Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει για υπερπλεονάσματα 11 δισ. ευρώ,ενώ η κοινωνία μετρά άδεια πορτοφόλια και διαλυμένες ζωές.
Στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, η Κυβέρνηση παρουσιάζει ως «εθνική επιτυχία» ένα πρωτογενές πλεόνασμα 11,4 δισ. ευρώ, δηλαδή 4,8% του ΑΕΠ. Μόνο που πίσω από τα νούμερα των ανακοινώσεων, η πραγματική οικονομία ασφυκτιά. Οι πολίτες βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται, οι μικρομεσαίοι να πνίγονται από φόρους και δάνεια, και οι νέοι να φεύγουν στο εξωτερικό.
Η Κυβέρνηση μπορεί να πανηγυρίζει, αλλά το πλεόνασμα δεν μειώνει το χρέος ,ούτε λύνει τα προβλήματα. Αντίθετα, αποτελεί προϊόν μιας πολιτικής υπερφορολόγησης και περικοπών, που στραγγαλίζει την ανάπτυξη και επιβαρύνει τη μεσαία τάξη.
Από την κριτική στα «υπερπλεονάσματα»... στον σχεδιασμό για μεγαλύτερα
Η ειρωνεία είναι πως ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το 2015 στη ΔΕΘ, κατηγορούσε τον Αλέξη Τσίπρα ότι «στραγγαλίζει την οικονομία» με υψηλά πλεονάσματα. Το ίδιο επανέλαβε και το 2019,υποστηρίζοντας πως τα χαμηλότερα πλεονάσματα θα έφερναν λιγότερους φόρους και βιώσιμη ανάπτυξη.
Σήμερα, με υπερπλεόνασμα 4,8%,μεγαλύτερο από εκείνο που τότε θεωρούσε καταστροφικό, πανηγυρίζει σαν να πρόκειται για θρίαμβο. Το 2018 καταδίκαζε τον ΣΥΡΙΖΑ για πλεόνασμα 4,3% (Τρόικα, μνημόνια, δανειστές).Το 2024 επαίρεται για 4,8%.Η μόνη διαφορά; Τώρα κυβερνά ο ίδιος. Αυτή η πολιτική μεταστροφή δεν είναι αλλαγή στάσης είναι υποκρισία με υπογραφή Μητσοτάκη.
Πίσω από το «success story» της Κυβέρνησης κρύβεται μια σκληρή αλήθεια ότι το πλεόνασμα χτίζεται πάνω στη φτώχεια.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Μόλις1.499 φυσικά πρόσωπα εισέπραξαν 3,8 δισ. ευρώ από μερίσματα. Ο φόρος που πλήρωσαν; Μόλις 190 εκατομμύρια ευρώ. Πώς γίνεται αυτό; Με τον συντελεστή αυτοτελούς φορολόγησης στο 5%, έναν από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε.
Ήταν προσωπική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη.Το 2019, λίγους μήνες μετά την εκλογή του, μείωσε τη φορολογία στα μερίσματα από 10% σε 5%. Παράλληλα,μείωσε τον φόρο στα εταιρικά κέρδη από 28% σε 22%.
Το αποτέλεσμα; Οι λίγοι κερδίζουν δισεκατομμύρια, ενώ οι πολλοί πληρώνουν τον λογαριασμό. Η φορολογική δικαιοσύνη έγινε σύνθημα, όχι πολιτική.
Μέσα σε αυτήν την εικόνα, το κράτος συνεχίζει να ξεπουλά τη δημόσια περιουσία. Η πώληση της Αττικής Οδού για 3,27 δισ. ευρώ παρουσιάστηκε ως «εθνική επιτυχία». Κι όμως, πρόκειται για μια ακόμα παραχώρηση κερδοφόρου περιουσίας, που θα στερήσει σταθερά έσοδα από το Δημόσιο και θα τα μετατρέψει σε ιδιωτικά κέρδη.
Το ίδιο συμβαίνει παντού, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα, όλα περνούν σε ιδιωτικά χέρια με το πρόσχημα της ανάπτυξης. Μόνο που αυτή η ανάπτυξη δεν αφορά τους πολίτες. Αφορά τους μετόχους.
Η χώρα μας έχει πλεονάσματα στα χαρτιά και ελλείμματα στην πραγματική ζωή Έχει ανάπτυξη που δεν αγγίζει τους πολλούς και «επενδύσεις» που δεν παράγουν κοινωνικό όφελος.
Το δημόσιο χρέος παραμένει τεράστιο και η χώρα παραμένει δεμένη μέχρι το 2070.Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι αρνητικό, η παραγωγή υποχωρεί, και οι εξαγωγές δεν μπορούν να καλύψουν τις εισαγωγές.
Ο Πρωθυπουργός συγκρίνει τη χώρα με τη Γαλλία, ξεχνώντας ότι η Γαλλία έχει ισχυρή βιομηχανική βάση και πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο. Η Ελλάδα έχει μόνο πλεόνασμα στη φτώχεια.
Αντί για θριαμβολογίες, η χώρα χρειάζεται ρεαλισμό και κοινωνική ευθύνη:
-μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1–1,5% του ΑΕΠ, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για κοινωνική πολιτική.
-μείωση φόρων και εισφορών για τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους, όχι για τους μεγαλομετόχους.
-εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα δημιουργεί πλούτο και θα τον μοιράζει δίκαια.
Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι δείκτης προόδου όταν βγαίνει από τη φτώχεια των πολλών. Είναι απόδειξη μιας πολιτικής που στραγγαλίζει την πραγματική οικονομία για να παράγει λογιστικές επιτυχίες.Και η κυβέρνηση το γνωρίζει. Δεν την ενδιαφέρει η παραγωγή πλούτου, αλλά η βιτρίνα.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται πλεονάσματα για να χαίρονται οι αριθμοί. Χρειάζεται πολιτικές για να μπορούν οι άνθρωποι να ζουν με αξιοπρέπεια.
(Η Ιωάννα Λιούτα είναι Πολιτική και Οικονομική Αναλύτρια)





























