Οι ευρωεκλογές της 12ης Ιουνίου διενεργήθηκαν μόλις 8 μήνες μετά τη θριαμβευτική επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993 (με 46,9%), δηλαδή για πρώτη φορά εντός της λεγομένης μετεκλογικής «περιόδου χάριτος». Εντούτοις, το προηγηθέν εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο σηματοδοτούσε την πολιτική και ηθική δικαίωση του Α. Παπανδρέου μετά την περιπέτεια του Ειδικού Δικαστηρίου και οι συνακόλουθες εξελίξεις που προκάλεσε στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, με την παραίτηση του Κ. Μητσοτάκη από την ηγεσία (και τη διαδοχή του από τον Μ. Έβερτ), έβαζε τέρμα σε έναν σχεδόν δεκαετή κύκλο γενικότερης οξείας πόλωσης, με στοιχεία προσωπικής διαμάχης ανάμεσα στους δύο ηγέτες.
Συνέπεια ήταν η εκδήλωση μιας γενικότερης εκλογικής κόπωσης στο εκλογικό σώμα και της υποχώρησης του έντονου ανταγωνισμού, παράγοντα δηλαδή που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη συνολική εκλογική δυναμική του παραδοσιακού δικομματισμού. Η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παρά τα πρώτα δείγματα παραγωγής του κυβερνητικού έργου, ήταν σχεδόν προφανές ότι τελούσε εν αναμονή της διαδοχής του Α. Παπανδρέου και της διαμόρφωσης της λεγόμενης «μετα-παπανδρεικής» περιόδου, γεγονός που δεν μπορούσε να μεταφραστεί σε μακρά μετεκλογική ευφορία. Από την άλλη πλευρά, η νέα ηγεσία του Μ. Έβερτ φάνηκε εξαρχής να αντιμετωπίζεται με προβληματισμό από στελέχη της ΝΔ, αναδεικνύοντας ευρύτερα εσωκομματικά ρήγματα που σοβούσαν από καιρό και αμφισβητώντας τις δυνατότητες του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επανέλθει σύντομα σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας.
ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ 1994
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν οι ευρωεκλογές, χωρίς κανένα ουσιαστικό διακύβευα, αποτέλεσαν το πεδίο έκφρασης γενικότερων φυγόκεντρων ρευμάτων αδιαφορίας και αποστασιοποίησης ή απορρύθμισης του κομματικού συστήματος, που σε επίπεδο ερευνών κοινής γνώμης είχαν αρχίσει ήδη να καταγράφονται, αλλά χωρίς ακόμα να έχουν ένα συνολικότερο εκλογικό αποτύπωμα, για αυτό και μάλλον είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή υποτιμηθεί από τα μεγάλα κόμματα. Το αποτέλεσμα ήταν μια γενικότερη μεν επαλήθευση των βασικών πολιτικών συσχετισμών, καθώς το ΠΑΣΟΚ επιβεβαίωσε την πλειοψηφία του με 37,6% (και 10 έδρες) έναντι 32,7% (και 9 έδρες) της ΝΔ, με μια σχεδόν αναλογική συρρίκνωση των εκλογικών ποσοστών των δύο μεγάλων κομμάτων (στο 80,5%-83,5% των αντίστοιχων επιδόσεων των βουλευτικών εκλογών του προηγούμενου Οκτωβρίου), η οποία περίπου αντιστοιχούσε στα επίπεδα συσπείρωσης της εκλογικής τους βάσης και ισοδυναμούσε με μια αθροιστική απώλεια 15 μονάδων, φέρνοτας το συνολικό ποσοστό τους στα όρια του 70% (70,3%), σημάδι που θεωρείται ο πρώτος τριγμός στο οικοδόμημα του παραδοσιακού δικομματισμού.
Η τάση αυτή της αποσυμπίεσης του εκλογικού ανταγωνισμού καταρχήν εκ μέρους των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ λειτούργησε πρωτίστως προς όφελος των κομμάτων της Αριστεράς, επουλώνοντας εν μέρει της ιστορική αθροιστική της συρρίκνωσή στο 7,5% των βουλευτικών εκλογών. Το μέν ΚΚΕ έλαβε 6,3% (και 2 έδρες) αυξάνοντας τη δύναμή του σχεδόν κατά 2 μονάδες σε σχέση με το 1993, ενώ ακόμα σημαντικότερη ήταν η ωφέλεια του Συνασπισμού που με 6,2% εξασφάλισε την κοινοβουλευτική επιβίωση (2 έδρες) που του είχε στερήσει προηγουμένως ο αποκλεισμός από το εθνικό κοινοβούλιο (με 2,94%). Κυρίως όμως ωφελημένη από την αναμέτρηση των Ευρωεκλογών αποδείχθηκε η Πολιτική Άνοιξη του Α. Σαμαρά, η οποία με 8,7% (και 2 έδρες), ενισχυμένη δηλαδή κατά 3,5%, επιβεβαίωνε διακριτά πλέον την κατάκτηση της 3ης θέσης που είχε κατακτήσει στις εθνικές εκλογές, με τις νέες εισροές της μάλιστα να προέρχονται και από τα δύο μεγάλα κόμματα, στοιχείο που αποδείκνυε ότι εξακολουθούσε ακόμα να συμβολίζει το πιο «καινούργιο» στοιχείο ενός -εν πολλοίς παρωχημένου κατά τα άλλα- κομματικού ανταγωνισμού.
Ακριβώς το αντίθετο συνέβη με την ΔΗΑΝΑ του Κ. Στεφανόπουλου, η οποία με 2,79% δεν πέτυχε την είσοδο στο ευρωκοινοβούλιο (το όριο του 3% που είχε εφαρμοσθεί για πρώτη φορά στις εκλογές του 1993, είχε πλέον εισαχθεί και στις ευρωεκλογές), γεγονός που ώθησε τον αρχηγό της να ανακοινώσει την οριστική αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική. Απόφαση η οποία όμως θα του άνοιγε τον δρόμο για την ανάρρηση στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας 9 μήνες αργότερα (τον Μάρτιο του 1995). Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι αυτή τη φορά η αδιαφορία του εκλογικού σώματος δεν εκφράστηκε τόσο με τη μείωση της συμμετοχής στις εκλογές (ψήφισαν μόνο 216.000 λιγότεροι ψηφοφόροι σε σύγκριση με τις βουλευτικές της προηγούμενης χρονιάς), όσο με την πρωτοφανή αύξηση (υπερδιπλασιασμό) των λευκών και ακύρων ψηφοδελτίων (συνολικά 271.293), καταλήγοντας έτσι και πάλι σε μια μείωση των εγκύρων κατά 367.720 (5,3%).
ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΕΣ 1994
Όσο για τους 25 πλέον εκλεγέντες Έλληνες ευρωβουλευτές, αξίζει να αναφερθεί η τοποθέτηση του Καθηγητή Δ. Τσάτσου ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του ΠΑΣΟΚ, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη φορά η μοναδική μεταβολή μέσα στην επόμενη 5ετία ήταν η αντικατάσταση του Χρ. Παπουτσή (μετά από 11 χρόνια συνεχούς παρουσίας στο ευρωκοινοβούλιο) το 1995, από τον μετέπειτα υφυπουργό Εξωτερικών Γιάννο Κρανιδιώτη, προκειμένου ο πρώτος να αναλάβει χρέη ευρωπαίου επιτρόπου Ενέργειας για την περίοδο 1995-1999.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
· Π. Καφετζής, «Εκλογές για τι;», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 29.5.1994
· Ηλ. Νικολακόπουλος, «Ευρωεκλογές Αδιφορίας», ΤΑ ΝΕΑ, 5.5.1999
· Ε. Τεπέρογλου, Οι Άλλες «Εθνικές» Εκλογές: Η Ιστορία των Ευρωεκλογών στην Ελλάδα 1981-2004, Αθήνα: Παπαζήσης, 2016






























