Ελλάδα

Guardian: «Το ελληνικό Λιμενικό φταίει για το ναυάγιο στην Πύλο», τι δείχνουν τα νέα στοιχεία

Guardian: «Το ελληνικό Λιμενικό φταίει για το ναυάγιο στην Πύλο», τι δείχνουν τα νέα στοιχεία
Οι προσπάθειες της ελληνικής ακτοφυλακής να ρυμουλκήσει το αλιευτικό που μετέφερε εκατοντάδες μετανάστες από τη Λιβύη με προορισμό την Ιταλία μπορεί να προκάλεσε τη βύθισή του, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύει ο Guardian, εγείροντας περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με το τραγικό ναυάγιο με περισσότερους από 500 αγνοούμενους ανοιχτά της Πύλου.

Το αλιευτικό που μετέφερε περίπου 700 μετανάστες και πρόσφυγες από τη Λιβύη στην Ιταλία βυθίστηκε στις 14 Ιουνίου στα ανοικτά των ακτών της Πύλου. Μόλις 104 άνθρωποι διασώθηκαν, παρότι η θέση και οι συνθήκες υπό τις οποίες κατέπλεε το σκάφος ήταν γνωστές στη Frontex, καθώς και στις ελληνικές και τις ιταλικές Αρχές ήδη από το πρωί της 13ης Ιουνίου.

Δημοσιογράφοι και ερευνητές του Guardian - σε συνεργασία με το γερμανικό ARD/NDR/Funk, το ελληνικό Solomon και τη συνδρομή του Forensis - πραγματοποίησαν περισσότερες από 20 συνεντεύξεις με επιζώντες, ενώ παράλληλα μελέτησαν δικαστικά έγγραφα και συμβουλεύτηκαν πηγές της ακτοφυλακής για να σχηματίσουν μια πιο σαφή εικόνα όλων όσων συνέβησαν το 24ωρο που προηγήθηκε του ναυαγίου: τις ευκαιρίες διάσωσης που χάθηκαν και τις προσφορές βοήθειας που αγνοήθηκαν.

Πολλοί επιζώντες δήλωσαν ότι οι προσπάθειες της ελληνικής ακτοφυλακής να ρυμουλκήσει το σκάφος προκάλεσαν τελικά τη βύθιση, με το λιμενικό να αρνείται μέχρι σήμερα σθεναρά ότι επιχείρησε να ρυμουλκήσει το πλοίο.

Στο πλαίσιο της έρευνας, το βράδυ - που το σκάφος βυθίστηκε 47 ναυτικά μίλια ανοιχτά της Πύλου - αναπαραστήθηκε μέσω διαδραστικού τρισδιάστατου μοντέλου που δημιουργήθηκε από το Forensis - μια ερευνητική υπηρεσία με έδρα το Βερολίνο που ιδρύθηκε από την Forensic Architecture, η οποία διερευνά περιστατικά παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι τελευταίες κινήσεις του πλοίου έρχονται σε αντίθεση με την ακτοφυλακή και αποκαλύπτουν ασυνέπειες στην επίσημη περιγραφή των γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της κατεύθυνσης και της ταχύτητας του πλεόμενου.

Το λιμενικό τους είπε πως θα τους οδηγήσει στην Ιταλία

Το πλέον κρίσιμο, ωστόσο, είναι ότι η έρευνα έδειξε ότι το υπερπλήρες πλεούμενο άρχισε να κινείται προς τα δυτικά έπειτα από επικοινωνία με το μοναδικό σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής που έσταλη στο σημείο. Σύμφωνα με πολλαπλές μαρτυρίες επιζώντων που δόθηκαν στον Guardian και σε Έλληνες εισαγγελείς, το λιμενικό είχε πει στους μετανάστες ότι θα τους οδηγούσε στην Ιταλία - γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με την επίσημη εκδοχή ότι η μηχανότρατα άρχισε να κινείται δυτικά από μόνη της.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι το σκάφος είχε στραφεί προς τα νότια και ήταν σχεδόν ακίνητο για τουλάχιστον μία ώρα μέχρι, όπως είπαν οι επιζώντες, να γίνει μια δεύτερη και μοιραία προσπάθεια ρυμούλκησης.

Δύο επιζώντες χρησιμοποίησαν το τρισδιάστατο μοντέλο για να περιγράψουν την ίδια τη ρυμούλκηση, ενώ τρεις άλλοι, οι οποίοι κάθονταν στο εσωτερικό ή στο κάτω κατάστρωμα του σκάφους, περιέγραψαν πως «σπρώχτηκαν» προς τα εμπρός «σαν πύραυλος», αλλά χωρίς να λειτουργεί η μηχανή - στοιχεία που υποδεικνύουν μια προσπάθεια ρυμούλκησης.

Άλλος επιζών ανέφερε πως άκουσε ανθρώπους να φωνάζουν για ένα σχοινί που δέθηκε από τον «ελληνικό στρατό» και περιέγραψε ότι το σκάφος ρυμουλκήθηκε για 10 λεπτά λίγο πριν βυθιστεί. «Αισθάνομαι ότι προσπάθησαν να μας σπρώξουν έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα ώστε να τελειώσει η ευθύνη τους», δήλωσε ένας επιζών αφού εξέτασε τον χάρτη των γεγονότων.

Η Μαρία Παπαμηνά, δικηγόρος από το ΕΣΠ - μία από τις δύο νομικές οργανώσεις που εκπροσωπούν 40 έως 50 διασωθέντες - δήλωσε ότι υπήρξαν δύο απόπειρες ρυμούλκησης. Τα δικαστικά έγγραφα δείχνουν επίσης ότι επτά στους οκτώ επιζώντες έδωσαν εξηγήσεις στον εισαγγελέα για την παρουσία σχοινιού, καθώς και για απόπειρα ρυμούλκησης και ισχυρής έλξης, σε καταθέσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 17 και 18 Ιουνίου.

Δεν κατέγραψαν την επιχείρηση γιατί «είχαν εστιασεί στο πώς θα σώσουν ζωές»

Οι ακριβείς συνθήκες της βύθισης δεν μπορούν να αποδειχθούν ελλείψει φωτογραφικών ντοκουμέντων. Αρκετοί επιζώντες, ωστόσο, κατέθεσαν ότι είχαν τραβήξει βίντεο λίγο πριν από τη βύθιση με τα κινητά τους τηλέφωνα, που όμως κατασχέθηκαν από τις Αρχές.

Για την ώρα δεν έχει διευκρινιστεί γιατί το νεοαποκτηθέν σκάφος του ελληνικού λιμενικού που βρέθηκε στο σημείο δεν κατέγραψε την επιχείρηση στις θερμικές κάμερές του. Το σκάφος, με την ονομασία 920, χρηματοδοτήθηκε κατά 90% από την ΕΕ για την ενίσχυση της δράσης της Frontex στην Ελλάδα - με τον Οργανισμό να ζητά από τα κράτη-μέλη «εάν είναι εφικτό, να καταγράφουν σε βίντεο όλες τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούνται με μέσα συγχρηματοδοτούμενα από την Frontex».

Σε επίσημες δηλώσεις του, το ελληνικό λιμενικό σώμα ισχυρίστηκε ότι η επιχείρηση δεν καταγράφηκε επειδή το πλήρωμα είχε εστιάσει στην επιχείρηση διάσωσης. Ωστόσο, πηγή του Λιμενικού Σώματος δήλωσε ότι οι κάμερες δεν χρειάζονται συνεχή χειροκίνητη λειτουργία και υπάρχουν ακριβώς για να καταγράφουν τέτοια περιστατικά.

Υπήρχε σκάφος πιο κοντά, αλλά δεν εστάλη στο σημείο

Τέλος, η παρουσία των μασκοφόρων - που περιγράφηκε από δύο επιζώντες ως απόπειρα να δεθεί με σχοινί το πλοιάριο - καταγράφεται επίσης στο ημερολόγιο του πλοίου, το οποίο περιλαμβάνει μια καταχώρηση για μια ομάδα ειδικών επιχειρήσεων γνωστή ως ΚΕΑ (Κλιμάκιο Ειδικών Επιχειρήσεων) που βρέθηκε στο 920 εκείνο το βράδυ.

Σύμφωνα με πηγές της ακτοφυλακής, δεν θα ήταν ασυνήθιστο να αναπτυχθεί κάποιο ΚΕΑ - που συνήθως χρησιμοποιείται σε επικίνδυνες καταστάσεις, όπως η υποψία λαθρεμπορίας όπλων ή ναρκωτικών στη θάλασσα - δεδομένης της άγνωστης κατάστασης του σκάφους, αλλά μια πηγή δήλωσε ότι η παρουσία τους υποδηλώνει ότι το σκάφος θα έπρεπε να είχε αναχαιτιστεί για λόγους ασφαλείας και μόνο.

Μια πηγή χαρακτήρισε «ακατανόητη» την αποτυχία να φτάσει βοήθεια πιο κοντά στο περιστατικό. Το 920 αναπτύχθηκε από τα Χανιά της Κρήτης, περίπου 150 ναυτικά μίλια από το σημείο του ναυαγίου. Η πηγή ανέφερε ότι το λιμενικό είχε σκάφη και σε Πάτρα, Καλαμάτα, Νεάπολη Βοΐου - ακόμη και στην ίδια την Πύλο.

Το 920 έλαβε εντολή από το αρχηγείο του λιμενικού να «εντοπίσει» το σκάφος περίπου στις 3 το απόγευμα τοπική ώρα στις 13 Ιουνίου. Τελικά ήρθε σε επαφή με το πλήρωμα κοντά στα μεσάνυχτα. Αυτόπτης μάρτυρας αξιωματούχος επιβεβαίωσε ότι ένα άλλο σκάφος βρισκόταν στην Καλαμάτα στις 14 Ιουνίου και θα μπορούσε να έχει φτάσει στο πλεούμενο μέσα σε λίγες ώρες. «Θα έπρεπε να έχει φύγει το σήμα "στείλτε ό,τι έχετε". Το σκάφος χρειαζόταν σαφώς βοήθεια», υποστήριξε η πηγή.

Washington Post: Πώς εκατοντάδες μετανάστες πνίγηκαν με ευθύνη της Ελλάδας

Ένα ερευνητικό ρεπορτάζ με το χρονικό της τραγωδίας και αιχμές για την δράση του ελληνικού λιμενικού δημοσίευσε και η Washington Post.

Η πρώτη από τις περισσότερες από δώδεκα κλήσεις κινδύνου ήρθε το πρωί της 13ης Ιουνίου. Σε μια βάρκα γεμάτη με μετανάστες, το πόσιμο νερό είχε πια τελειώσει και η κατάσταση γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη - σημειώνεται.

Ωστόσο, η ελληνική ακτοφυλακή δεν κάλεσε σε επιχείρηση διάσωσης υψηλής προτεραιότητας. Τις επόμενες ώρες, οι αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι το σκάφος προχωρούσε με «σταθερή πορεία και ταχύτητα» και ότι οι άνθρωποι που επέβαιναν σε αυτό δεν ήθελαν βοήθεια. Οι Έλληνες αξιωματούχοι αρνούνται την ευθύνη για ό,τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, όταν το σκάφος μεταναστών, μια αλιευτική τράτα γνωστή ως Adriana, ανατράπηκε πνίγοντας στη Μεσόγειο Θάλασσα έως και 750 ανθρώπους.

Το κρίσιμο σημείο στη διερεύνση της υπόθεσης είναι αναμφισβήτητα οι αντικρουόμενες μαρτυρίες για τα τελευταία λεπτά του Adriana: αν το σκάφος ανατράπηκε ως αποτέλεσμα μιας μετατόπισης του βάρους που προκλήθηκε από πανικό, όπως υποστηρίζει η ακτοφυλακή ή αν ανατράπηκε ενώ ρυμουλκήθηκε από την ακτοφυλακή, όπως περιγράφουν ορισμένοι επιζώντες.

Η έρευνα της Washington Post θέτει, παράλληλα, υπό αμφισβήτηση κι άλλους βασικούς ισχυρισμούς των Ελλήνων αξιωματούχων και υποδηλώνει ότι το φονικότερο ναυάγιο στη Μεσόγειο εδώ και χρόνια ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Σε αντίθεση με το αφήγημα του Λιμενικού ότι το σκάφος κινούταν με σταθερή πρόθεση των επιβαινόντων να φτάσει στην Ιταλία, η Post διαπίστωσε ότι η ταχύτητα του σκάφους είχε δραματικές διακυμάνσεις - σύμφωνα με τις μαρτυρίες διασωθέντων για προβλήματα στη μηχανή - ενώ έκανε κύκλους στη διαδρομή του.

Διασώστες και εμπειρογνώμονες εξέφρασαν την πεποίθηση ότι οι Έλληνες αξιωματούχοι εκμεταλλεύτηκαν τις αναφορές πως η βοήθεια δεν ήταν επιθυμητή και απέτυχαν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους να ξεκινήσουν μια προσπάθεια διάσωσης με όλες τις δυνάμεις τους αμέσως μόλις εντοπίστηκε το επισφαλές σκάφος.