Οδικά έργα συνολικού ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ θα απαιτηθούν στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το διαρκώς οξυνόμενο πρόβλημα της κυκλοφοριακής συμφόρησης. Η πίεση στο οδικό δίκτυο αυξάνεται σταθερά, καθώς η καθημερινή μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων και κατοίκων πραγματοποιείται σε υποδομές που έχουν σχεδιαστεί για σαφώς μικρότερους κυκλοφοριακούς φόρτους.
Το βασικό πρόβλημα που αναδεικνύεται συνολικά είναι η έλλειψη διαθέσιμων πόρων για μεγάλα οδικά έργα στην Αττική, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χρηματοδοτεί πλέον τέτοιες παρεμβάσεις στις ώριμες μητροπολιτικές περιοχές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, εξετάζονται εναλλακτικά μοντέλα χρηματοδότησης, με τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων και την αξιοποίηση μηχανισμών που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των έργων χωρίς άμεση επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, η ανάγκη εξεύρεσης βιώσιμων λύσεων παραμένει επιτακτική, καθώς η κυκλοφοριακή συμφόρηση εξελίσσεται σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες υποβάθμισης της ποιότητας ζωής στο λεκανοπέδιο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς και συγκοινωνιολόγων, η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη Δυτική Αττική και στα νότια προάστια, περιοχές που συγκεντρώνουν αυξημένες ανάγκες λόγω της έντονης αναπτυξιακής δραστηριότητας. Ιδιαίτερα στα νότια προάστια, η μεγάλη αστική ανάπτυξη στην έκταση του πρώην αεροδρομίου δημιουργεί νέες συνθήκες μετακίνησης, οι οποίες, χωρίς επαρκείς παρεμβάσεις, ενδέχεται να επιβαρύνουν σημαντικά την καθημερινότητα των κατοίκων και των εργαζομένων στις γύρω περιοχές. Υπολογίζεται ότι στο συγκεκριμένο σημείο θα απασχολούνται καθημερινά δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι εκ των οποίων θα μετακινούνται από άλλες περιοχές της Αττικής, κυρίως από το κέντρο και τα δυτικά προάστια.
Στο πλαίσιο αυτό, κομβικό ρόλο διαδραματίζει η πρόταση για την επέκταση της περιφερειακής Υμηττού προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, μέσω της κατασκευής υπόγειας οδικής σύνδεσης. Το έργο προβλέπει τη δημιουργία ενός άξονα ταχείας κυκλοφορίας που θα συνδέει την Αττική Οδό με την περιοχή του Αγίου Δημητρίου, μειώνοντας δραστικά τον χρόνο μετακίνησης μεταξύ βόρειων και νότιων προαστίων. Η διαδρομή από την περιοχή του Καρέα έως τη λεωφόρο Βουλιαγμένης εκτιμάται ότι θα διαρκεί περίπου δέκα λεπτά, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τον κυκλοφοριακό χάρτη της πρωτεύουσας.
Η συγκεκριμένη παρέμβαση δεν αποτελεί νέο σχεδιασμό, καθώς είχε ενταχθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 στις προτάσεις επέκτασης του βασικού οδικού δικτύου της Αττικής. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει, παρά το γεγονός ότι θεωρείται κρίσιμη για την αποσυμφόρηση βασικών αρτηριών και τη βελτίωση της διασύνδεσης των περιοχών.
Συμπληρωματικά, στον σχεδιασμό για τα νότια προάστια περιλαμβάνονται παρεμβάσεις στο υφιστάμενο οδικό δίκτυο, όπως η αναβάθμιση της λεωφόρου Βουλιαγμένης με στόχο τη μετατροπή της σε οδό ταχείας κυκλοφορίας, μέσω της μείωσης ή κατάργησης σηματοδοτούμενων κόμβων. Παράλληλα, εξετάζεται η επέκταση της γραμμής του μετρό προς τη Γλυφάδα, έργο που προβλέπει την κατασκευή νέου τμήματος μήκους 4,4 χιλιομέτρων, με τερματικό σταθμό κοντά στο κέντρο της πόλης. Το κόστος του συγκεκριμένου έργου εκτιμάται σε περίπου 400 εκατ. ευρώ, ωστόσο οι μελέτες βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, γεγονός που μεταθέτει την υλοποίησή του σε βάθος χρόνου.
Στη δυτική πλευρά του λεκανοπεδίου, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη δημιουργία ενός νέου οδικού άξονα που θα συνδέει την περιοχή της Ελευσίνας με τα Οινόφυτα. Ο άξονας αυτός, μήκους περίπου 40 χιλιομέτρων, προβλέπεται να διαθέτει δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση, ανισόπεδους κόμβους και παράπλευρο δίκτυο, με στόχο τη βελτίωση της κυκλοφορίας και την αποσυμφόρηση της λεωφόρου Κηφισού. Το έργο εκτιμάται ότι θα ενισχύσει σημαντικά τη σύνδεση των μεγάλων υποδομών logistics της Δυτικής Αττικής με τον βασικό εθνικό οδικό άξονα.
Την ίδια στιγμή, σε εκκρεμότητα παραμένει η παράκαμψη της λεωφόρου Κύμης, έργο προϋπολογισμού 350 εκατ. ευρώ, το οποίο, αν και έχει ολοκληρώσει κρίσιμα στάδια ωρίμανσης, δεν έχει προχωρήσει λόγω δυσκολιών εξασφάλισης χρηματοδότησης.































