Με σοβαρό προβληματισμό και με κορυφαία στελέχη του χώρου συνεχίζεται από το Dnews η συζήτηση για την επόμενη μέρα των ευρωεκλογών και το μέλλον της προοδευτικής παράταξης.
«Είναι βέβαιο ότι οι εκλογές θα διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο και είναι ευθύνη αυτών των δυνάμεων αμέσως μετά να πάρουν κάθε δυνατή πρωτοβουλία για την ανασύσταση της μεγάλης και πλειοψηφικής κεντροαριστεράς. Στο ΠΑΣΟΚ πέφτει το πιο σημαντικό μερίδιο της ευθύνης και καθ΄ ομολογία του Προέδρου του είναι έτοιμο να την αναλάβει», σημειώνει χαρακτηριστικά (ΕΔΩ) ο Κώστας Σκανδαλίδης, ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και κορυφαίος υπουργός. Ο Κώστας Σκανδαλίδης. μάλιστα, δείχνει να «τα λέει στην πεθερά για να τα ακούει η νύφη» καθώς οι τοποθετήσεις του για την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά αφορούν άμεσα την ελληνική! Με κριτική στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (λέγεται, άλλωστε πως ήταν λογογράφος της κομβικής ομιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή κατά τη σχετική συζήτηση) δεν διστάζει να παραδεχθεί ότι η κεντροαριστερά στην Ευρώπη τρέχει πίσω από τα γεγονότα, ενώ επισημαίνει: «Δεν έχουν δικαίωμα οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης να συνεχίσουν να υποβαθμίζουν ή να αγνοούν την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της νεοΔΕξιάς».
«Θεωρώ ότι υπάρχει κοινωνικό αίτημα του προοδευτικού κόσμου για μια μεγάλη σύγχρονη Κεντροαριστερά. Για αυτό οφείλουμε να κινηθούμε πλειοψηφικά χωρίς ηγεμονισμούς και χωρίς αποκλεισμούς. Αντιπαραθετικά στη ΝΔ και στη συντήρηση. Καμία προσωπική ή συλλογική ανασφάλεια δεν χωρά γιατί η ευθύνη όλων μας απέναντι στην κοινωνία είναι τεράστια», διαμηνύει με ένα σημαντικό άρθρο (ΕΔΩ) ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος. «Το ερώτημα από τα πάνω ή από τα κάτω για να οδηγηθούμε σε μια ισχυρή προοδευτική παράταξη είναι ένα τεχνητό δίλημμα. Η απάντηση είναι και από τα πάνω και από τα κάτω. Η κοινωνία θα δείξει τον δρόμο σε λιγότερο μάλιστα από τρεις βδομάδες στις ευρωεκλογές και στη συνέχεια από τα πάνω οφείλουν να ληφθούν όλες οι αναγκαίες πρωτοβουλίες χωρίς ηγεμονισμούς και αποκλεισμούς. Οι πρωτοβουλίες των από πάνω και η στήριξη της κοινωνίας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια μεγάλη προοδευτική παράταξη» διαμηνύει, ενώ ξεκαθαρίζει: «Όσον αφορά για το ποιοι θα συμμετέχουν, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία τα έχει αυτά ήδη απαντήσει με το ίδιο το καταστατικό του που αναφέρεται σε «συνάντηση με σοσιαλιστικές, οικολογικές και προοδευτικές δυνάμεις που στήριξαν τον αγώνα ενάντια στη λιτότητα και στον αυταρχισμό, συμμετείχαν στους δημοκρατικούς αγώνες κατά της ακροδεξιάς και των νεοναζιστικών μορφωμάτων, και υπεράσπισαν την ανάγκη υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών». Η μεγάλη σύγχρονη κεντροαριστερά εκτείνεται από την Αριστερά έως το Προοδευτικό Κέντρο. Συνεπώς λογικό είναι να μην χωρούν οι δυνάμεις της Δεξιάς καθώς και όσοι, όπως για παράδειγμα η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, μιλάνε με όρους εθνικολαϊκισμού για τη Συμφωνία των Πρεσπών λέγοντας πριν λίγες μέρες μάλιστα «ότι υπαγορεύτηκε από τον Τραμπ».
«Η περιορισμένη δημοσκοπική άνοδος του ΠΑΣΟΚ, παραδείγματος χάριν, τείνει συχνά να αποδοθεί στις επικοινωνιακές αδυναμίες του Νίκου Ανδρουλάκη. Υποτιμάται το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ κουβαλάει στις πλάτες μία βαριά ιστορική κληρονομιά, που είναι αυτή που το καθηλώνει. Τι θα ήταν ένας άλλος πρόεδρος, με λίγο-πολύ τις ίδιες θέσεις; Πιο ψηλός, πιο κοντός με γαλάζια μάτια; ‘Η θα κυλιόταν στο δρόμο με ένα σκυλάκι, για να προσελκύσει τις κάμερες και να βγει στο tik-tok;», αναφέρει χαρακτηριστικά (ΕΔΩ) ο Στέλιος Κούλογλου, υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Νέα Αριστερά, ενώ ανάλογες είναι οι παρατηρήσεις του και για τον ΣΥΡΙΖΑ. «Διεθνώς, όπως και για Σοσιαλιστικά κόμματα, έτσι και για αυτά της ριζοσπαστικής Αριστεράς η πορεία των τελευταίων χρόνων είναι καθοδική και συχνά καταστροφική. Στη «συγγενική» Πορτογαλία το 2015, τα κόμματα της Αριστεράς (Bloco και ΚΚ) συγκέντρωναν από κοινού κοντά στο 20%. Εννέα μόλις χρόνια μετά, στις εκλογές του 2024 έπεσαν στο 7,5%. Από το ΚΚ που κατέρρευσε, σημειώθηκαν απευθείας μετακινήσεις ψηφοφόρων στην ακροδεξιά, η οποία εκτινάχθηκε από το 7% στο 18% και κέρδισε την πρώτη θέση στον φτωχό, πορτογαλικό νότο. Αυτό αναδεικνύει και το πραγματικό πρόβλημα της σημερινής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, με εξαίρεση της φτωχότερης Λατινικής Αμερικής: έχει μετατραπεί σε αυτό που ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί αποκαλεί « βραχμανική αριστερά». Πρόκειται για κόμματα «ευγενών», που εκφράζουν περισσότερο τα «λευκά κολάρα», τους υπαλλήλους και τα μεσαία στρώματα των πόλεων, τις μειονότητες και κομμάτια της νεολαίας, αλλά όχι τα «μπλε κολάρα» των ασθενέστερων στρωμάτων», υπογραμμίζει ο Στέλιος Κούλογλου.
Με μια εξόχως ιδεολογική τοποθέτηση (ΕΔΩ) ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, κορυφαίο στέλεχος της Νέας Αριστεράς και πρώην υπουργός τάσσεται εξ αρχής υπέρ της ανασύνθεσης και ανασύνταξης του χώρου, ενώ δεν διστάζει να επισημάνει πως ο τίτλος του ερωτήματός μας «quo vadis κεντροαριστερά;», αναγγέλλει ήδη μια πολιτική μετατόπιση σε σχέση με μερικά χρόνια πριν όταν αυτό που όλοι συζητούσαν στη χώρα ήταν η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς.«Από την Πορτογαλία μέχρι τη Γαλλία, και από τη Γερμανία μέχρι τα σκανδιναβικά κράτη και από την Ελλάδα και την Ιταλία μέχρι τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης η αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία βρίσκονται σε βαθιά, βαθύτατη στρατηγική κρίση. Και ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας να προβληθεί τα προηγούμενα χρόνια ένας ευθέως αντιπαραθετικός με το νεοφιλελευθερισμό δρόμος για τη διαχείριση και την υπέρβαση της χρηματοπιστωτικής κρίσης», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, ενώ καταλήγει: «Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι η λύση στην δύσκολη εξίσωση της πολιτικής κρίσης είναι η περιχαράκωση. Κάθε άλλο. Απαιτούνται μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση και την ανασύνταξη του χώρου. Αλλά οι πρωτοβουλίες αυτές πρέπει να έχουν σαφές πρόσημο: να βάζουν τον κόσμο της εργασίας στο επίκεντρο με στόχο την αναδιανομή πλούτου και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής του δύναμης, να υπερασπίζονται το κοινωνικό κράτος χωρίς ναι μεν άλλα, να θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της ειρήνης χωρίς συμψηφισμούς και φυσικά να ανοίξουν επιτέλους το μεγάλο, το μέγιστο ζήτημα της πειθαρχικής εξουσίας των χρηματογορών στην Ευρώπη ώστε να ιχνογραφηθεί μια εναλλακτική στρατηγική που θα αμφισβητεί στον πυρήνα του το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Και είναι σε αυτή την προοπτική που η Νέα Αριστερά φιλοδοξεί να παίξει ρόλο καταλύτη τα επόμενα χρόνια».



























