισμό του ανοσοποιητικού συστήματος κατά τη διάρκεια αποχής από τα ζωικά προϊόντα» συμπληρώνει η Κατερίνα Παλαιοκρασσά, βιοπληροφορικός στο ΕΚΕΒΕ Αλ. Φλέμιγκ που συνυπογράφει τη μελέτη. «Αυτός ο επαναπρογραμματισμός αντικατοπτρίζει τη ρυθμιστική ικανότητά του ανοσοποιητικού συστήματος να αποκρίνεται αποτελεσματικά σε φλεγμονώδεις διεργασίες που συμβαίνουν στα κύτταρά μας. Αυτή η ικανότητα ρύθμισης πολύ πιθανόν συμβάλει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης χρόνιας συστημικής φλεγμονής, καθώς και χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων».
Και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της νέας αυτής έρευνας είναι η ταχύτητα με την οποία εκδηλώνονται οι παραπάνω αλλαγές, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή
Η μελέτη δεν παραλείπει να επισημάνει και κάποια ευρήματα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, όπως για παράδειγμα τα αυξημένα επίπεδα της αλκαλικής φωσφατάσης (ALP) στο αίμα μετά τη νηστεία. Η ALP είναι ένας βιοχημικός δείκτης που συνεισφέρει στην αξιολόγηση της υγείας των οστών και του ήπατος.
Είναι γνωστό ότι άτομα που ακολουθούν πολύ αυστηρές δίαιτες χωρίς ζωικά προϊόντα (‘‘βίγκαν’’) έχουν υψηλό ρίσκο εμφάνισης οστεοπόρωσης και οστικών καταγμάτων και γι’ αυτό οι συγγραφείς επισημαίνουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα, ιδιαίτερα για τις μακροχρόνιες επιδράσεις αυτού του διατροφικού προτύπου.
Η ερευνητική ομάδα διευκρινίζει ωστόσο, ότι δεν παρουσιάζει το συγκεκριμένο διατροφικό πρότυπο ως το «ιδανικό», αλλά ανοίγει μια συζήτηση προτείνοντας μια ενδιαφέρουσα, βραχυπρόθεσμη και σχετικά εύκολα εφαρμόσιμη διατροφική «παρέμβαση».
Πρόκειται για μια προσέγγιση που μπορεί να προσφέρει σημαντικές κατευθύνσεις τόσο για την κλινική πράξη, όσο και για τη διαμόρφωση μελλοντικών στρατηγικών παρέμβασης, βασισμένων σε λιγότερο περιοριστικά φυτικά διατροφικά πρότυπα.
«Η μελέτη υποδηλώνει πως δεν χρειάζεται απαραίτητα μόνιμη χορτοφαγία ή βίγκαν διατροφή για να υπάρξει συστημικό όφελος στον οργανισμό. Ακόμη και μια βραχυπρόθεσμη αποχή από ζωικά προϊόντα μπορεί να βελτιώσει σημαντικά κρίσιμους δείκτες υγείας, προσφέροντας έτσι νέες δυνατότητες για ήπιες διατροφικές παρεμβάσεις, χωρίς αυστηρούς περιορισμούς, σε ασθενείς π.χ. με χρόνιες φλεγμονώδεις ή καρδιομεταβολικές νόσους. Ωστόσο, είναι σημαντικό μια τέτοια διατροφική παρέμβαση να σχεδιάζεται σωστά και να συνοδεύεται από παρακολούθηση ειδικών, ώστε να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές επιδράσεις στον οργανισμό», καταλήγουν οι επιστήμονες.




























