Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο άνθρωπος, ο μεγάλος δημιουργός που έβγαλε την ποίηση από τις βιβλιοθήκες και την έφερε στα χείλη όλου του ελληνικού λαού, έως τα πέρατα του κόσμου.
Ο Γιάννης Ρίτσος που φρόντιζε πάντα να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στον Μίκη Θεοδωράκη είχε πει χαρακτηριστικά: «Έβγαλε την ποίηση στον καθαρόν αέρα και την έφερε ως το τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί».
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου Μίκη Θεοδωράκη, θυμόμαστε ένα απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε ο Ρίτσος για τον φίλο και συναγωνιστή του, Μίκη.
Σημειώνεται ότι το κείμενο αποτελεί τον πρόλογο του βιβλίου «Μαχόμενη Κουλτούρα» του Μίκη Θεοδωράκη (1982, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
«Μίκης Θεοδωράκης: ο πολυτάλαντος, ο πολυδιάστατος, ο πολυσύνθετος, ο πολυδύναμος. Όλα σ’ αυτόν είναι μεγάλα: ανάστημα, χέρια, πόδια, φωνή, γέλιο, κίνηση – όλα στον υπερθετικό βαθμό. Είναι απ’ αυτούς που όταν χορεύουν στην πλατεία μέσο στο σπίτια τρέμουν τα ταβάνια και κουδουνίζουνε τα γυαλικά στα ράφια.
Ρωμιός. Γνήσιος Ρωμιός. Κι έχει πάντα κρεμασμένο στον κόρφο του. σε χοντρό, λαϊκό, τσαγκαράδικο σπάγκο (κι όχι σε χρυσή αλυσιδίτσα) γκόλφι του την Ελλάδα. Κι η Ελλάδα αναγνωρίζει στο έργο του το πρόσωπό της.
Ο Μίκης. στον οραματικό δυναμισμό του, έχει κάτι απ’ τον Σικελιανό, απ' τον Μαγιακόβσκη. απ’ τον Ουγκώ και τον Μπετόβεν. Ούτε στιγμή δε θα βρούμε το Μίκη σε χαλάρωση. Πάντα σε έξαρση. Ένας παλαιστής. Ένας ακάματος αγωνιστής. Φλέβες, νεύρα, μυώνες και αισθήσεις σε υπερένταση. Όλος μια τεντωμένη χορδή αέναα παλλόμενη, αδιάκοπα ανταποκρινόμενη και στο πιο ανεπαίσθητο νεύμα της ιστορίας, σε κάθε νεύμα απ’ το «μέσα» του κόσμου.
Ας μη νομιστεί ότι επιχειρώ να δώσω ένα υποτυπώδες έστω πορτραίτο του Μίκη. Ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα έχω. Ο δημιουργικός του «φανατισμός» είναι τέτοιος που δε χωράει σε χαρακτηρισμούς και σχήματα. Κι είναι να θαυμάζεις πόσο τεράστια δύναμη θα πρέπει να διαθέτει ο ίδιος για να μπορεί να οργανώνει και να μορφοποιεί αισθητικά την εκρηκτική του δύναμη. Κι όμως ετούτη η δύναμη που χαστουκίζει κατά πρόσωπο κάθε μεγάλη και μικρή αδικία, ξέρει στιγμές στιγμές ν’ απαλαίνει και να θωπεύει κάθε καλό κι ωραίο του κόσμου τούτου κι αυτής της εποχής, γιατί μες στις τραχειές φλέβες της δύναμής του κυκλοφορεί σαν αίμα μια παιδική σχεδόν αθωότητα- το πείσμα και το χαμόγελο ενός αγέραστου παιδιού- που «αθωώνει» τη σεισμικότητά του (…).
Εδώ, ακόμη μια φορά, θα δούμε το διαρκές «παρών» του Μίκη μες στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι, κι ακόμη μια φορά θα καταλάβουμε στο λόγο του, αυτό που βαθύτερα νιώθουμε στη μουσική του.
Ο δονούμενος Μίκης, με τη μπαγκέτα στο χέρι, σαν μ’ ένα μαγικό ραβδί, αγγίζει κατευθείαν την καρδιά του λαού, την καρδιά των λαών, διευθύνοντας και πραγματώνοντας ένα θαύμα – ένα θαύμα που εδραιώνει την πίστη πως είναι κατορθωτή η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη, η ελευθερία.
Μέσα στη μουσική του Μίκη (έντεχνη, λαϊκή και συμφωνική) συνθέτονται οι κοινωνικές και προσωπικές του αντιφατικότητες κι αποθεώνεται η πανανθρώπινη ομοψυχία κι ομοθυμία (…).
Ένα άλλο, ιδιαίτερα τιμητικό κεφάλαιο της προσωπικότητας του Θεοδωράκη είναι η προσφορά του στην ποίηση, που, με τη μουσική του, την έβγαλε απ’ τις σκοτεινές, βαρύθυμες βιβλιοθήκες, την έβγαλε στον καθαρόν αέρα και την έφερε ώς το τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί.
Μα τι να πει κανείς για το Μίκη; Τι να πρωτοπεί; Ένα ακατάπαυστο μονάχα χειροκρότημα κι ένα μεγάλο Γεια σου Μίκη».
Αθήνα, Νοέμβρης 1982, Γιάννης Ρίτσος.
Πηγή εικόνων προλόγου mikis.melodisseia.gr






























