Σε μια αγορά εργασίας που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τις ανισότητες, οι γυναίκες ηγέτιδες στη μέση ηλικία βρίσκονται συχνά αντιμέτωπες με μια διπλή πρόκληση: τις απαιτήσεις της υψηλόβαθμης θέσης τους και τα απρόβλεπτα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, που σε κρίσιμες στιγμές μπορεί να εκδηλωθούν με εξάψεις, κοκκίνισμα ή στιγμιαία δυσκολία στην ομιλία.
Παρότι αυτά τα συμπτώματα στον δημόσιο λόγο έχουν συνδεθεί με μειωμένη αποτελεσματικότητα και μεγαλύτερες απουσίες, το 87% των γυναικών δηλώνει ότι η εμμηνόπαυση δεν επηρέασε αρνητικά την εργασία τους. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς καταφέρνουν να παραμένουν ενεργές, ορατές και αποτελεσματικές σε κορυφαίες ηγετικές θέσεις.
Απάντηση επιχειρεί να δώσει νέα διεθνής έρευνα των Liza Barnes και Johannah Stockdale, σε συνεργασία με πανεπιστήμια των ΗΠΑ, του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι ερευνήτριες πήραν εις βάθος συνεντεύξεις από 64 γυναίκες σε περ- ή μετεμμηνοπαυσιακό στάδιο, όλες με υψηλό κύρος: από CEO και αντιπροέδρους έως αξιωματικούς του στρατού, σχολικές επόπτριες, διευθύντριες οργανισμών και μία δήμαρχο. Μέσα από ώρες συζητήσεων, που αναλύθηκαν με αυστηρή ποιοτική μεθοδολογία, προέκυψε μια κοινή διαδρομή, η οποία θυμίζει το κλασικό «ταξίδι του ήρωα»: οι πρώτες δυσκολίες αποτέλεσαν την αφετηρία για αναζήτηση γνώσης, ενίσχυση δεξιοτήτων και τελικά επαγγελματική άνθιση.
Πολλές συμμετέχουσες περιέγραψαν ότι στην αρχή βρέθηκαν αντιμέτωπες με έλλειψη ιατρικής ενημέρωσης, γεγονός που τις οδήγησε σε ενεργή αναζήτηση λύσεων και καλύτερης φροντίδας. Παράλληλα, δημιούργησαν ισχυρά δίκτυα υποστήριξης τόσο στον εργασιακό χώρο όσο και εκτός αυτού, μιλώντας ανοιχτά για τα συμπτώματά τους ακόμη και σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα. Η κοινή εμπειρία ενίσχυσε την αλληλεγγύη και προσέφερε πρακτικούς τρόπους αντιμετώπισης καθημερινών δυσκολιών.
Εντυπωσιακό είναι ότι οι γυναίκες αυτές όχι μόνο δεν υποχώρησαν επαγγελματικά, αλλά εντόπισαν και νέο νόημα στην εργασία τους. Η πίεση της ηγεσίας σε συνδυασμό με τα σωματικά συμπτώματα λειτούργησε για πολλές ως απελευθέρωση από κοινωνικές προσδοκίες. Πολλές περιέγραψαν ότι έφτασαν στο σημείο να μη φοβούνται την κριτική, υιοθετώντας μια στάση όπου «δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν», κάτι που μεταφράστηκε σε αυξημένη αυτοπεποίθηση.
Η αυτοπεποίθηση αυτή αποτυπώθηκε σε αναβαθμισμένες ηγετικές δεξιότητες. Οι συμμετέχουσες ανέφεραν ότι έγιναν πιο διεκδικητικές αλλά και πιο ενσυναίσθητες, καθώς η εμπειρία των «αόρατων» σωματικών συμπτωμάτων τις έκανε πιο προσεκτικές απέναντι σε εργαζόμενους που επίσης αντιμετωπίζουν υγειονομικές προκλήσεις. Για πολλές, η εμμηνόπαυση αποτέλεσε μια περίοδο «δεύτερης άνθισης», με αναζωπυρωμένη δημιουργικότητα και ενθουσιασμό.
Αρκετές χρησιμοποίησαν την αυξημένη επιρροή τους για να προκαλέσουν αλλαγές στον χώρο εργασίας. Μίλησαν δημόσια για την εμμηνόπαυση, δημιούργησαν προγράμματα υποστήριξης, εκπαίδευσαν συναδέλφους και προχώρησαν σε πρακτικές παρεμβάσεις, όπως παροχή ανεμιστήρων ή προσαρμογή χώρων. Ορισμένες στράφηκαν σε εντελώς νέα πεδία, ιδρύοντας επιχειρήσεις ή υπηρεσίες καθοδήγησης γύρω από ζητήματα εμμηνόπαυσης.
Παρά την ενθαρρυντική εικόνα, οι ερευνήτριες επισημαίνουν ότι η εμπειρία δεν είναι ενιαία. Μία από τις συμμετέχουσες έχασε τη δουλειά της, ενώ άλλες δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες λόγω έντονων συμπτωμάτων και ανεπαρκούς ιατρικής στήριξης. Επιπλέον, το δείγμα περιορίζεται σε γυναίκες υψηλού κύρους, με πόρους και πρόσβαση που δεν διαθέτουν όλες οι εργαζόμενες.
Ωστόσο, το γενικό συμπέρασμα της έρευνας είναι σαφές: η εμμηνόπαυση δεν αποτελεί αναπόφευκτο εμπόδιο για τις γυναίκες σε ηγετικές θέσεις. Με περισσότερη ενημέρωση, κατάλληλη υποστήριξη και εταιρικές πολιτικές που μειώνουν το στίγμα —από ευέλικτο ωράριο έως προγράμματα εκπαίδευσης— οι γυναίκες μπορούν να διανύσουν αυτή τη μετάβαση χωρίς να θυσιάζουν την επαγγελματική τους πορεία.































