Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή προς κύρωση τη νέα συμφωνία συνεργασίας με την Τουρκία στον τομέα της υγείας, σηματοδοτώντας μία αναβάθμιση των διμερών σχέσεων σε έναν νευραλγικό κοινωνικό τομέα. Η συμφωνία, που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 13 Μαΐου 2024, αντικαθιστά το προηγούμενο πλαίσιο του 2005 και φιλοδοξεί να ενισχύσει την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, την εκπαίδευση υγειονομικού προσωπικού, τη συνεργασία στη δημόσια υγεία και την διαχείριση υγειονομικών κρίσεων, τη φαρμακευτική πολιτική, τη νοσοκομειακή διοίκηση και τα πληροφοριακά συστήματα υγείας.
Κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή της συμφωνίας θα έχει η Μικτή Ομάδα Εργασίας των δύο υπουργείων Υγείας, που θα εποπτεύει την υλοποίηση των δράσεων και θα συντονίζει τις τεχνικές ομάδες από τις δύο χώρες. Η συνεργασία προβλέπεται να εκτείνεται από την ανταλλαγή εμπειρίας και επιστήμης έως την από κοινού διοργάνωση συνεδρίων και επενδυτικών φόρουμ στον χώρο της υγείας, ενώ καλύπτει κρίσιμους τομείς όπως η ετοιμότητα σε έκτακτες υγειονομικές ανάγκες και η ανταλλαγή πρακτικών για ψηφιακά συστήματα περίθαλψης.
Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το νέο πλαίσιο ενισχύει τη θέση του ελληνικού συστήματος υγείας σε μια περίοδο που η τεχνογνωσία, η πρόσβαση στην καινοτομία και η διασυνοριακή συνεργασία αναδεικνύονται σε κλειδιά για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών. Όπως αναφέρεται στην εκτίμηση συνεπειών του νομοσχεδίου, η συμφωνία αποσκοπεί στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη δικαιότερη μεταχείριση των πολιτών, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία των θεσμών υγείας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δημοσιονομικό σκέλος. Σύμφωνα με την ανάλυση του νομοσχεδίου, δεν προβλέπεται άμεση δημοσιονομική επιβάρυνση για την Ελλάδα, καθώς οι δράσεις θα υλοποιούνται με «ίδια μέσα» και υπό την προϋπόθεση διαθεσιμότητας πόρων και προσωπικού. Το κόστος περιορίζεται κυρίως σε διοικητικές διαδικασίες και στη λειτουργία της Μικτής Ομάδας Εργασίας, χωρίς ανάγκη για πρόσθετες κρατικές δαπάνες ή νέες προσλήψεις.
Η συμφωνία Ελλάδας - Τουρκίας στον τομέα της υγείας έχει διπλωματική βαρύτητα, καθώς έρχεται σε μια περίοδο σταδιακής αποκλιμάκωσης και προσπάθειας οικοδόμησης θετικής ατζέντας στις διμερείς σχέσεις. Η συνεργασία στον τομέα της υγείας λειτουργεί ως πεδίο «ήπιας διπλωματίας», όπου η τεχνική προσέγγιση και η κοινή επιδίωξη για προστασία των πολιτών επιτρέπουν πιο ομαλή επικοινωνία, με χαμηλό πολιτικό ρίσκο αλλά υψηλό συμβολισμό.





























