Το μέτρο αυτό στοχεύει στα υπερκέρδη που αποκόμισαν οι τράπεζες μέσω της διεύρυνσης του επιτοκιακού περιθωρίου, ιδίως από την ανισότητα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων.
Από τον Ιούλιο του 2022, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ξεκίνησε μια πολιτική αύξησης επιτοκίων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια δανεισμού, χωρίς όμως να προχωρήσουν σε αντίστοιχες αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων. Τα δεδομένα δείχνουν πως οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις, με τις αποδόσεις τους να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Για παράδειγμα, το μέσο επιτόκιο στις καταθέσεις μιας ημέρας στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 0,03%, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 0,37%. Αντίστοιχα, στις προθεσμιακές καταθέσεις 12μηνης διάρκειας, το επιτόκιο στην Ελλάδα είναι 1,86%, ενώ στην Ευρωζώνη φτάνει το 2,98%.
Αυτή η πολιτική έχει οδηγήσει σε ενίσχυση των κερδών των τραπεζών, που το 2023 έφτασαν τα 8 δισ. ευρώ σε καθαρά έσοδα από τόκους, σημειώνοντας αύξηση άνω του 50% σε σχέση με το 2022. Τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν στα 4,87 δισ. ευρώ, αποδεικνύοντας την τεράστια κερδοφορία του τραπεζικού τομέα, η οποία βασίζεται κυρίως στην αύξηση των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών είναι διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (3,32% έναντι 1,61%).
Η επιβολή της έκτακτης εισφοράς κρίνεται δίκαιη
Η επιβολή της έκτακτης εισφοράς κρίνεται δίκαιη, καθώς οι τράπεζες επωφελήθηκαν σημαντικά από τη στήριξη που έλαβαν από το ελληνικό Δημόσιο κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το ελληνικό Δημόσιο δαπάνησε περισσότερα από 38 δισεκατομμύρια ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ οι φορολογούμενοι επωμίστηκαν το βάρος της διάσωσης του τραπεζικού συστήματος.
Σήμερα, που οι τράπεζες έχουν επιστρέψει σε ισχυρή κερδοφορία, είναι δίκαιο ένα μέρος αυτής της κερδοφορίας να επιστραφεί στην κοινωνία.
Επιπλέον, η υπερβολική συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, όπου τέσσερις συστημικές τράπεζες ελέγχουν άνω του 95% της αγοράς, ευνοεί ολιγοπωλιακές πρακτικές που επιδεινώνουν την ανισότητα. Οι τράπεζες διατηρούν υψηλά επιτόκια δανεισμού, αποκλείοντας πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τη χρηματοδότηση και επιβαρύνοντας τους δανειολήπτες, ενώ εκμεταλλεύονται τη φθηνή ρευστότητα των καταθετών.
Η έκτακτη εισφορά στα τραπεζικά υπερκέρδη αποτελεί όχι μόνο ένα οικονομικά ορθολογικό μέτρο, αλλά και μια κίνηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Μέσα από την ανακατανομή μέρους αυτών των υπερκερδών, το Δημόσιο μπορεί να χρηματοδοτήσει κοινωνικές και οικονομικές πρωτοβουλίες που θα στηρίξουν νοικοκυριά, δανειολήπτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανακουφίζοντας τις δυσμενείς συνέπειες της παρούσας οικονομικής συγκυρίας.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ δεν στοχεύει στη διατάραξη της οικονομικής σταθερότητας ή της τραπεζικής λειτουργίας, αλλά στη διασφάλιση ενός πιο ισορροπημένου και δίκαιου οικονομικού περιβάλλοντος.






























