Ενόψει της ανακοίνωσης στην 89η ΔΕΘ των κυβερνητικών μέτρων που επί μήνες σχεδιάζονται, δύο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν εκ προοιμίου, με ασφάλεια.
Μία, ότι τα μέτρα δεν συνιστούν διανομή καρπών μιας επιτυχούς οικονομικής πολιτικής αλλά είναι απότοκα άγχους για τη διατήρηση της εξουσίας.
Μέσα στην 6ετία μοιράστηκαν με χαλαρά κριτήρια απίστευτα λεφτά (περίπου 60 δισ. ευρώ) με αφορμή πανδημία και ενεργειακή κρίση και εισέρρεαν πρωτοφανούς ύψους ευρωπαϊκοί πόροι από το ΤΑΑ, το ΕΣΠΑ και τη νέα ΚΑΠ, αλλά οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης έμειναν μόλις μερικά δέκατα της μονάδας πάνω από εκείνους άλλων ευρωπαϊκών χωρών και -όπως όλοι προβλέπουν- θα πέσουν χαμηλά, στην περιοχή του 1%, μετά το 2026, με τη λήξη του ΤΑΑ. Το πιο αποθαρρυντικό: Οι επενδύσεις υστερούν από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, με άλλα λόγια η διαφορά παραγωγικού δυναμικού μεγαλώνει σε βάρος της Ελλάδας, και παραμένουμε ουραγοί στην παραγωγικότητα. Αυτά είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής.
Δεύτερη εκτίμηση: Τα μέτρα που εξετάζονται ωχριούν μπροστά στις συνέπειες της διεύρυνσης των ανισοτήτων που ‘χει μεσολαβήσει.
Πόροι και ευκαιρίες σπαταλήθηκαν, ιδέες και συνθήματα για μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη, ξέμειναν ως άψυχη διακόσμηση. Και παρά τα άπειρα λεφτά που κυκλοφορούν, έγινε μια πρωτοφανής αναδιανομή σε βάρος της εργασίας, με την καθήλωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό κερδών και το πιο άδικο και αντιαναπτυξιακό φορολογικό σύστημα της Ευρώπης. Ενδεικτικά: Ενώ στο ΑΕΠ το 2019 τα εισοδήματα από κέρδη ήταν μεγαλύτερα από αυτά της εργασίας κατά 21,3 δισ. ευρώ, το 2024 ήταν μεγαλύτερα κατά 36,1 δισ. ευρώ, δηλαδή η διαφορά μεγάλωσε κατά 69,5%. Οι παροχές που σχεδιάζονται είναι για να διασκεδαστεί αυτή η κατάσταση, ώστε να συνεχιστεί η ίδια πολιτική.
Αν, τελικά, θα αντιστραφεί η πτωτική δημοσκοπική τάση της ΝΔ, εξαρτάται και από τα μέτρα αλλ’ όχι μόνο, ίσως ούτε κύρια, από αυτά. Ακόμα και τα πιο γενναιόδωρα, δεν βελτιώνουν την εικόνα μιας κυβέρνησης αν έχει τρωθεί η εμπιστοσύνη σε αυτήν, στις διαχειριστικές ικανότητές της, στην ειλικρίνεια και στην αξιοπιστία της –όπως, άλλωστε, έχει αποδειχθεί στο παρελθόν.
Μένει να φανεί αν η κυβέρνηση έχει διαβεί το tipping point, το σημείο από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή, αν οι μακροσκοπικές τάσεις της κοινής γνώμης, που σε ποσοστά της τάξης του 80% καταδικάζει την ασκούμενη πολιτική στην οικονομία, στο κράτος δικαίου, στη διαφθορά, είναι μη αναστρέψιμες, ή αν θα πετύχει με τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ να αναστρέψει αυτές τις τάσεις, να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό και να σημειώσει μια μεγάλη νίκη. Δεν είναι το πιθανότερο.
Αφενός γιατί η έλλειψη προοπτικής, η δυσκολία να φανταστεί κανείς μια καλή ζωή για τις νέες γενιές στην Ελλάδα όπως βαδίζει σήμερα, είτε πρόκειται για τη θέση της στον κόσμο και στην ευρύτερη περιοχή μας, είτε πρόκειται για το μοντέλο της οικονομίας της είτε για την ποιότητα του κοινωνικού κράτους, είναι βασανιστικά για μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Κι όσο κι αν μας χαρακτηρίζει ο βραχυπροθεσμισμός, με το «δος ημίν σήμερον!» δεν καλύπτεται το κενό προοπτικής.
Αφετέρου γιατί, όσο κι αν ρέπουμε στην ατιμωρησία, δεν υπάρχουν άπειρα περιθώρια για λάθη και ζημιές δίχως συνέπειες σ’ αυτή τη χώρα. Η 6ετία σημαδεύτηκε από το σκάνδαλο των υποκλοπών, την αδιαφορία που άνοιξε χώρο στην τραγωδία των Τεμπών, το οξύτατο στεγαστικό και την ακρίβεια, τη διαφθορά που ποτέ δεν είχε πάρει τέτοια έκταση –το ίδιο το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν διάχυτη αίσθηση διαφθοράς. Δεν αρκούν κάποιες φοροελαφρύνσεις για να μηδενιστεί το κοντέρ.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» της Κυριακής)




























