Σημαντικές αλλαγές στο πλαίσιο που διέπει το Σύμφωνο Εξυγίανσης των φορέων κοινωνικής φροντίδας φέρνει νέα κοινή υπουργική απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 6859/18.12.2025. Με την απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 99 του νόμου 5239/2025, αποσαφηνίζονται πλήρως οι διαδικασίες εφαρμογής, τροποποίησης και εποπτείας του Συμφώνου Εξυγίανσης για μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς κοινωνικής φροντίδας, δίνοντας μεγαλύτερη θεσμική ασφάλεια και ουσιαστικές ανάσες σε φορείς που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα .
Η ρύθμιση αφορά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και παρέχουν ή υποστηρίζουν υπηρεσίες δευτεροβάθμιας κοινωνικής φροντίδας, όπως δομές για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρόκειται για οργανισμούς των οποίων η ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση θα είχε άμεσες και σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, γεγονός που καθιστά κρίσιμη τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους.
Κεντρικό στοιχείο της απόφασης είναι η πλήρης αποσαφήνιση του τρόπου με τον οποίο μπορεί να τροποποιηθεί ένα Σύμφωνο Εξυγίανσης. Μέχρι σήμερα υπήρχε αβεβαιότητα ως προς τα αρμόδια όργανα, τα χρονοδιαγράμματα και τις συνέπειες μιας τροποποίησης. Πλέον, ο φορέας που επιθυμεί αλλαγές στη ρύθμιση των οφειλών του υποβάλλει αίτηση στο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, η οποία εξετάζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και στη συνέχεια από τριμελή επιτροπή υψηλόβαθμων στελεχών των συναρμόδιων υπουργείων. Η επιτροπή υποχρεούται να γνωμοδοτήσει εντός 30 ημερών, ενώ η τελική απόφαση λαμβάνεται με κοινή υπουργική απόφαση, εισάγοντας σαφή και προβλέψιμο μηχανισμό.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η πρόβλεψη για την άρση κατασχέσεων και δεσμεύσεων χρημάτων. Με τη δημοσίευση και την εφαρμογή του Συμφώνου ή της τροποποίησής του, αίρονται αυτοδικαίως κατασχέσεις και δεσμεύσεις που αφορούν οφειλές ενταγμένες στη ρύθμιση, τόσο από το Δημόσιο και τον e-ΕΦΚΑ όσο και, υπό προϋποθέσεις, από τρίτους πιστωτές. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι αποδεσμεύονται «παγωμένα» κεφάλαια, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μισθούς, λειτουργικά έξοδα και τη συνέχιση της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα των φορέων και την τήρηση των ρυθμίσεων.
Παράλληλα, η απόφαση προβλέπει την προσαρμογή των μισθών των εργαζομένων στα ισχύοντα της Γενικής Κυβέρνησης, ενισχύοντας τη σταθερότητα στις εργασιακές σχέσεις, ενώ διευκρινίζεται ότι και παλαιότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές εντάσσονται στο Σύμφωνο, ακόμη και αν βεβαιώθηκαν ή κρίθηκαν δικαστικά μεταγενέστερα.
Ενισχυμένος εμφανίζεται και ο μηχανισμός εποπτείας. Τον έλεγχο της τήρησης των όρων του Συμφώνου αναλαμβάνουν οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να ζητούν στοιχεία, να παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις παραβάσεων και, εφόσον διαπιστωθεί μη συμμόρφωση, να κινήσουν διαδικασία ανατροπής του Συμφώνου. Με τον τρόπο αυτό, το πλαίσιο δεν λειτουργεί μόνο υπέρ των οφειλετών, αλλά διασφαλίζει και το δημόσιο συμφέρον.
Συνολικά, η νέα ρύθμιση επιχειρεί να εξισορροπήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία με την κοινωνική προστασία, δημιουργώντας ένα πιο ξεκάθαρο, ελεγχόμενο και αποτελεσματικό σύστημα ρύθμισης οφειλών. Το Δημόσιο αυξάνει τις πιθανότητες είσπραξης χρεών σε βάθος χρόνου, ενώ οι φορείς κοινωνικής φροντίδας αποκτούν τον απαραίτητο χρόνο και τα μέσα για να συνεχίσουν το κοινωνικό τους έργο χωρίς τον άμεσο κίνδυνο οικονομικής ασφυξίας.


























