Μάνα, Μητέρα, Μαμά, Μανούλα. Όλες αυτές οι λέξεις έχουν την ίδια σημασία. Όλες σχηματίζονται στο ίδιο πρόσωπο, την ίδια μορφή που μένει πάντα χαραγμένη μέσα μας, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η γιορτή της Μητέρας είναι εδώ για να μας υπενθυμίσει όσα έχουν κάνει εκείνες για εμάς.
Οι μητέρες δεν θέλουν δώρα ακριβά, ούτε λόγια μεγάλα. Το μόνο που αποζητούν είναι η αγάπη τους να βρει ανταπόκριση. Να δουν στα μάτια και στις πράξεις μας την εκτίμηση που τρέφουμε γι’ αυτές, να καταλάβουν πως ο κόπος τους δεν πήγε χαμένος.
Με αφορμή την Γιορτή της Μητέρας, συγκεντρώσαμε 5 ποιήματα από τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τη Δημουλά, τον Καρυωτάκη και τον Πολέμη που αφιερώνουν λίγους στίχους στις μητέρες τους, γεμάτους αγάπη και τρυφερότητα.
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Προς την μητέρα μου (1873)
Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τον έχουμε γνωρίσει κυρίως μέσα από τα ηθογραφικά του διηγήματα, ως εισηγητή της ρεαλιστικής ηθογραφίας μαζί με τον Γεώργιο Βιζυηνό. Και στην ποίηση, όμως, ο αγαπημένος συγγραφέας καταφέρνει να μας συγκινήσει.
Στο πίσω μέρος ενός γράμματος που είχε στείλει στον πατέρα του στην Αθήνα, το 1873, γράφει το ποίημα «Προς τη Μητέρα μου». Πρόκειται για ένα δημιούργημα, γλυκύτατο, όχι όμως για τη μητέρα, αλλά προς εκείνη, τη μάνα, της οποίας η «ευχή» είναι η μόνη «άγκυρα» του.
Γεώργιος Βιζυηνός - Η μητέρα
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι γνωστός κυρίως για τα ηθογραφικά διηγήματα του. Η έννοια της μητέρας αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι του έργου του καθώς πρόκειται για ένα πρόσωπο που ο ίδιος τιμά σε πολλές δημιουργίες του.
Στο ποίημα «Η Μητέρα» ειδικότερα, στόχος του Βιζυηνού είναι να μεταδώσει στα παιδιά που θα το διαβάσουν το αίσθημα της ευγνωμοσύνης και του σεβασμού απέναντι στις μητέρες τους. «Πώς να πειράξω τη μητέρα, να κάμω εγώ να λυπηθεί», αναρωτιέται τρυφερά ο ποιητής.
Κική Δημουλά - Βιογραφικός πίνακας
(Στη μάνα μου)
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.
Σ’ αυτό το μπαλκόνι
σ’ αυτό το χαμόγελο
τ’ απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.
Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.
Κάθεται
άκρη- άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄ αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:
«Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν; «Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.
Τώρα
αποτολμά μια κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.
Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.
Η πολυβραβευμένη και διακεκριμένη Κική Δημουλά αφιερώνει λίγους στίχους στην μητέρα της. Υμνεί την παρουσία της και δημιουργεί μια συγκινητική εικόνα περιγράφοντας την παρουσία της ένα απόγευμα στο μπαλκόνι.
Κώστας Καρυωτάκης - Ξεπροβόδισμα (1919)
- Ἀγάπη μου, ἤσουνα παιδί· παιδί μου, εἶσαι ἄντρας τώρα·
σῦρε, ἀκριβέ μου, στὸ καλό, μὴ σὲ προφτάσει ἡ μπόρα.
- Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·
μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.
- Παιδί μου, ὅλοι θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;
σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὄρθιος καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.
- Μάνα, ὁ χειμῶνας ρυάζεται κ᾿ ἡ νύχτα ἀγκομαχάει·
μὲ δένει, μάνα, μιὰ ντροπή, κ᾿ ἕνας καημὸς μὲ πάει.
- Βλέπε, παιδί μου, πάντα ὀμπρός. Τὸ χτὲς μὴ σὲ πικραίνει.
Τώρα ἡ ζωὴ σὰν ἄλογο στὴν πόρτα σὲ προσμένει.
- Μάνα, οἱ ἄνεμοι ρίξανε τοῦ δρόμου τὸ πλατάνι·
μὲ τρώει, μανούλα, ἡ θύμηση, κι ὁ πόνος μὲ δαγκάνει.
- Παιδί μου, ὅλου θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;
σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὀρθὸς καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.
- Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·
μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.
Ο συγκινητικός διάλογος του Κώστα Καρυωτάκη με τη μητέρα του, αποτυπωμένος σε ένα υπέροχο ποίημα. Ενώ εκείνος διστάζει, σαν να φοβάται, να πάει μπροστά και να εγκαταλείψει την πατρική εστία, η μάνα, του δίνει κουράγιο και δύναμη, τον προτρέπει να πάει μπροστά.
Μέσα από την τρυφερότητα και την αγάπη της, τον συμβουλεύει και τον παροτρύνει να προχωρήσει και να μην μείνει «τελευταίος» ώστε να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή.
Ιωάννης Πολέμης - Ο αποχαιρετισμός της μάννας
Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι αποκάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.
Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο
και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.
«Η μάννα» του Ιωάννη Πολέμη είναι έτοιμη να του συγχωρήσει τα πάντα. Ακόμα κι αν ο γιος της φύγει μακριά, ακόμα κι αν την απαρνηθεί, όλα θα τ’ αντέξει.
Μα μόνο ένα πράγμα δεν μπορεί να συγχωρήσει στον γιο της: την προδοσία του προς την πατρίδα. «Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι, να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι», προειδοποιεί μ’ αυστηρότητα η μητέρα του Πολέμη.