Τα οικονομικά μέτρα που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός είναι εύκολο να τα αποδομήσει κανείς:Το επίδομα των 250 ευρώ για τους συνταξιούχους δεν αφορά τους συνταξιούχους που είναι κάτω των 65 ετών.
Η δαπάνη για την συγκεκριμένη παρέμβαση ανέρχεται σε 360 εκατομμύρια ευρώ, όταν η αντίστοιχη δαπάνη για την «τμηματική» 13η σύνταξη που θεσμοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 ήταν 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Ο ν.4611/2019 προέβλεπε τότε πλήρη 13η σύνταξη για τους χαμηλοσυνταξιούχους, με σύνταξη μέχρι 500 ευρώ και τμηματική καταβολή για μεγαλύτερες συντάξεις. Επιπλέον ο νόμος για τα δώρα στους συνταξιούχους τόσο μέχρι το 2012, όσο και μετέπειτα, ουδέποτε προέβλεψε εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια όπως συμβαίνει με το νέο επίδομα των 250 ευρώ, που αποκλείει εκατοντάδες χιλιάδες δικαιούχους. Προφανώς το επίδομα των 250 ευρώ δεν έχει καμία σχέση με την πλήρη 13η σύνταξη που ζητούν οι συνταξιουχικές ενώσεις.
Αντίστοιχα, η επιστροφή ενοικίου μάλλον μεγεθύνει το στεγαστικό πρόβλημα, παρά το επιλύει. Η επιδότηση της ζήτησης θα μετακυλήσει το αυξημένο κόστος στέγασης στους ενοικιαστές. Προφανώς, η μη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών για να αυξηθεί η προσφορά, το αρρύθμιστο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους με την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και των προγραμμάτων «Σπίτι μου 1 και 2», οι χιλιάδες επαπειλούμενοι πλειστηριασμοί από funds και τράπεζες, η υπερβολή του airbnb κλπ. δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα επίδομα ενοικίου, όταν τα ενοίκια την τελευταία 5ετία έχουν αυξηθεί πάνω από 40% και το κόστος στέγασης έχει εκτοξευθεί.
Όλα αυτά τα γνωρίζει ο Πρωθυπουργός και η ΝΔ. Πιθανότατα τα γνωρίζει και ο ελληνικός λαός που βιώνει την κοροϊδία στο πετσί του.
Αυτό που αναζητείται είναι η ολοκληρωμένη, προοδευτική, εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.
Εκεί πάσχει η προοδευτική αντιπολίτευση στο σύνολό της. Δεν έχει καταφέρει να μιλήσει για τα «μεγάλα» ζητήματα με τρόπο πειστικό. Είναι εξαιρετική στις διαπιστώσεις και στις περιγραφές, αλλά μάλλον αδύναμη στο να αρθρώσει εναλλακτικό, ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο.
Και αντί τα κόμματα του χώρου να παραδεχτούν το πρόβλημα και να συζητήσουν για το πως θα απαντήσουν στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, εισέρχονται σε μια μάχη χαρακωμάτων, περιφρουρώντας την μιζέρια τους.
Κακά τα ψέματα αν υπήρχε η πολιτική βούληση όλες οι «ενστάσεις» θα αποτελούσαν ήδη παρελθόν. Αυτό το έχει αντιληφθεί ο ελληνικός λαός. Έτσι εξηγείται και ο δημοσκοπικός κατήφορος, που συμπαρασύρει τους πάντες.
Μόνο που όπως ορθά λέγεται, η πολιτική απεχθάνεται το κενό. Το ερώτημα είναι αν η «λύση» θα έρθει από την συστημική (ακρο)δεξιά ή από την ευρύτερη Αριστερά.
Εδώ και 1.5 χρόνο αρκετοί προτείναμε ένα «οδικό χάρτη» για την συμπόρευση των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων που θα καταλήξει σε μια προγραμματική συμφωνία εναλλακτικής διακυβέρνησης. Με τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της πρότασης πήραμε το ρίσκο, να προτείνουμε μια λύση αντιλαμβανόμενοι έγκαιρα το πρόβλημα. Αυτή η στάση έχει τουλάχιστον ένα στοιχείο λογικής. Αυτό που δεν έχει λογική είναι, να ανακοινώνει ο κ.Μητσοτάκης ότι θα επιχειρήσει και τρίτη κυβερνητική θητεία (και μάλιστα με βάσιμες πιθανότητες να το επιτύχει) και για τα κόμματα του χώρου να είναι …απλά Σάββατο.
Στην Γαλλία η απειλή της ακροδεξιάς ως έκτακτη συνθήκη οδήγησε στο Λαϊκό Μέτωπο. Με τα κακά και τα στραβά του ο στόχος της ανάσχεσης της ακροδεξιάς επετεύχθη. Στην Ελλάδα η προοπτική για 12 χρόνια «Μητσοτακισμού» υποτιμάται από τα κόμματα.
Σιγά σιγά αχνοφαίνεται ένα νέο ενδεχόμενο:
Αν τα προοδευτικά κόμματα δεν αντιλαμβάνονται ότι «κανείς μόνος του δεν μπορεί», τότε μάλλον «κανείς τους δεν μπορεί».
Την ίδια άποψη μπορεί να έχουν και επιχειρηματικοί, συστημικοί κύκλοι που θα προσπαθήσουν να ελέγξουν τις εξελίξεις. Το έχουν ξανακάνει στο παρελθόν. Τώρα ενδεχομένως θα το πράξουν με την «ευγενική χορηγία» των προοδευτικών δυνάμεων.
Ο χρόνος στενεύει και οι ευθύνες για τους αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες μεγαλώνουν.
Έρχεται η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ)



























