«Με ενδιαφέρει νά μήν υπάρχω
παρά νά υπάρχω
όπως θέλουν οι άλλοι» Μ.Χ
Με γνώμονα την παραπάνω επιθυμία του, για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του, αφού αναφερθώ στην γνωριμία μου μαζί του, θα επιχειρήσω μια ιχνηλάτηση των διαχρονικών παρεμβάσεων του Μάνου Χατζιδάκι στα πολιτιστικά πράγματα του τόπου, από την περίφημη διάλεξη για το ρεμπέτικο το 1949 μέχρι την ορχήστρα των χρωμάτων και το δισκογραφικό φορέα Σείριο, με ιδιαίτερη έμφαση στην δημοσιοϋπαλληλική του περίοδο 1975-1982 όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο ίδιος, Κρατική ορχήστρα Αθηνών, Εθνική Λυρική σκηνή και κυρίως στο Τρίτο πρόγραμμα και σέ όσα κοσμογονικά συνέβησαν ή φύτρωσαν εκεί.
Το 1974 αφήνω την επαρχία για να ξεκινήσω τίς σπουδές μου στη νομική Αθηνών, είναι επιτακτική ανάγκη να βρω εργασία και μέσα από μια περιπετειώδη διαδικασία βρίσκομαι τον Οκτώβρη του 74 βοηθός σερβιτόρου στο Φλόκα της Πανεπιστημίου, ο μετρ μου αναθέτει αποκλειστικά την ενασχόληση με το τραπέζι του ποιητή, όπως ανακάλυψα μετ' ολίγον, επρόκειτο για το τραπέζι του Νίκου Γκάτσου όπου μόνιμος συνδαιτυμόνας του, εκτός πολλών άλλων ανθρώπων της τέχνης, ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, έτσι γνώρισα τον Μάνο και γρήγορα έγινα φίλος, μαθητής και στενός συνεργάτης του τόσο στο τρίτο όσο και σέ όλες τις δράσεις που ανέπτυξε εκείνη την εποχή, τη μουσική Ακαδημία Κρήτης, τίς γιορτές των Ανωγείων και το μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Ό Χατζιδάκις ανδρώθηκε σέ ταραγμένους καιρούς, δικτατορία του Μεταξά, ελληνοϊταλικός πόλεμος, δεύτερος παγκόσμιος, σκληρή γερμανική Κατοχή και ακόμα σκληρότερος εμφύλιος, κατά συνέπεια αυτή η μουσική ιδιοφυΐα, απέκτησε πρώιμα τη βιωματική σοφία που τον οδήγησε στην εξαιρετική συγκρότηση εαυτού, συγκρότηση ελεύθερου ανθρώπου και ανιδιοτελούς προσώπου στην εμπλοκή του με τα κοινά.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρω δύο πρόσωπα πού διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην εξέλιξη και συγκρότησή του, ο στενός φίλος του Έκτορας Οικονομίδης που τον μυεί στην ΕΠΟΝ και στο σύμπαν του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά και ό Νάνος Βαλαωρίτης που συναντάει στην ΕΠΟΝ, ο οποίος τον οδηγεί στο πατάρι του Λουμίδη όπου συναντάει για πρώτη φορά τον Γκάτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Κάρολο Κουν, ο δεκαοκτάχρονος νεαρός συστήνεται ως συνθέτης, λίγες μέρες μετά ό Βαλαωρίτης καλεί στο σπίτι του την παρέα των ποιητών για να τούς παρουσιάσει ένα νέο δημιουργό, ο Μάνος κάθεται στο πιάνο και αυτοσχεδιάζει η παρέα μένει άναυδη, αυτή ή συνάντηση αποτελεί την απαρχή της συνεργασίας του με το θέατρο τέχνης αλλά και της διά βίου φιλίας και συνεργασίας του με τον Νίκο Γκάτσο.
Ο στενός φίλος του Έκτορας Οικονομίδης τού μιλάει συχνά για το ρεμπέτικο τραγούδι, κάποια στιγμή τον πείθει να επισκεφθούν ένα κακόφημο, για το κυρίαρχο αφήγημα, υπόγειο όπου ιερουργεί ό Μάρκος Βαμβακάρης, ο Εκτορας δεν φτάνει ποτέ σ' εκείνο το ραντεβού και ο Μάνος αποφασίζει να κατέβει τα σκαλιά του υπόγειου μόνος του, αργότερα, όπως ο ίδιος λέει, μαθαίνει πώς τον φίλο του τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον εκτέλεσαν στο Χαϊδάρι, είναι η πρώτη επαφή του με το ρεμπέτικο τραγούδι, είδος υπό διωγμόν, ή όλη κατάσταση τον γοητεύει και του κινεί το ενδιαφέρον, επισκέπτεται το χώρο συχνά και μελετάει το ρεμπέτικο για να φτάσουμε στο 1949 χρόνια πού κάνει μια πρώτη δημόσια παρέμβαση με την ιστορική ομιλία του για το ρεμπέτικο τραγούδι στο θέατρο του Κουν, έχει βέβαια προηγηθεί το 1948 το ανέβασμα από το θέατρο τέχνης του έργου Ματωμένος γάμος του Λόρκα σέ σκηνοθεσία Καρόλου Κουν μετάφραση Νίκου Γκάτσου και μουσική τού Μάνου, ή διάλεξή του δημιουργεί θύελλα αντιδράσεων σέ βαθμό που ένας θείος του λέει στη μητέρα του πώς ό Μάνος έχει μπλέξει και καλό θα είναι να προσέχει τα βράδια που κυκλοφορεί στο Παγκράτι, ό ίδιος μιας και ποτέ δεν έφτανε στο σπίτι του ό σκοταδισμός και ό βαθύς συντηρητισμός πού διατρέχει την Ελλάδα τής εποχής συνεχίζει να υπερασπίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι με σειρά δίσκων με εναρμονίσεις ρεμπέτικων τραγουδιών, Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη, Ρυθμολογία, ό Σκληρός Απρίλης του '45, τα Λειτουργικά με τη Φλέρη Νταντωνάκη και τα Πέριξ με τη Βούλα Σαββίδη.
Δέκα χρόνια μετά, το 1959 ο Κουν ανεβάζει στο Ηρώδειο τούς όρνιθες του Αριστοφάνη στη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα με τον Τσαρούχη στα σκηνικά και κοστούμια και με μουσική του Χατζιδάκι, έρχονται τα πάνω κάτω, το κοινό τους αποδοκιμάζει, αίσχος, σταματήστε... Και μια μικρή μειοψηφία τούς παροτρύνει να συνεχίσουν, ή κριτική τούς κατακρεουργεί και ο υπουργός προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος ακυρώνει την προγραμματισμένη παράσταση της επόμενης μέρας. Ό Χατζιδάκις ασχολείται τα επόμενα πέντε χρόνια με την ολοκλήρωση της μουσικής για τούς όρνιθες και το '64 την ηχογραφεί με δικά του έξοδα και την κυκλοφορεί, κατά την ταπεινή μου άποψη ή μουσική για τούς όρνιθες αποτελεί ανυπέρβλητο έργο, έργο κορωνίδα στην εργογραφία του Χατζιδάκι.
Το 1963-64 δημιουργεί την Πειραματική ορχήστρα Αθηνών και χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Σύγχρονης μουσικής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Αθηνών όπου παρουσιάζουν έργα τους, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Ξενάκης, ό Γιάννης Χρήστου, ό Θόδωρος Αντωνίου και ό Γιώργος Κουρουπός.
Αισίως φτάνουμε στο 1975 όταν ό Κωνσταντίνος Καραμανλής καλεί τον φίλο του Μάνο Χατζιδάκι να αναμορφώσει τους κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς ήτοι την κρατική ορχήστρα Αθηνών, την Εθνική Λυρική σκηνή και τα πολιτιστικά προγράμματα του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα.
Ό Χατζιδάκις αποδέχεται την πρόταση και ανεβαίνει στο ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής, οι πρώτες κινήσεις του, κυρίως η κατάργηση της επιτροπής προγράμματος και η διακοπή των επί πληρωμή διαφημιστικών εκπομπών των δισκογραφικών εταιρειών, πυροδοτούν τίς πρώτες αντιδράσεις κυρίως από τούς μανδαρίνους που χάνουν τα για δεκαετίες κεκτημένα τους, ακολουθεί μία δύσκολη περίοδος και ο Χατζιδάκις αποφασίζει να ασχοληθεί αποκλειστικά με το αραχνιασμένο Τρίτο.
Κάπως έτσι αρχίζει ο χαρούμενος Γολγοθάς της επταετούς δημοσιοϋπαλληλικής περιόδου του.
Τό χατζιδακικό Τρίτο με την πάροδο των χρόνων έχει γίνει σημείο αναφοράς και κατέληξε αστικός μύθος, αλλά τί ακριβώς σηματοδοτεί αυτό το ραδιοφωνικό εγχείρημα του Μάνου Χατζιδάκι πού λαβαίνει χώρα την πρώτη επταετία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας; είναι κοινός τόπος οι διαρκείς κρίσεις με τη διοίκηση της ΕΡΤ αλλά και με πολλούς υπουργούς τής κυβέρνησης αλλά και ο σφοδρός πόλεμος από τα συνδικάτα και μερίδα του τύπου, πού φτάνει σέ χυδαίες επιθέσεις στο πρόσωπο του Χατζιδάκι και δεν είναι καθόλου υπερβολή σέ ακραίες απόπειρες δολοφονίας χαρακτήρα. Πολλά μπορεί να πει κανείς επ αυτού. Εγώ θα καταθέσω την δική μου ανάγνωση.
Η ιδιοπροσωπία του Χατζιδάκι αν κανείς μπει στον κόπο να μελετήσει τη βιοσοφία και βιοπορεία του, αποτελεί ένα αντίλογο, μια αταξία απέναντι στο κυρίαρχο αφήγημα και την τάξη πραγμάτων, κατά συνέπεια οι δημόσιες παρεμβάσεις του δημιουργούν αναστάτωση στην εξουσία και τίς ελίτ, αν υπήρξαν τέτοιες στην καθ' ημάς Ανατολή, αλλά και στην πλειοψηφία τής χριστεπώνυμης κοινωνίας που είναι γαλουχημένη με το δόγμα πατρίς θρησκεία οικογένεια, και παράγει ανελεύθερους πολίτες πειθήνιους στο κυρίαρχο ρεύμα και ευκόλως αργυρώνυτους.
Ο Χατζιδάκις προτάσσει το «παιδεία, τέχνη, ενημέρωση» για μια κοινωνία που θέλει ελεύθερους και ενήμερους πολίτες.
Αυτό συνιστά αιτία πολέμου πρόκειται για σύγκρουση απόψεων, αλλά η σύγκρουση απόψεων, της τάξης και της αταξίας είναι προϋπόθεση για να ανατείλει το νέο.
Πρόκειται για άλλη θέαση για μια διαφορετική άποψη πού δίνει βήμα στον εξόριστο λόγο και ακυρώνει έργω την κρατική προληπτική λογοκρισία αυτή την κλίνη του Προκρούστη αλλά και σειρά άλλων εργαλείων της εξουσίας όπως το ευνουχιστικό οκτάωρο εργασίας και ο τρόμος μπροστά στον προϊστάμενο, ο Χατζιδάκις όταν αναλαμβάνει διευθυντής του τρίτου, δηλώνει πως οι άνθρωποι γύρω του δεν είναι υπάλληλοι αλλά συνεργάτες και τούς εξαιρεί από το να χτυπούν κάρτα εργασίας, εξανίσταται το συνδικάτο και αντί να διεκδικήσει το ελεύθερο ωράριο για το σύνολο των παραγωγικών ειδικοτήτων, απαιτεί να χτυπάνε κάρτα και οι άνθρωποι του Τρίτου, ο Μάνος απαντάει πως η εργασία μας είναι μετρήσιμη, εμείς ,οι συνεργάτες του, έχουμε ελεύθερο ωράριο αλλά βρισκόμαστε στο τρίτο δεκάωρα και πλέον καθημερινά.
Στο Τρίτο ο Μάνος Χατζιδάκις μετά από σειρά αιρετικών παρεμβάσεων διαχρονικά και με μια ομάδα ικανών και αφοσιωμένων συνεργατών, έχει την ευκαιρία μιας καθημερινής αντιπαράθεσης με τα κακώς κείμενα, το εκπεμπόμενο αποτέλεσμα αυτής κοπιώδους εργασίας γοητεύει όλο και μεγαλύτερο κοινό κυρίως τούς νέους έτσι ώστε την τριετία 1978-1981 το Τρίτο να έχει δυσθεώρητη ακροαματικότητα, καθίσταται ο ιδανικός πολλαπλασιαστής για δράσεις εκτός ραδιοφωνίας, είναι η κατάλληλη στιγμή να ξεδιπλώσει το όραμά του για πολιτιστική αποκέντρωση, η οποία ξεκινάει με την ίδρυση της Μουσικής Ακαδημίας Κρήτης (1977) και συνεχίζεται με τις Γιορτές των Ανωγείων 1979-80-81) και το μουσικό Αύγουστο (1980-81) στο Ηράκλειο.
Σ' αυτή την τριετή Κρητική εμπειρία συμβαίνουν τα θαύματα που γεύτηκαν οι κάτοικοι αυτού του τόπου, οι τυχεροί διά ζώσης αλλά και οι επίσης τυχεροί από τη ραδιοφωνική μετάδοσή τους.
Ό μουσικός Αύγουστος του 1981 σήμανε το απόγειο της δημοσιοϋπαλληλικής περιόδου του Μάνου Χατζιδάκι και απροσδόκητα αποτέλεσε και την τελεία στο όλο εγχείρημα του Τρίτου.
Δυστυχώς για το Ηράκλειο έχασε την μεγάλη ευκαιρία να γίνει το ελλαδικό Σπολέτο, αλλά όλα τα σημαντικά στο κρατίδιο του νότου είναι και παραμένουν στο έλεος τής πολιτικής βούλησης, ζήτημα πολιτικής βούλησης ήταν η επιβίωση του Τρίτου και ζήτημα πολιτικής βούλησης υπήρξε και η αποδελτίωση του.
Οι τελευταίες παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στον πολιτισμό είναι οι αγώνες Ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα και την Καλαμάτα, η Ορχήστρα των Χρωμάτων και ο δισκογραφικός φορέας Σείριος.



























