Απευθυνόμενος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τασούλα κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στο Προεδρικό Μέγαρο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε: «Έχω ζητήσει, και στα πλαίσια της χθεσινής συνεδρίασης του ΚΥΣΕΑ, από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων να μεριμνήσουν ώστε να αποσταλούν πλοία του ελληνικού Ναυτικού έξω από τα χωρικά ύδατα της Λιβύης ώστε προληπτικά, και σε συνεργασία πάντα με τις λιβυκές αρχές και με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, να στείλουμε ένα μήνυμα ότι δεν πρόκειται να κάνουν κουμάντο οι διακινητές για το ποιος θα εισέρχεται στη χώρα μας».
Μετανάστευση και ΑΟΖ
Η αποστολή των ελληνικών πολεμικών στη Λιβύη εύλογα γεννάει ερωτήματα και δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται για μια κίνηση επικοινωνιακού χαρακτήρα. Είναι εξαιρετικά αμφίβολα τόσο τα πρακτικά αποτελέσματά της στον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών όσο και το νομικό στάτους της. Τι ακριβώς θα κάνουν τα ελληνικά πολεμικά πλοία με τα πλοιάρια των μεταναστών στα διεθνή χωρικά ύδατα;
Στο μπρίφινγκ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι η αποστολή των ελληνικών πολεμικών πλοίων αφορά τη μεταναστευτική πολιτική και δεν πρέπει να σχετίζεται με το αίτημα των δύο λιβυκών κυβερνήσεων (Τρίπολης και Βεγγάζης) προς την Αθήνα να μη γίνουν έρευνες για υδρογονάνθρακες σε δύο θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κάποιος παρατηρητής να μην κάνει τη συσχέτιση, μιας και αποστολή των πολεμικών σκαφών έρχεται λίγα μόνο εικοσιτετράωρα μετά την απόφαση της «κυβέρνηση της Βεγγάζης» να δηλώσει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να εκχωρήσει άδειες ερευνών στα συγκεκριμένα οικόπεδα, υιοθετώντας για πρώτη φορά επί της ουσίας το τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Η εύλογη εκτίμηση είναι λοιπόν ότι με την αποστολή των πολεμικών πλοίων στα ανοιχτά της Λιβύης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να κάνει μια επίδειξη πυγμής τόσο στις λιβυκές κυβερνήσεις όσο και στο εσωτερικό εκλογικό ακροατήριό της. Τι μπορεί να πετύχει όμως αυτή η επίδειξη πυγμής πέρα από πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη;
Αδιέξοδα και αντιφάσεις
Στην απόφαση του πρωθυπουργού να στείλει τα ελληνικά πολεμικά πλοία στα ανοιχτά της Λιβύης συμπυκνώνονται τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν τα λάθη και οι αδράνειες της εξωτερικής πολιτικής τη κυβέρνησης. Να σημειώσουμε:
• Η εκχώρηση των αδειών έρευνας στη Chevron είχε παρουσιαστεί ως κίνηση διασφάλισης των ελληνικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης. Αυτό όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά άνοιξε νέο μέτωπο στη Μεσόγειο με μια άλλη χώρα εκτός από την Τουρκία.
• Η κυβέρνηση είχε επενδύσει «όλα της της τα λεφτά» στην «κυβέρνηση της Βεγγάζης». Μάλιστα ο ηγέτης της συνταγματάρχης Χαλίφα Χαφτάρ είχε γίνει δεκτός στην Αθήνα ως επικεφαλής κανονικής κυβέρνησης. Η Τουρκία φαίνεται ότι δούλεψε μεθοδικά για να τον προσεταιριστεί και τώρα η «κυβέρνηση της Βεγγάζης» αποδέχεται για πρώτη φορά το τουρκολιβυκό μνημόνιο το οποίο είχε υπογράψει η «κυβέρνηση της Τρίπολης». Πώς μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς τι είδους συμμαχία ήταν αυτή με τον Χαφτάρ και τι ακριβώς έκανε η κυβέρνηση για να αποτρέψει τον προσεταιρισμό του από την Άγκυρα;
• Όταν υπογράφηκε το τουρκολιβυκό μνημόνιο τον Νοέμβριο του 2019 η ελληνική διπλωματία πιάστηκε στον ύπνο. Αυτό βέβαια δείχνει ότι η πραγματική απόδοση του κρατικού μηχανισμού και η διεθνής εικόνα της χώρα απέχουν πολύ από την εικόνα του κατασκευάζει ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυβέρνησης. Βέβαια, οι αποτυχίες είναι μέσα στο πολιτικό παιχνίδι. Αλλά είναι πραγματικά ακατανόητη η απραξία και η απουσία της κυβέρνησης από τη Λιβύη στα χρόνια που ακολούθησαν. Αν τον Νοέμβριο του 2019 υπήρχε το ελαφρυντικό της απειρίας μιας καινούργιας κυβέρνησης, όσα (δεν) ακολούθησαν συνιστούν τον ορισμό της αποτυχίας μιας πολιτικής. Δεν γίνεται να μην κερδίζεις κανένα έρεισμα σε μια χώρα που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ταύτισή της με το Ισραήλ του Νετανιάχου αποτελεί το πασπαρτού για την επίλυση όλων των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής. Από το Σινά όμως έως τον Χαφτάρ, η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη στην αντιμετώπισή της. Οι κινήσεις εντυπωσιασμού δεν μπορούν να κρύψουν τα αδιέξοδα της εξωτερικής πολιτικής Μητσοτάκη.






























