Η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει τη θέσπιση προκαταρκτικών φορολογικών αποφάσεων, γνωστών διεθνώς ως Advance Tax Rulings (ATR), στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας ενίσχυσης της φορολογικής ασφάλειας και της προβλεψιμότητας για τις επιχειρήσεις.
Η πρωτοβουλία αποσκοπεί στη μείωση της αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουν οι φορολογούμενοι κατά τον σχεδιασμό επενδύσεων και επιχειρηματικών συναλλαγών, δημιουργώντας ένα πιο σταθερό και ελκυστικό περιβάλλον για την οικονομική δραστηριότητα.
Οι προκαταρκτικές φορολογικές αποφάσεις αποτελούν πρακτική δεκαετιών σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Βέλγιο, η Γερμανία και η Ολλανδία, όπου λειτουργούν ως εργαλείο παροχής επίσημης και, κατά κανόνα, δεσμευτικής ερμηνείας της φορολογικής νομοθεσίας για μελλοντικές συναλλαγές.
Οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται ύστερα από αίτημα του φορολογουμένου και μπορούν να καλύπτουν ευρύ φάσμα ζητημάτων, από τη φορολόγηση ενδοομιλικών συναλλαγών μέχρι την εφαρμογή φορολογικών κινήτρων. Απευθύνονται τόσο σε πολυεθνικούς ομίλους όσο και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και σε φυσικά πρόσωπα, προσφέροντας εκ των προτέρων σαφή εικόνα για τη φορολογική μεταχείριση που θα ακολουθηθεί.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει αναλύσει εκτενώς τη θεσμοθέτηση καθεστώτων Προκαταρκτικών Φορολογικών Αποφάσεων, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για βασικό χαρακτηριστικό ώριμων φορολογικών συστημάτων. Σύμφωνα με το Ταμείο, οι προκαταρκτικές αποφάσεις επιτρέπουν στους φορολογουμένους να γνωρίζουν εκ των προτέρων πώς θα εφαρμοστεί η νομοθεσία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μειώνοντας τον κίνδυνο μελλοντικών διαφορών με τη φορολογική διοίκηση και ενισχύοντας τη συνολική φορολογική συμμόρφωση.
Το ΔΝΤ, ωστόσο, έχει προειδοποιήσει ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου πλαισίου συνοδεύεται με κινδύνους. Όταν οι αποφάσεις παραμένουν εμπιστευτικές και δεν δημοσιοποιούνται, μπορεί να προκύψουν ζητήματα διαφάνειας ή ακόμη και απώλειας φορολογικών εσόδων ή αθέμιτων κρατικών ενισχύσεων. Για τον λόγο αυτό, προτείνεται η ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου, η έκδοση των αποφάσεων από εξειδικευμένη και κεντρική μονάδα της φορολογικής διοίκησης και η δημοσίευσή τους σε ανωνυμοποιημένη μορφή, ώστε να διασφαλίζεται η ίση πληροφόρηση της αγοράς και η αποφυγή προνομιακής μεταχείρισης.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται και στο δεσμευτικό τους χαρακτήρα. Όπως τονίζεται, οι προκαταρκτικές φορολογικές αποφάσεις θα πρέπει να δεσμεύουν τη φορολογική αρχή, χωρίς να δεσμεύουν τον φορολογούμενο, παρέχοντας προστασία από πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις, εφόσον τηρούνται οι όροι που έχουν τεθεί. Παράλληλα, επισημαίνεται η ανάγκη προσεκτικού σχεδιασμού ως προς το εύρος εφαρμογής και το διοικητικό κόστος, ιδίως σε χώρες με περιορισμένη διοικητική ικανότητα.
Τέλος, οι προκαταρκτικές φορολογικές αποφάσεις μπορεί να επηρεάσουν και τις φορολογικές βάσεις άλλων χωρών, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.




























