Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εκρηκτική στεγαστική κρίση,την χειρότερη από την μεταπολίτευση:
Η μέση στεγαστική επιβάρυνση φτάνει το 35,2% του εισοδήματος, σχεδόν διπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (19,7%).
Το «ποσοστό υπερφόρτωσης» αγγίζει σχεδόν 1 στους 3 κατοίκους αστικών περιοχών και 1 στους 4 στην ύπαιθρο.
Το 47,3% των νοικοκυριών καθυστερεί πληρωμές σε ενοίκια, λογαριασμούς και δάνεια το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, με τεράστια διαφορά από τη δεύτερη χώρα (Βουλγαρία: 18,8%).
Η ιδιοκατοίκηση μειώθηκε δραματικά (από 84,6% το 2005 σε 69,6% το 2023), ενώ τα ενοίκια εκτινάσσονται με ρυθμό +10,8% ετησίως (Απρίλιος 2025).
Και όμως, ο Έλληνας Πρωθυπουργός δήλωσε στη ΔΕΘ ότι «η αύξηση των ενοικίων σημαίνει ανάπτυξη και αύξηση εισοδήματος στους ιδιοκτήτες». Πρόκειται για μια αντίληψη που αντιμετωπίζει τη στέγη αποκλειστικά ως μέσο επενδυτικής κερδοφορίας και όχι ως κοινωνικό δικαίωμα.
Η στεγαστική πολιτική δεν είναι μονοδιάστατη ούτε αναπόφευκτη. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που αντιμετώπισαν αντίστοιχες πιέσεις στην αγορά κατοικίας, υιοθέτησαν συγκεκριμένα μέτρα για να προστατεύσουν τους ενοικιαστές.
Η Βιέννη ως διεθνές πρότυπο
Η αυστριακή πρωτεύουσα θεωρείται διεθνώς πρότυπο κοινωνικής κατοικίας
Ένα εκτεταμένο δίκτυο δημοτικών κατοικιών, που καλύπτει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, εξασφαλίζοντας χαμηλά ενοίκια και κοινωνική μίξη .
Σε παλαιά κτίρια ισχύουν ανώτατα όρια ενοικίων, προστατεύοντας τους ενοικιαστές από ανεξέλεγκτες αυξήσεις.
Από το 2025 παγώνουν οι αυξήσεις σε πολλές ρυθμιζόμενες μισθώσεις, ενώ σε μη ρυθμιζόμενες μισθώσεις οι αυξήσεις περιορίζονται στο 50% του πληθωρισμού (όταν αυτός ξεπερνά το 3%).
Με αυτόν τον τρόπο, η Αυστρία δεν αφήνει την αγορά να λειτουργεί ανεξέλεγκτα αλλά θέτει σαφείς μηχανισμούς κοινωνικής εξισορρόπησης.
Ολλανδία
Η Ολλανδία έχει αναπτύξει ένα σύνθετο σύστημα ρύθμισης των ενοικίων, που ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια.
Το σύστημα WWS (Woningwaarderingsstelsel) όπου κάθε κατοικία «βαθμολογείται» με βάση μέγεθος, ποιότητα και ενεργειακή απόδοση, ώστε να καθορίζεται ανώτατο όριο ενοικίου.
Δεν αφορά μόνο τις χαμηλού κόστους κατοικίες αλλά και τα μεσαία ακίνητα.
Έχει θέσει ετήσιο πλαφόν. Από το 2024, τα ρυθμιζόμενα ενοίκια δεν μπορούν να αυξηθούν πάνω από 5,8%, ενώ στον ιδιωτικό τομέα το όριο είναι 5,5%.
Καταργήθηκαν τα βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, επιβάλλοντας μισθώσεις αορίστου χρόνου, ώστε οι ενοικιαστές να προστατεύονται από συχνές μεταβολές.
Η Ολλανδία επιχειρεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της εκτόξευσης των τιμών όχι μόνο με ελέγχους αλλά και με θεσμική προστασία των ενοικιαστών.
Η Ελλάδα στον αντίποδα
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική πολιτική ξεχωρίζει αρνητικά με:
-καμία πολιτική κοινωνικής κατοικίας σε κλίμακα που να καλύπτει τις ανάγκες.
-απουσία πλαφόν στις αυξήσεις ενοικίων, ακόμη και σε περιόδους εκρηκτικού πληθωρισμού.
-προνομιακή μεταχείριση της βραχυχρόνιας μίσθωσης και των επενδυτικών funds, που απορροφούν ολόκληρα τμήματα της αγοράς.
-ανοχή σε κερδοσκοπικές πρακτικές που εκτοπίζουν τους νέους και τα χαμηλά εισοδήματα από την πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγη.
Η δήλωση του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ δεν ήταν απλώς μια «ατυχή φράση». Αποτυπώνει με ακρίβεια τη φιλοσοφία της κυβέρνησης,η στέγη είναι εμπόρευμα, όχι κοινωνικό αγαθό.
Οι περιπτώσεις της Αυστρίας και της Ολλανδίας δείχνουν ότι υπάρχουν εναλλακτικές με ρυθμιστικούς μηχανισμούς που εξισορροπούν την αγορά,με προγράμματα κοινωνικής κατοικίας που απορροφούν τις πιέσεις και με νομοθετικές ρυθμίσεις που ενισχύουν την ασφάλεια των ενοικιαστών.
Η επιλογή της ελληνικής Κυβέρνησης να μην υιοθετεί καμία από αυτές τις πρακτικές δεν είναι τυχαία. Είναι πολιτική επιλογή η προστασία των κερδών λίγων εις βάρος των αναγκών των πολλών.
Και όσο η στέγη παραμένει χωρίς προστασία, η κοινωνία θα συνεχίζει να πληρώνει το τίμημα με φτώχεια, αποκλεισμό και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής.
(Η Ιωάννα Λιούτα είναι Πολιτική και Οικονομική Αναλύτρια)





























