Στα τέλη Σεπτέμβρη θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Έρμα το βιβλίο του διεθνολόγου Σωτήρη Ρούσσου «Η Μέση Ανατολή και ο πόλεμος στη Γάζα». Ο Ρούσσος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και αποτελεί κορυφαίο ειδικό για τη Μέση Ανατολή.
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο του, στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται ο πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας. Κατά τον Ρούσσο, το Παλαιστινιακό επιστρέφει ως καταλύτης στην αναδιάταξη της περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, ενώ η σκληρή αντιπαράθεση Ισραήλ-Ιράν ανοίγει έναν νέο και απρόβλεπτο κύκλο εξελίξεων. Στόχος του συγγραφέα είναι να εφοδιάσει τον αναγνώστη με τα απαραίτητα εργαλεία για να κατανοήσει σε βάθος τον σύνθετο και απρόβλεπτο κόσμο της σύγχρονης Μέσης Ανατολής.
Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο «Τα σχέδια του Ισραήλ για ριζική αλλαγή των περιφερειακών συσχετισμών». Η έννοια της «ενότητας των πεδίων» αναδείχθηκε μετά την επιχείρηση «Κατακλυσμός του Αλ-Άκσα» της 7ης Οκτωβρίου 2023 και την έναρξη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, που παραμένει σε εξέλιξη. Αυτή η έννοια υποδήλωνε τον συντονισμένο ρόλο διαφόρων ένοπλων οργανώσεων της περιοχής, ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τις παλαιστινιακές οργανώσεις που μάχονταν το Ισραήλ. Η στρατηγική αυτή αποσκοπούσε, αφενός, στην ανάδειξη της διασύνδεσης και αλληλεξάρτησης των οργανώσεων σε περιφερειακό επίπεδο και, αφετέρου, στην υποχρέωση του Ισραήλ να διασπάσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του σε πολλαπλά μέτωπα. Επιπλέον, κάθε οργάνωση συμμετείχε στην κλιμάκωση βάσει των δικών της εσωτερικών στρατηγικών υπολογισμών. Το αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης ήταν η ταυτόχρονη ενεργοποίηση πολλαπλών μετώπων στη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη. Παράλληλα, η στρατηγική αυτή συνέβαλε στην αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση των διεθνών ανταγωνισμών στην Ερυθρά Θάλασσα εξαιτίας της εμπλοκής των Χούθι στην περιφερειακή κλιμάκωση.
Το Ισραήλ, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει κινηθεί σε τρία βασικά επίπεδα δράσης: Πρώτον, επιχείρησε την αποδόμηση της στρατηγικής της «ενότητας των πεδίων» που υιοθέτησαν οι ένοπλες οργανώσεις της περιοχής. Δεύτερον, αξιοποίησε τη στρατηγική αυτή ως εργαλείο πίεσης απέναντι στις παλαιστινιακές οργανώσεις και, τρίτον, επιχείρησε να την αναπαραγάγει ανοίγοντας ταυτόχρονα πολλαπλά μέτωπα σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Η προσέγγιση αυτή αποτυπώνεται στην πολεμική επιχείρηση στη Γάζα, στην άνευ προηγουμένου κλιμάκωση στη Δυτική Όχθη, στις ισραηλινές επεμβάσεις στη Συρία, στις επιχειρήσεις εναντίον της Χεζμπολάχ και στις εκτεταμένες επιθέσεις κατά των Χούθι.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ εμφανίζεται ως η πλέον ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Έχει εξουδετερώσει στρατιωτικά τις βασικές απειλές τόσο της Χεζμπολάχ όσο και της Χαμάς, και έχει αποδυναμώσει το Ιράν. Επιπλέον, το καθεστώς του Άσαντ στη Συρία κατέρρευσε και ο Άξονας της Αντίστασης δέχθηκε καίριο πλήγμα. Ωστόσο, το Ισραήλ βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά στρατηγικών αντιφάσεων που απορρέουν από τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Στην περίπτωση της Χαμάς, ο στόχος του για πλήρη εξάλειψη της οργάνωσης δεν έχει επιτευχθεί και δεν διαφαίνεται καμία εναλλακτική πολιτική πρόταση για τη διοίκηση της Γάζας. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο προβληματική λόγω της τεράστιας ανθρώπινης τραγωδίας, που οφείλεται αποκλειστικά στον ισραηλινό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας. Η κυβέρνηση Νετανιάχου απορρίπτει κάθε ενδεχόμενο συμμετοχής της Παλαιστινιακής Αρχής σε μια μελλοντική διακυβέρνηση της Γάζας. Το αδιέξοδο που προκύπτει από τα παραπάνω δεδομένα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την ισραηλινή Ακροδεξιά για την επιβολή της ατζέντας της.
Κατά τη δεκαετία του 1990, στο Ισραήλ διαμορφώθηκαν δύο βασικές σχολές σκέψης: Η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τους Γιτζάκ Ράμπιν και Σιμόν Πέρες, και υποστήριζε ότι η στρατιωτική και οικονομική ισχύς του Ισραήλ μπορούσε να οδηγήσει σε συμφωνίες ειρήνης με τους Παλαιστίνιους και τη Συρία στη βάση της αρχής «Γη για Ειρήνη», όπως συνέβη το 1978 με τη συμφωνία με την Αίγυπτο. Η άλλη εκφραζόταν από τη Δεξιά, κυρίως από δεξαμενές σκέψης, καθώς και από τον τότε ανερχόμενο Μπενιαμίν Νετανιάχου, που απέρριπτε οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους Παλαιστινίους και τα αραβικά κράτη (Rubin 2005). Βασικό της δόγμα είναι ότι το Ισραήλ θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε κάθε επιθετική ενέργεια με ένα ανταποδοτικό πλήγμα τόσο ισχυρό, ώστε να παραλύει τον αντίπαλο και να τον «εκπαιδεύει» στην αντίληψη ότι οποιαδήποτε σύγκρουση με το Ισραήλ είναι καταστροφική. Σύμφωνα με αυτή τη σχολή σκέψης, δεν υπάρχει λόγος για διαπραγμάτευση ή συμβιβασμό με τους Παλαιστίνιους, τα αραβικά κράτη και το Ιράν. Το Ισραήλ οφείλει να είναι έτοιμο να διεξάγει έναν πόλεμο κάθε έξι έως δέκα χρόνια, μέχρις ότου τα γειτονικά κράτη αποδεχθούν όχι μόνο την παρουσία, αλλά και τις εδαφικές αξιώσεις του, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται απαρτχάιντ ή εθνοκάθαρση εις βάρος των Παλαιστινίων (Jerusalem Post 2024).
Έως την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, το Ισραήλ περιοριζόταν σε στοχευμένες επιθέσεις εναντίον των αντιπάλων του (κρατών και μη κρατικών δρώντων), που στόχο είχαν την αποδυνάμωση αλλά όχι την εξάλειψη του εχθρού (Segev 2024). Το τραύμα από την επίθεση της Χαμάς έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία στη θρησκευτική Δεξιά να κυριαρχήσει πλήρως στην πολιτική σκηνή και την κοινωνία, προβάλλοντας ακόμα εντονότερα τα σχέδια εδαφικής επέκτασης του Ισραήλ και εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων (The Economist 1 2025).
Η ιδεολογική και κοινωνική κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού και η ραγδαία αποδυνάμωση της ισραηλινής σοσιαλδημοκρατίας είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1984. Από το 1985 έως το 2008 οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν κατά 40%. Ο Νετανιάχου αποτέλεσε τον πολιτικό εκφραστή αυτής της αλλαγής, η οποία έπληξε το εισόδημα των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, περιέκοψε τις δαπάνες για την υγεία, εκτόξευσε το κόστος της στέγασης και ώθησε το 20% του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας, διευρύνοντας περαιτέρω το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών (Anderson 2015). Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία οδήγησε το πάλαι ποτέ πανίσχυρο Εργατικό Κόμμα ‒βασικό υποστηρικτή της λύσης των δύο κρατών‒ στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος. Καθώς ο κοσμικός σιωνισμός βρίσκεται σε αποδρομή, ο θρησκευτικός σιωνισμός, σε συνδυασμό με τη δημογραφική άνοδο του εβραϊκού φονταμενταλισμού και την άνευ όρων και προϋποθέσεων, αφειδώλευτη στρατιωτική και οικονομική στήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναδείχθηκε σε κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογική πλατφόρμα.
Εδώ πρέπει να επισημανθεί ο χαρακτήρας του σιωνιστικού προγράμματος. Σύμφωνα με τον Μάικλ Μπούραβοϊ, μπορούμε να διακρίνουμε δύο είδη εποικιστικής αποικιοκρατίας. Το ένα βασίζεται στην απαλλοτρίωση της γης από τον ιθαγενή πληθυσμό και το άλλο στην εκμετάλλευση του ιθαγενούς πληθυσμού (Burawoy 2025: 134). Το Ισραήλ εντάσσεται στην πρώτη περίπτωση, όπου ο παλαιστινιακός πληθυσμός διαδραματίζει ολοένα και μικρότερο ρόλο στην ανάπτυξη της ισραηλινής καπιταλιστικής οικονομίας. Από την απαρχή του σιωνιστικού προγράμματος, οι Παλαιστίνιοι αποκλείστηκαν από τα μεγάλα εργατικά συνδικάτα και διέθεταν πάντοτε λιγότερες ευκαιρίες συμμετοχής στην ισραηλινή οικονομία. Το Εργατικό Κόμμα, ιδίως τη δεκαετία του 1990, ανέπτυξε το σχέδιο της οικονομικής ενοποίησης της Μέσης Ανατολής με πυρήνα το Ισραήλ, την Ιορδανία και ένα παλαιστινιακό κράτος. Η στρατηγική αυτή θα μπορούσε να μετατρέψει το σιωνιστικό πρόγραμμα σε ένα είδος νεοαποικιοκρατίας που θα στηρίζεται στην εκμετάλλευση του αραβικού πληθυσμού. Η κυριαρχία, όμως, της Δεξιάς και η αποτυχία της Ειρηνευτικής Διαδικασίας του Όσλο ακύρωσαν τη στρατηγική αυτή. Ο Μπούραβοϊ υποστηρίζει ότι, λόγω αυτής της εξέλιξης, οι Παλαιστίνιοι ποτέ δεν απέκτησαν τον μοχλό πίεσης που διέθετε η μαύρη εργατική τάξη εξαιτίας της εξάρτησης του νοτιοαφρικανικού κεφαλαίου από αυτήν (Burawoy 2025: 140-141).
Η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα αντιπροσωπεύει το τελικό στάδιο ενός αποικιοκρατικού σχεδίου απαλλοτρίωσης της γης, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με δημογραφική κρίση. Συγκρίνοντας την περίπτωση με άλλες αποικίες, όπως η Νέα Καληδονία και η Βόρεια Ιρλανδία, το Ισραήλ, σε αντίθεση με αυτές, έχει επιλέξει τη γενοκτονία ως στρατηγική για να διατηρήσει την κυριαρχία του. Σύμφωνα με τον Τζόσεφ Μασάντ, τέτοιου είδους αποικιακά καθεστώτα βασίζονται ιστορικά στη δημογραφική μηχανική, στους μαζικούς εκτοπισμούς και τη βία για να εξασφαλίσουν την υπεροχή τους. Σημειώνει ότι οι πολιτικές του Ισραήλ από το 1948 –μέσω εκδιώξεων, στρατιωτικής καταστολής και συνεχιζόμενης κατοχής– στοχεύουν στη διατήρηση της εβραϊκής δημογραφικής πλειοψηφίας έναντι του αυξανόμενου παλαιστινιακού πληθυσμού.
Ο Μάσαντ τοποθετεί το Ισραήλ στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ιστορίας αποικιοκρατίας, αντιπαραβάλλοντάς το με παραδείγματα από την Αμερική, την Αφρική και την Ασία, όπου οι άποικοι τελικά επαναπατρίστηκαν ή εξαναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πολιτική ισότητα με τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Στην περίπτωση του Ισραήλ, ωστόσο, η γενοκτονία στη Γάζα περιγράφεται ως το αποκορύφωμα του αποικιοκρατικού σχεδίου του, μια προσπάθεια να επιλύσει το δημογραφικό του «πρόβλημα» με την εξάλειψη ή την εκδίωξη των Παλαιστινίων. Το άρθρο τοποθετεί αυτό το γεγονός στο πλαίσιο μιας μακράς αποικιοκρατικής παράδοσης εξοντωτικής βίας –από τα ευρωπαϊκά αποικιακά κράτη έως τις ναζιστικές και γαλλικές αποικιακές πολιτικές– και προειδοποιεί ότι, όπως στις περιπτώσεις των ευρωπαϊκών αποικιακών κρατών, η βία αυτή δεν σηματοδοτεί διαρκή ισχύ, αλλά την επικείμενη κατάρρευση της αποικιοκρατικής τάξης (Massad 2025).
Μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, η στρατηγική της σύγκρουσης του θρησκευτικού σιωνισμού ενισχύεται από δεξαμενές σκέψης στο Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που θεωρούν τη συγκυρία μία από τις πλέον ευνοϊκές ‒αν όχι την πλέον ευνοϊκή‒ στην ιστορία του Ισραήλ προκειμένου να «τελειώσει» οριστικά, αφενός, με τους βασικούς ανταγωνιστές του στην περιοχή (το Ιράν και τις οργανώσεις που υποστηρίζει) και, αφετέρου, να αποτρέψει την ανάδειξη ενός νέου περιφερειακού ανταγωνιστή, δηλαδή μιας ισχυρής Τουρκίας (Roman 1 2025). Αυτές οι δεξαμενές σκέψης θεωρούν πως οι βασικές απειλές για την ασφάλεια του Ισραήλ είναι το Ιράν, η Τουρκία, το παγκόσμιο ισλαμιστικό κίνημα και τα κινήματα της διεθνούς Αριστεράς (Pipes 1 2024).



























