Σε αντίθεση με την κυρίαρχη αντίληψη στην Ευρώπη ότι η «οικονομία πολέμου» μπορεί να οδηγήσει σε γενικότερη ανάπτυξη, τα στοιχεία αμερικανικών πηγών αλλά και η προσπάθεια του τωρινού προέδρου των ΗΠΑ για μείωση των στρατιωτικών δαπανών, δείχνουν ότι η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας δεν φέρνει συνολική ανάπτυξη και δεν προσθέτει εργατικό δυναμικό, συγκριτικά με άλλες επενδύσεις. Οδηγεί αντίθετα σε αύξηση της πολιτικής δύναμης των κατασκευαστών πολεμικού υλικού, σε μείωση των δαπανών για την υγεία, παιδεία, τις υποδομές και το περιβάλλον και φυσικά σε αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο Watson του αμερικανικού Brown University, η μείωση των δαπανών για κατασκευή στρατιωτικού εξοπλισμού θα προκαλούσε περισσότερες θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα με το ίδιο κόστος, η «καθαρή ενέργεια» θα δημιουργούσε δέκα φορές περισσότερες θέσεις εργασίας. Οι επενδύσεις στην Υγεία, δυο φορές περισσότερες θέσεις. Το ίδιο για την Παιδεία, τρείς φορές παραπάνω θέσεις. Κάτι αντίστοιχο στην ενίσχυση των υποδομών.
Από τα στοιχεία φαίνεται ότι οι πόλεμοι «κατά της τρομοκρατίας» στο Αφγανιστάν και Ιράκ κόστισαν οκτώ (8) τρις δολάρια. Ήδη πάνω από το ένα (1) τρις πληρώνεται για τόκους και μέχρι το 2050 θα φτάσει τα 6,5 τρις.
Στον προϋπολογισμό του 2022 που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι δαπάνες για άμυνα και ασφάλεια έφτασαν το ένα (1) τρις, 776 δις για την άμυνα, 112 δις για τους βετεράνους (περίθαλψη τραυματιών, συντάξεις), 79 δις για την εσωτερική ασφάλεια, 36 δις για λοιπές κρατικές δαπάνες.
Από τα παραπάνω 400 δις ξοδεύτηκαν για εξοπλισμούς. Το μεγαλύτερο μέρος (30%) πήγε στους «μεγάλους πέντε», Lockheed Martin ($39 δις), Boeing ($23 δις), Raytheon ($20,6 δις), General Dynamics ($16,6 δις), Northrop Grumman ($14,7 δις). Ένα μέρος των χρημάτων «επέστρεψε» σε αυτούς που πήραν τις αποφάσεις με τη μορφή lobbying. Η Raytheon έδωσε για υπηρεσίες lobbying 15 εκατομ., η Lockheed Martin 14 εκατομ., η Boeing 13,5 εκατομ., η General Dynamics 11 εκατομ. και η Northrop Grumman 10,7 εκατομ.
Υπολογίζεται ότι το 10% των συμβολαίων πηγαίνει σε πριμοδοτήσεις.
Μετά την έναρξη του ουκρανικού το συνολικό ποσό των αμερικανικών δαπανών για άμυνα και ασφάλεια εκτοξεύθηκε στο 1,14 τρις, με 858 δις για την άμυνα ενώ το 2024 ανέβηκε κατά 5,7% στο 997 δις μόνο για την άμυνα που αντιστοιχεί στο 37% των παγκόσμιων δαπανών.
Αντίθετα, οι δαπάνες για την Υγεία έμειναν σταθερές στα 100 δις και στο ίδιο ποσό (100 δις) οι δαπάνες για εκπαίδευση, κοινωνικά προγράμματα και αντιμετώπιση ανεργίας.
Οι αμυντικές δαπάνες των χωρών του ΝΑΤΟ είναι ήδη κοντά στο 2% του ΑΕΠ και γίνεται προσπάθεια να ανέβουν στο 5%. Η Ρωσία έχει φτάσει κοντά στο 7%. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη των δυτικών χωρών δεν υπερβαίνει το 2,4% και στη Γερμανία είναι 0%. Το παράδοξο δεν εξηγείται εύκολα.
Οι απασχολούμενοι στη συνολική βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 30% το διάστημα 1980-2023 αλλά στην παραγωγή πολεμικού υλικού αυξήθηκαν.
Στην αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία απασχολούνται περίπου 1,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι.
Για κάθε ένα εκατομμύριο που δαπανάται στην αμυντική βιομηχανία, δημιουργούνται 5,8 θέσεις εργασίας και 1,1 θέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Σύνολο 6,9 θέσεις.
Συγκριτικά, αν το ίδιο ποσό δαπανούσαν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα δημιουργούσαν 9,5 θέσεις. Στην κατασκευή υποδομών όπως δρόμων, γεφυρών, επισκευή σχολείων, θα δημιουργούνταν 9,8 θέσεις εργασίας, δηλαδή 40% περισσότερες θέσεις από την στρατιωτική βιομηχανία.
Η λογική του «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού» έχει κάποια βάση μόνο για τις χώρες που έχουν ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Όμως και πάλι δεν μπορείς να στηρίζεις την οικονομική ανάπτυξη στην παραγωγή όπλων και πυρομαχικών. Τα κυριότερα μειονεκτήματα πλέον της μονομέρειας είναι η μείωση των δαπανών για αναπτυξιακά προγράμματα και κοινωνικές ανάγκες καθώς και η πρόκληση πολέμων για κατανάλωση και διαρκή παραγωγή. Το πρώτο προκαλεί μείωση της παραγωγικότητας, φτωχοποίηση και ανισότητες. Το δεύτερο προκαλεί αστάθεια και φέρνει τους κινδύνους κοντύτερα στις χώρες που παράγουν όπλα.
Φυσικά η λογική της «οικονομίας πολέμου» δεν έχει σχέση με την ανάγκη αμυντικής δυνατότητας της κάθε χώρας απέναντι σε πραγματικές απειλές.
(Ο Νίκος Τόσκας είναι στρατηγός ε.α., πρώην υπουργός)



























