Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών προς τους θεσμούς έχει υποστεί σημαντική πτώση τα τελευταία χρόνια, γεγονός που αποτυπώνεται σε όλες τις σχετικές μετρήσεις της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της PublicIssue για το 2024, λιγότεροι από τρεις στους δέκα πολίτες (27%) εκφράζουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και τους Δικαστές, ενώ το 54% δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται την Αστυνομία. Η εμπιστοσύνη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έχει επίσης υποστεί σημαντική μείωση, με την πτώση αυτή να είναι εντυπωσιακή, παρά το γεγονός ότι ο ΠτΔ δεν συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Ανάλογα αποτελέσματα προκύπτουν και από την έρευνα της διαΝΕΟσις για το 2024, όπου οι θεσμοί που απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα καταγράφουν μέτρια έως χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, η τοπική αυτοδιοίκηση, εκπροσωπούμενη από τους Δημάρχους, έχει μέση τιμή εμπιστοσύνης 2,7, η Προεδρία της Δημοκρατίας 2,6, ο Πρωθυπουργός 2,5, η Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο 2,4, ενώ τα πολιτικά κόμματα κατατάσσονται στο 1,9 σε μια κλίμακα πέντε βαθμών.
Μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ αποκαλύπτει ότι το 66% των συμμετεχόντων στην έρευνα εκφράζει αίσθημα «καθόλου» ή «λίγο» ικανοποίησης σχετικά με τη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Παράλληλα, το 88% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει αυξημένο ενδιαφέρον για την πολιτική, υποδεικνύοντας μια αντίφαση μεταξύ της δυσαρέσκειας για το πολιτικό σύστημα και της επιθυμίας για ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα.
Η παραπάνω εκτίμηση της εμπιστοσύνης αποκαλύπτει μια έντονη απογοήτευση των πολιτών απέναντι στους θεσμούς, γεγονός που ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες για τη λειτουργία της δημοκρατίας, την κοινωνική συνοχή και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Η θεωρία που αναπτύσσεται στο έργο «Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη» από τους Daron Acemoglu και James A. Robinson υποστηρίζει ότι η οικονομική ευημερία των κρατών εξαρτάται κυρίως από τη δομή των πολιτικών και οικονομικών τους θεσμών. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι οι συμπεριληπτικοί θεσμοί, οι οποίοι ενισχύουν τη διαφάνεια, το κράτος δικαίου και τις ίσες ευκαιρίες, συμβάλλουν στην ευημερία, ενώ οι εκμεταλλευτικοί θεσμοί, που συγκεντρώνουν την εξουσία σε μια ελίτ, οδηγούν σε στασιμότητα και φτώχεια. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι παραπάνω απόψεις δεν αποτελούν απλώς θεωρητικές θέσεις, αλλά επιβεβαιώνονται από την απονομή του Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών τον Οκτώβριο του 2024 στους Daron Acemoglu, Simon Johnson και James A. Robinson, για τις έρευνές τους σχετικά με το πώς οι θεσμοί διαμορφώνουν και επηρεάζουν την ευημερία των εθνών.
Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα ανταγωνίζονται σφοδρά για την παρουσίαση του πιο ελκυστικού οικονομικού προγράμματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη μείωση των φόρων, την αύξηση των κοινωνικών παροχών και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Παράλληλα, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αναγνωρίζουν τη σημασία της ενίσχυσης της Δημοκρατίας και των θεσμών. Ωστόσο, οι εκκλήσεις αυτές δεν φαίνεται να βρίσκουν απήχηση στους πολίτες. Στη συλλογική συνείδηση, η οποία εκφράζεται μέσα από τις διαμαρτυρίες και τα αιτήματα στις πλατείες, όπως το «Δεν Έχω Οξυγόνο», η ανάγκη για την υλοποίηση των προτάσεων που προέρχονται από τους βραβευθέντες με το Νόμπελ Οικονομικών είναι προφανής και επιτακτική.
Αναμφίβολα, οι αρνητικές συνέπειες πολλών παθογενειών στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Παρ' όλα αυτά, οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι κανένα από τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα, παρά τις διακηρύξεις τους, δεν προσφέρει ένα σαφές και κατανοητό πρόγραμμα που να εξηγεί με ακρίβεια γιατί και με ποιον τρόπο οι προτάσεις τους για την ανασυγκρότηση και την ενίσχυση των υφιστάμενων θεσμών, καθώς και τη δημιουργία νέων, θα μπορέσουν να αναδείξουν το δυναμικό της χώρας.
Επιπλέον, οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να συμβάλλουν με συστηματικό τρόπο στη βελτίωση της κατανομής των πόρων, οδηγώντας σε αύξηση του ΑΕΠ, των επενδύσεων, του διαθέσιμου εισοδήματος, των παροχών υγείας και της ποιότητας της εκπαίδευσης. Επίσης, θα πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα για την αποκλιμάκωση της φορολογίας, την αποκατάσταση της ανισοκατανομής, την ενίσχυση της άμυνας της χώρας, τη δημιουργία ενός κράτους με αυξημένη λογοδοσία και την προστασία των πολιτών από αυθαιρεσίες.
Η ελληνική πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται από μια σημαντική έλλειψη συγκεκριμένων προτάσεων που να στοχεύουν στη δημιουργία θεσμών ικανών να επιφέρουν μετρήσιμες αλλαγές στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας. Αντί να περιορίζονται σε γενικές διαπιστώσεις ή αόριστες αναφορές, οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να εστιάσουν στην ανάπτυξη και εφαρμογή συγκεκριμένων στρατηγικών που θα προάγουν την ευημερία και θα αντιμετωπίσουν τις υπάρχουσες στρεβλώσεις. Αυτές οι στρεβλώσεις περιλαμβάνουν φαινόμενα όπως τα καρτέλ, η παραβίαση του ανταγωνισμού μέσω του ξεπλύματος χρήματος, η ανεξέλεγκτη δράση των τραπεζών και οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, τα οποία απαιτούν άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της λειτουργικότητας της οικονομίας.
Υπάρχουν δύο κύρια πολιτικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την προαναφερθείσα πρόταση. Το πρώτο πλεονέκτημα σχετίζεται με την ικανότητα αξιοποίησης των αναπτυξιακών και άλλων οφελών μέσω πόρων που θα προκύψουν από την απελευθέρωση του υπάρχοντος κεφαλαιακού δυναμικού της χώρας. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτού του δυναμικού κατευθύνεται σε τομείς που δεν είναι παραγωγικοί ή, ακόμη χειρότερα, σε παρασιτικές δραστηριότητες της οικονομίας. Επιπλέον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτή η δομική και θεσμική αλλαγή θα δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Το δεύτερο πλεονέκτημα έγκειται στο γεγονός ότι το πολιτικό πρόγραμμα που θα βασίζεται σε αυτή την προσέγγιση μπορεί να αποφύγει την προπαγάνδα που σχετίζεται με τη διαπλοκή και τα εγκατεστημένα συμφέροντα, τα οποία συχνά επικεντρώνονται στην κοστολόγηση των προτάσεων. Η ανασυγκρότηση των θεσμών και η δημιουργία νέων είναι μια πολιτική διαδικασία που δεν προσφέρεται για εκτίμηση δημοσιονομικού κόστους από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Όταν οι άλλοι θα μιλούν και θα διαγκωνίζονται για το ύψος των φόρων ή των παροχών, η πραγματική επανάσταση, την οποία επιζητά ο κόσμος, κρύβεται στους θεσμούς και μέσω αυτών, στον αγώνα για πάταξη όλων των στρεβλώσεων που κρατούν το κράτος και τους πολίτες δέσμιους ή έρμαια στο χθες. Αρκεί να εξηγηθεί στον κόσμο πως θα γίνουν όλα αυτά.
Είναι προφανές ότι η πολιτική πλατφόρμα που θα στοχεύει στην «ανασυγκρότηση» των θεσμών, προκειμένου αυτοί να γίνουν πιο συμπεριληπτικοί και να επιδιώκουν την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας των πολιτών, πρέπει να επικεντρώνεται στο συμφέρον των πολλών. Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο οι άνθρωποι που πιστεύουν σε αυτές τις πολιτικές και διαθέτουν την αποδοχή του κόσμου ότι φέρουν «καθαρά χέρια και προθέσεις», μπορούν να τις εφαρμόσουν, ανεξάρτητα από τον πολιτικό χώρο τον οποίο προέρχονται.
*Ο Αλέξανδρος Σπαής είναι Σύμβουλος Ακεραιότητας




























