Σε εκτεταμένους ελέγχους τραπεζικών συναλλαγών και επενδυτικών κινήσεων προχωρεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, αξιοποιώντας δεδομένα, τεχνολογικά εργαλεία και μηχανισμούς διεθνούς συνεργασίας, με στόχο τον εντοπισμό περιπτώσεων αυξημένου κινδύνου φορολογικής μη συμμόρφωσης. Στο επίκεντρο βρίσκονται τόσο φυσικά πρόσωπα όσο και χρηματοπιστωτικοί φορείς, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ευρωπαϊκού συστήματος αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι έλεγχοι αφορούν τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες, επενδυτικά κεφάλαια και εκδότες πιστωτικών καρτών που δεν έχουν υποβάλει τις απαιτούμενες αναφορές για το έτος 2024. Η μη αποστολή στοιχείων, ακόμη και «μηδενικών» αναφορών, θεωρείται σοβαρή παράλειψη και ενεργοποιεί διαδικασίες ελέγχου συμμόρφωσης, με πιθανές διοικητικές συνέπειες για τους υπόχρεους φορείς.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται σε σύνθετες και υψηλού ρίσκου συναλλαγές, όπως διασυνοριακοί τραπεζικοί λογαριασμοί, περίπλοκες επενδυτικές δομές και χρηματικές κινήσεις που δεν ευθυγραμμίζονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα των φορολογουμένων. Κεντρικό ρόλο στη νέα αυτή στρατηγική διαδραματίζουν τα εργαλεία ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων (big data) και τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία επιτρέπουν πιο στοχευμένους και αποτελεσματικούς ελέγχους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φορολογουμένου με δηλωθέν ετήσιο εισόδημα 25.000 ευρώ, ο οποίος εμφανίζεται να πραγματοποιεί επαναλαμβανόμενα εμβάσματα δεκάδων χιλιάδων ευρώ προς επενδυτικό λογαριασμό στο εξωτερικό, χωρίς να προκύπτει από τις φορολογικές του δηλώσεις νόμιμη πηγή κεφαλαίων ή αποταμιεύσεις που να δικαιολογούν τις κινήσεις αυτές.
Αντίστοιχα, επενδυτική εταιρεία με έδρα την Ελλάδα φέρεται να μην έχει αποστείλει καμία αναφορά για ολόκληρο το 2024, παρά τη διαχείριση χαρτοφυλακίων με σημαντικές αποδόσεις από μερίσματα και υπεραξίες.
Στο μικροσκόπιο μπαίνουν επίσης περιπτώσεις φορολογουμένων που ρευστοποιούν επενδυτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου σε σύντομο χρονικό διάστημα και επανατοποθετούν τα κεφάλαια μέσω διαφορετικών θεματοφυλακών, δημιουργώντας περίπλοκα μοτίβα συναλλαγών που δεν συνάδουν με το φορολογικό τους προφίλ.
Παράλληλα, εντοπίζονται ασυμφωνίες μεταξύ στοιχείων που διαβιβάζονται από αλλοδαπές φορολογικές αρχές και των δηλώσεων στην Ελλάδα, όπως λογαριασμοί του εξωτερικού που αποδίδουν τόκους και μερίσματα τα οποία δεν έχουν δηλωθεί.
Τέλος, καθυστερήσεις τραπεζών στην παροχή διευκρινίσεων για ύποπτες κινήσεις πελατών με έντονες εισερχόμενες ροές κεφαλαίων από τρίτες χώρες εκλαμβάνονται ως ενδείξεις αμέλειας και ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβολή κυρώσεων, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης των ελέγχων.






























