Την κλήση του Σταμάτη Τρίμπαλη (Krikel)- μάρτυρας στη δίκη για τις υποκλοπές - στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη ο επικεφαλής της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης.
«Στις 21 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της δίκης για τους ιδιώτες παρόχους παράνομου λογισμικού ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μάρτυρας που συνδέεται με μια από τις εμπλεκόμενες εταιρίες, κατέθεσε ενόρκως ότι εξεταζόμενος από την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν είπε την αλήθεια γιατί του "είχαν δοθεί έτοιμες οι περισσότερες ερωτήσεις και οι απαντήσεις"», αναφέρει ο κ. Χαρίτσης, υπογραμμίζοντας ότι «θεωρώ επιβεβλημένο να κληθεί κατ’ αρχάς ο εν λόγω μάρτυρας είτε ενώπιον Εξεταστικής Επιτροπής που θα πρέπει να συσταθεί για τον σκοπό αυτό (άρ. 68 παρ. 2 Σ και 144 επ. ΚτΒ) είτε ενώπιον της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών & Διαφάνειας (άρ. 43Α ΚτΒ), που θα πρέπει να συγκληθεί άμεσα και κατεπειγόντως», αναφέρει το διάβημα του κ. Χαρίτση.
«Επισήμανα επίσης στον πρόεδρο, μια εκκρεμότητα η οποία υπάρχει ήδη από τη Συνταγματική Νομοθεσία του 2019 και έχει να κάνει με τα δικαιώματα της μειοψηφίας, της αντιπολίτευσης δηλαδή, στις Εξεταστικές Επιτροπές. Οι Εξεταστικές Επιτροπές, οι οποίες δυστυχώς βλέπουμε, το βλέπουμε και το τελευταίο διάστημα, έχουν μετατραπεί σε παρωδία από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας», προσθέτει ο επικεφαλής της ΝΕΑΡ.
Όπως είπε ο Αλ. Χαρίτσης, ο πρόεδρος τον ενημέρωσε ότι βρίσκεται σε «διαδικασία προετοιμασίας για την αναθεώρηση του Κανονισμού της Βουλής», ενώ εξέφρασε την ελπίδα ότι και «με τη δημοκρατική ευαισθησία που τον διακρίνει θα λάβει υπόψη του τις προτάσεις τις οποίες του κατέθεσε».
«Θα ζητήσω όμως και θα έρθω σε επικοινωνία για αυτό και με τους αρχηγούς των κομμάτων της δημοκρατικής προοδευτικής αντιπολίτευσης ώστε να έρθουμε σε μια συνεννόηση για αυτό το μείζον θεσμικό ζήτημα. Είναι υποχρέωσή μας να δημιουργήσουμε, να προστατεύσουμε τα αντίβαρα, τα θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην ασυδοσία, απέναντι σε κάθε προσπάθεια διάλυσης κάθε έννοιας θεσμικής ομαλότητας», συνέχισε ο Αλ. Χαρίτσης.
«Οφείλουμε όλη η προοδευτική αντιπολίτευση να σταθούμε απέναντι στην ατιμωρησία των ισχυρών και στην προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να καταβαραθρώσει το κράτος δικαίου στη χώρα μας», τόνισε.
Αναλυτικά το διάβημα που κατέθεσε ο Αλέξης Χαρίτσης:
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Η υπόθεση των υποκλοπών, με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, δημοσιογράφων, δικαστικών λειτουργών κ.ά., από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών αλλά και ιδιωτικό παράνομο λογισμικό παγίδευσης, έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα θεμελιώδη δικαιώματα, το κράτος δικαίου και εντέλει την ίδια τη Δημοκρατία.
Για το ζήτημα αυτό η Βουλή των Ελλήνων προχώρησε στη σύσταση Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν με ένα απόρρητο πόρισμα με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και χωρίς καμία ουσιαστική προσπάθεια να αναδειχθούν ευθύνες και να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη αλλά και το κύρος και η αξιοπιστία των θεσμών που επλήγησαν ανεπανόρθωτα.
Στις 21 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της δίκης για τους ιδιώτες παρόχους παράνομου λογισμικού ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μάρτυρας που συνδέεται με μια από τις εμπλεκόμενες εταιρίες, κατέθεσε ενόρκως ότι εξεταζόμενος από την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν είπε την αλήθεια γιατί του «είχαν δοθεί έτοιμες οι περισσότερες ερωτήσεις και οι απαντήσεις».
Είναι σαφές ότι τα όσα κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας χρήζουν τουλάχιστον άμεσης διερεύνησης καθόσον προκύπτει μείζον ζήτημα θεσμικής τάξης και λειτουργίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης (άρθρ. 68 παρ. 2 Συντάγματος) εξεταστικής αρμοδιότητας της Βουλής. Στο πλαίσιο αυτό η ενημέρωση του Προέδρου της Βουλής κρίνεται επιβεβλημένη.
Ειδικότερα, η Βουλή οφείλει να προχωρήσει σε σχετική έρευνα προς επιβεβαίωση ή μη των ανωτέρω, δοθέντος ότι, πλην της ίδιας της λειτουργίας της ως προς την εξεταστική της αρμοδιότητα, θίγεται, περαιτέρω, το κύρος και η αξιοπιστία της. Επιπλέον, τυχόν επιβεβαίωση των ανωτέρω μπορεί να συνιστά ενδεχόμενη πειθαρχική αλλά και ποινική ευθύνη των βουλευτών μελών της επιτροπής, οι οποίοι υπέβαλαν τις σχετικές ερωτήσεις ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ επιβεβλημένο να κληθεί κατ’ αρχάς ο εν λόγω μάρτυρας είτε ενώπιον Εξεταστικής Επιτροπής που θα πρέπει να συσταθεί για τον σκοπό αυτό (άρ. 68 παρ. 2 Σ και 144 επ. ΚτΒ) είτε ενώπιον της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών & Διαφάνειας (άρ. 43Α ΚτΒ), που θα πρέπει να συγκληθεί άμεσα και κατεπειγόντως.
Κύριε πρόεδρε,
Εκτός της οποιασδήποτε προσπάθειας υποβολής πρότασης για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής ή αιτήματος για την άμεση και κατεπείγουσα σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής απευθύνομαι σε εσάς και ζήτησα να σας συναντήσω για να σας αναπτύξω και εκ του σύνεγγυς τις ανησυχίες μου για τα ανωτέρω ζητήματα της κοινοβουλευτικής λειτουργίας που αφορούν τη διαφάνεια στη λειτουργία, το κύρος και την αξιοπιστία του ελληνικού κοινοβουλίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι η Βουλή των Ελλήνων έχει μια «συνταγματική εκκρεμότητα» όσον αφορά τον θεσμό των Εξεταστικών Επιτροπών. Με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση (2019) και την τροποποίηση του άρθρου 68 Σ. η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής εναπόκειται πλέον και στην αντιπολίτευση με τη δυνατότητα σύστασης έως δύο επιτροπών ανά κοινοβουλευτική περίοδο, εξαιρουμένων των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, με τις ψήφους των 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Ο Κανονισμός της Βουλής οφείλει να τροποποιηθεί προσηκόντως ώστε να κατοχυρώσει τα δικαιώματα της μειοψηφίας και στο επίπεδο της λειτουργίας (και όχι μόνο της σύστασης) της εξεταστικής επιτροπής, δηλαδή κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, προεχόντως κατά τη συλλογή αποδείξεων και την κλήτευση μαρτύρων.
Για να υπηρετήσουν τον ρόλο τους οι εξεταστικές επιτροπές εξοπλίζονται με ανακριτικές εξουσίες, έχουν την εξουσία να παραγγέλλουν αποδεικτικά μέσα, να ζητούν την προσκόμιση εγγράφων, να καλούν μάρτυρες, καθώς και να διατάσσουν τη βίαιη προσαγωγή τους. Είναι δυνατόν από το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής να προκύψει η ανάγκη σύστασης της επιτροπής του άρθρου 86 παράγραφος 3 του Συντάγματος για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος υπουργών εκ μέρους της Βουλής. Εφόσον η συλλογή των πληροφοριών, η κλήτευση μαρτύρων και η παραγγελία των αποδεικτικών μέσων εξακολουθούν να εξαρτώνται από την απόφαση της πλειοψηφίας, τότε αφενός η πλειοψηφία μπορεί να αποκλείσει μάρτυρες που προτείνει η μειοψηφία, όπως εξάλλου παρακολουθούμε να συμβαίνει συχνά, αφετέρου η συνταγματική διάταξη περί κατοχύρωσης της εξεταστικής επιτροπής και ως δικαιώματος της μειοψηφίας καθίσταται κενό γράμμα.
Η υλοποίηση της συνταγματικής υποχρέωσης της Βουλής να προσαρμοστεί ο Κανονισμός στο γράμμα και το πνεύμα του αναθεωρημένου άρθρου 68 Σ. είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει ουσιαστικά τα δικαιώματα της μειοψηφίας και Θα δημιουργηθούν έτσι τα απαραίτητα αντίβαρα στην λειτουργία των επιτροπών αυτών. Σε αντίθετη περίπτωση, η εκκρεμότητα αυτή συνεχίσει να καθιστά την αναθεώρηση του άρθρου 68 του Συντάγματος ατελή και εντέλει «κενό γράμμα».




























