Όπως υποστηρίζουν Γερμανοί ερευνητές, ο περιορισμός στην κατανάλωση ζάχαρης θα μπορούσε να προλάβει το 40% των περιπτώσεων με άνοια και το 90% των εγκεφαλικών επεισοδίων!
Η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης μπορεί να βλάψει σοβαρά τον εγκέφαλο, σύμφωνα με μελέτη της Γερμανικής Εταιρείας Νευρολογίας (DGN) και του Γερμανικού Ιδρύματος Εγκεφάλου. Τα τρέχοντα αποτελέσματα της μελέτης Global Burden of Diseases δείχνουν ότι το εγκεφαλικό επεισόδιο και η άνοια συγκαταλέγονται στις 10 κύριες αιτίες θανάτου. Ο υγιεινός και δραστήριος τρόπος ζωής, η επαρκής άσκηση και ύπνος, η αποφυγή επιβλαβών ουσιών όπως το αλκοόλ, η νικοτίνη ή υπερβολικη ζάχαρη προστατεύουν τον εγκέφαλο.
«Φυσικά, η δόση κάνει το δηλητήριο καθώς ο εγκέφαλος χρειάζεται γλυκόζη για να λειτουργήσει», δήλωσε ο Δρ. Φρανκ Έρμπγκουθ, πρόεδρος του Γερμανικού Ιδρύματος Εγκεφάλου. «Ωστόσο, η μόνιμη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα λόγω των υπερβολικά πολλών και πλούσιων γευμάτων, υπερφορτώνει το σύστημα και τροφοδοτεί την ανάπτυξη νευρολογικών ασθενειών και ιδιαίτερα της άνοιας και του εγκεφαλικού» τόνισε.
Τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα καταστρέφουν τα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου και προάγουν τις εναποθέσεις στα τοιχώματα των αγγείων, μειώνοντας έτσι τη ροή του αίματος και την παροχή θρεπτικών ουσιών στα εγκεφαλικά κύτταρα. Αυτή η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα, καθώς και αγγειακή άνοια. Επιπλέον, οι γλυκοζαμινογλυκάνες, οι οποίες είναι πολυσακχαριτικές αλυσίδες, μπορούν να βλάψουν άμεσα τη γνωστική λειτουργία, καθώς επηρεάζουν τη λειτουργία των συνάψεων μεταξύ των νευρικών κυττάρων και, κατά συνέπεια, την πλαστικότητα των νευρώνων.
Πριν από είκοσι χρόνια, μια μελέτη παρείχε στοιχεία ότι μια διατροφή υψηλή σε λιπαρά και ζάχαρη διαταράσσει την πλαστικότητα των νευρώνων και μπορεί να βλάψει τη λειτουργία του ιππόκαμπου μακροπρόθεσμα. Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση επιβεβαιώνει αυτά τα ευρήματα. Αν και η πνευματική απόδοση βελτιώνεται 2-12 ώρες μετά την κατανάλωση ζάχαρης, η παρατεταμένη πρόσληψη σε ζάχαρη μπορεί να βλάψει μόνιμα τη γνωστική λειτουργία, οδηγώντας ακόμη και στην άνοια.
Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί έμμεσα να προκαλέσει εγκεφαλική βλάβη. Από τη δεκαετία του 1990, είναι γνωστό ότι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 έχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι ο μεταβολισμός της γλυκόζης διαταράσσεται και στους νευρώνες, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της νόσου του Αλτσχάιμερ. Η ινσουλίνη παίζει επίσης ρόλο στο σχηματισμό των πλακών του Αλτσχάιμερ.
Μια περσινή μελέτη του Ινστιτούτου Max Planck έδειξε ότι η τακτική κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά μπορεί να αλλάξει τον εγκέφαλο. Αυτό οδηγεί σε αυξημένη επιθυμία για τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά, η οποία με τη σειρά της προάγει την ανάπτυξη παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2.
Συστάσεις για μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης
Η Γερμανική Εταιρεία Νευρολογίας (DGN) και το Γερμανικό Ίδρυμα Εγκεφάλου συνιστούν τη μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης. Ωστόσο, αυτό είναι συχνά δύσκολο, καθώς ακόμη και μια μικρή ποσότητα ζάχαρης μπορεί να ωθήσει το έντερο να στείλει σήματα στον εγκέφαλο μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου, προκαλώντας έτσι έντονη επιθυμία για περισσότερη ζάχαρη. «Αυτός θα μπορούσε να είναι ο λόγος που μερικοί άνθρωποι τρώνε μια ολόκληρη σοκολάτα αντί για ένα μόνο κομμάτι», είπε ο ερευνητής. Επιπλέον, οταν καταναλώνουμε ζάχαρη, απελευθερώνεται η ντοπαμίνη στον εγκέφαλο, αυξάνοντας έτσι την επιθυμία για περισσότερη ζάχαρη.
«Θα πρέπει να απελευθερωθούμε από αυτόν τον κύκλο αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τη ζάχαρη», δήλωσε ο Δρ. Πίτερ Μπέρλιτ, γενικός γραμματέας και εκπρόσωπος του DGN. «Η προσπάθεια αξίζει τον κόπο, καθώς το 40% όλων των περιπτώσεων άνοιας και το 90% όλων των εγκεφαλικών επεισοδίων μπορούν να προληφθούν, με πολλά από αυτά να συνδέονται με τη βιομηχανική ζάχαρη», τόνισε.
Η DGN και το Γερμανικό Ίδρυμα Εγκεφάλου υποστηρίζουν την έκκληση για επιβολή φόρου στα ζαχαρούχα ποτά. Επισημαίνουν επίσης πως τροφές όπως το γιαούρτι ή η κέτσαπ περιέχουν ζάχαρη και μπορεί επίσης να αυξήσουν σημαντικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Πηγή: Medscape