Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι η κορύφωση μιας ιστορικής αντιπαλότητας που κρατά αιώνες: Ευρώπη και Ρωσία σε μόνιμη σύγκρουση, με την Ουκρανία ως πεδίο αναμέτρησης. Από την εποχή της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, μέχρι τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ουκρανία υπήρξε «ενδιάμεσος χώρος» (buffer zone), και γι’ αυτό ακριβώς πληρώνει σήμερα το μεγαλύτερο τίμημα.
Η Ρωσία του Πούτιν, με τον αυταρχισμό και τον αναθεωρητισμό της, επιδιώκει να ξαναχτίσει σφαίρες επιρροής. Αλλά το ΝΑΤΟ, ήδη από το 1999, επέλεξε μια αδιάκοπη επέκταση, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις του: Πολωνία, Βαλτικές χώρες, Ρουμανία, Βουλγαρία, πρόσφατα Σουηδία και Φινλανδία. Όπως είχε προβλέψει ο Τζορτζ Κένναν ήδη από το 1997, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ θα αποτελούσε «το πιο μοιραίο λάθος της αμερικανικής πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο»[1]. Ακόμη και ο Χένρι Κίσινγκερ είχε επισημάνει ότι «η Ουκρανία πρέπει να είναι γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και όχι προκεχωρημένο φυλάκιο»[2]. Η Μόσχα το θεωρεί υπαρξιακή απειλή, και η Δύση το γνώριζε πολύ καλά.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αντί να προωθήσουν μια στρατηγική ειρηνικής συμβίωσης, έγιναν φερέφωνα της Ουάσινγκτον. Η Γερμανία, η Γαλλία, ακόμη και η Ιταλία, δεν μπόρεσαν να χαράξουν ανεξάρτητη γραμμή. Οι «κυρώσεις» κατά της Ρωσίας τελικά πλήττουν περισσότερο τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς λαούς: ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, αποδυνάμωση βιομηχανίας. Πρόκειται για στρατηγικό αυτογκόλ, που ενισχύει μόνο τις ΗΠΑ και τους ενεργειακούς τους κολοσσούς.
Ο Ζελένσκι, που αναδείχθηκε με ατζέντα ειρήνης, μετατράπηκε σε πολεμικό ηγέτη-σύμβολο. Με την αμέριστη στήριξη των δυτικών ΜΜΕ, παρουσιάζεται ως «υπερασπιστής της δημοκρατίας», ενώ στην πράξη είναι εγκλωβισμένος στη στρατηγική του ΝΑΤΟ: παράταση του πολέμου μέχρι τελικής πτώσεως. Η εικόνα του έχει γίνει εργαλείο προπαγάνδας. Ο ίδιος ίσως πιστεύει στον αγώνα του, αλλά αντικειμενικά λειτουργεί ως πιόνι μιας σύγκρουσης που ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορα της χώρας του.
Το ΝΑΤΟ, παρά την αρχική του αποστολή ως αμυντική συμμαχία, λειτουργεί πλέον ως εργαλείο επέκτασης ισχύος. Η ύπαρξή του εξαρτάται από την αναπαραγωγή απειλών. Χωρίς Ρωσία-εχθρό, το ΝΑΤΟ χάνει το νόημά του. Γι’ αυτό και η ουκρανική κρίση το «αναγέννησε»[3].
Η Ελλάδα, τέλος, είναι τραγικά απούσα. Ενώ θα μπορούσε –λόγω ιστορίας, γεωπολιτικής θέσης και παραδοσιακών σχέσεων με τη Ρωσία– να αναλάβει πρωτοβουλίες διαλόγου, περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου. Στέλνει όπλα, ακολουθεί πιστά τις αμερικανικές επιλογές, χωρίς να αρθρώνει ούτε έναν λόγο υπέρ της ειρήνης. Η ελληνική διπλωματία μοιάζει να έχει ξεχάσει ότι ο ρόλος του μεσολαβητή είναι ανώτερος από τον ρόλο του ουραγού.
Αν αφήσω στην άκρη τις συναισθηματικές και πολιτικές μου φορτίσεις, και δω το θέμα ψύχραιμα και αντικειμενικά, ως οφείλω, η δική μου εκτίμηση είναι έτσι:
1. Η Ρωσία φέρει σοβαρή ευθύνη. Η εισβολή σε ανεξάρτητο κράτος είναι κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ο Πούτιν βλέπει την Ουκρανία όχι ως ισότιμο έθνος αλλά ως «χαμένο κομμάτι» της Ρωσίας, κάτι που είναι αναθεωρητικό και επικίνδυνο.
2. Η Δύση όμως προκάλεσε τη Ρωσία. Η αδιάκοπη διεύρυνση του ΝΑΤΟ μετά το 1991, η αγνόηση των ρωσικών ανησυχιών ασφαλείας, η παρέμβαση στα εσωτερικά της Ουκρανίας (ιδίως μετά το Μαϊντάν το 2014), δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση. Ακόμη και κορυφαίοι Αμερικανοί διπλωμάτες είχαν προειδοποιήσει ότι αυτό οδηγεί σε κρίση.
3. Η Ευρώπη στάθηκε κατώτερη. Δεν ανέπτυξε ποτέ δική της αυτόνομη στρατηγική. Θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Ρωσία και ΗΠΑ, αλλά επέλεξε να ταυτιστεί με την Ουάσινγκτον και να μετατραπεί σε ενεργειακά εξαρτημένο περιφερειακό παίχτη.
4. Ο Ζελένσκι είναι ταυτόχρονα θύμα και εργαλείο. Από τη μια δηλώνει ότι υπερασπίζεται την πατρίδα του. Από την άλλη, στηρίζεται οικονομικά και στρατιωτικά από τη Δύση και είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί ως πιόνι της τη δική της στρατηγική, η οποία δεν έχει στόχο τη γρήγορη ειρήνη αλλά την αποδυνάμωση της Ρωσίας.
5. Η Ελλάδα ανύπαρκτη. Θα μπορούσε –λόγω γεωπολιτικής θέσης και ιστορικών δεσμών, να προωθεί λύσεις διαλόγου. Αντί γι’ αυτό, απλώς στοιχίζεται πίσω από τις αμερικανικές επιλογές, χωρίς εθνική στρατηγική.
6. Η λύση δεν θα είναι στρατιωτική. Όσο κι αν μιλάμε για «νίκη» ή «ήττα», στο τέλος θα υπάρξει κάποια μορφή διαπραγμάτευσης. Η Ουκρανία δεν θα μπει ποτέ στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία δεν θα αποχωρήσει από όλα τα κατεχόμενα, και ο πόλεμος θα τελειώσει μόνο με έναν συμβιβασμό που θα αφήσει όλους δυσαρεστημένους αλλά θα φέρει ειρήνη.
Άρα, αντικειμενικά, δεν υπάρχει «καλός» και «κακός» με την απλοϊκή έννοια. Υπάρχει μια Ρωσία που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, μια Δύση που εδώ και δεκαετίες τορπιλίζει τη σταθερότητα, μια Ευρώπη ανίκανη να σταθεί στα πόδια της, και ένας ουκρανικός λαός που πληρώνει το τίμημα.
Ποια θα μπορούσε να είναι η μόνη βιώσιμη λύση; Ουδετερότητα της Ουκρανίας, εγγυήσεις ασφαλείας για Ρωσία και Ευρώπη, αποκλιμάκωση εξοπλισμών. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι οι συγκρούσεις δεν τελειώνουν με απόλυτες νίκες, αλλά με συμβιβασμούς. Όσο οι ισχυροί αρνούνται να το αναγνωρίσουν, τόσο οι λαοί θα συνεχίσουν να πληρώνουν.
Η ουκρανική τραγωδία δεν είναι πια εθνικό ζήτημα. Είναι παγκόσμιο. Και η μεγαλύτερη ευθύνη βαραίνει εκείνους που, στο όνομα δήθεν της «δημοκρατίας» και της «ασφάλειας», συντηρούν έναν πόλεμο που θα μπορούσε να είχε τελειώσει χθες.
Αναφορές
[1] George F. Kennan, «A Fateful Error», The New York Times, 5 Μαρτίου 1997.
[2] Henry Kissinger, «How the Ukraine Crisis Ends», The Washington Post, 5 Μαρτίου 2014.
[3] Richard Sakwa, Frontline Ukraine: Crisis in the Borderlands, I.B. Tauris, 2015.
Ο Νίκος Μαρκάτος είναι Ομοτ.Καθηγητή ΕΜΠ, π.Πρύτανη, Γ.Γ. Ευρωπαικού Συνδέσμου Ομότιμων Καθηγητών.



























