Δέκα χρόνια μετά την κορύφωση της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα εισέρχεται στο 2026 με αυξημένες φιλοδοξίες και σαφώς αναβαθμισμένο ρόλο στο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον. Το στίγμα της επόμενης περιόδου αποτυπώνεται στο άρθρο του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και προέδρου του Eurogroup, Κυριάκου Πιερρακάκη, ο οποίος υπογραμμίζει ότι το 2026 δεν θα κριθεί από τον αριθμό των μεταρρυθμίσεων που θα εξαγγελθούν, αλλά από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα με την οποία αυτές θα εφαρμοστούν στην πράξη.
Σύμφωνα με τον κ. Πιερρακάκη, η χώρα έχει πλέον διασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα και έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της στις διεθνείς αγορές, μετά από μια μακρά περίοδο αμφισβήτησης. Το περιβάλλον εμπιστοσύνης που έχει διαμορφωθεί ευνοεί την προσέλκυση επενδύσεων και τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, ωστόσο το στοίχημα για την επόμενη χρονιά είναι τα θετικά αυτά δεδομένα να μεταφραστούν σε απτά και μόνιμα οφέλη για τους πολίτες, την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας στην Ευρώπη. Δέκα χρόνια μετά την κρίση χρέους, η χώρα συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών και λύσεων, γεγονός που, όπως επισημαίνεται, συνιστά έμπρακτη αναγνώριση της προόδου που έχει επιτευχθεί. Παράλληλα, η αυξημένη εμπιστοσύνη συνοδεύεται από υψηλότερες προσδοκίες για ταχύτερα και μετρήσιμα αποτελέσματα σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων και οικονομικών επιδόσεων.
Πρώτη μεταρρυθμιστική προτεραιότητα για το 2026 αναδεικνύεται η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης του κράτους, με έμφαση στις υπηρεσίες που επηρεάζουν άμεσα τις επενδύσεις, τις αδειοδοτήσεις και τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Παρότι μέσω του gov.gr έχουν ήδη ψηφιοποιηθεί χιλιάδες διαδικασίες, ο στόχος είναι η μετάβαση σε ένα κράτος που λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο, περιορίζοντας δραστικά τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος.
Το 2026 χαρακτηρίζεται επίσης ως έτος-ορόσημο για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Με νέα νομοθετικά πλαίσια για τα κοινωφελή ιδρύματα και τις σχολάζουσες κληρονομιές, αλλά και με πιο στρατηγική διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Υπερταμείο, επιδιώκεται η ενεργοποίηση πόρων που για δεκαετίες παρέμεναν ανενεργοί, αντιμετωπίζοντας πλέον τη δημόσια περιουσία ως αναπτυξιακό εργαλείο.
Καθώς ολοκληρώνεται ο κύκλος του Ταμείο Ανάκαμψης, η κυβερνητική έμφαση μετατοπίζεται στην ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων και στη στήριξη διασυνοριακών συγχωνεύσεων, στο πλαίσιο μιας πιο ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς. Την ίδια στιγμή, κεντρική θέση στις προτεραιότητες διατηρούν η στεγαστική πολιτική και η φορολογική μεταρρύθμιση για τη μεσαία τάξη, με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.




























