«Το Enigma δεν θα μπορούσε να αντέξει τη σύγχρονη πληροφορική και στατιστική», δήλωσε στον Guardian ο καθηγητής Michael Wooldridge, ειδικός στην επιστήμη των υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Αυτό που απαιτούσε μήνες μηχανικής εργασίας, μπορεί τώρα να αναπαραχθεί με απλά προγράμματα και να λυθεί σχεδόν αμέσως».
Η «ευφυής» και πολύπλοκη μηχανή Enigma, που χρησιμοποίησε η ναζιστική Γερμανία ήταν μια συσκευή που έμοιαζε με γραφομηχανή, με τρεις ρότορες που είχαν 26 δυνατές θέσεις, έναν ανακλαστήρα που έστελνε το σήμα πίσω μέσα από τους ρότορες, και έναν πίνακα σύνδεσης που αντάλλασσε ζεύγη γραμμάτων. Η δομή αυτή εξασφάλιζε πως ακόμα κι αν πατιόταν το ίδιο πλήκτρο δύο φορές, θα παραγόταν διαφορετικό γράμμα κάθε φορά. Επιπλέον, η μηχανή είχε έναν αστρονομικό αριθμό πιθανών ρυθμίσεων, που άλλαζαν καθημερινά, για ασφάλεια. Αυτή η πολυπλοκότητα ήταν που έκανε τους Γερμανούς να πιστεύουν στην αδιαπέραστη φύση της.
«Ουσιαστικά, η συσκευή απέκτησε ισχύ επειδή ο αριθμός των πιθανών τρόπων με τους οποίους ένα μήνυμα μπορούσε να κρυπτογραφηθεί ήταν αστρονομικά μεγάλος. Υπερβολικά μεγάλος για να τον ελέγξει εξαντλητικά ένας άνθρωπος», πρόσθεσε ο Γούλντριτζ.
Κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου ο θεμελιωτής της Πληροφορικής Επιστήμης Άλαν Τούρινγκ εργάστηκε στη Βρετανική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας, στον τομέα της αποκρυπτογράφησης των γερμανικών κωδικών. Ο Τούρινγκ υπήρξε προϊστάμενος της λεγόμενης Ομάδας 8 που είχε αναλάβει να σπάσει των κώδικα της «διαβολικής» συσκευής Enigma που μπήκε σε λειτουργία τον Ιούνιο του 1940.
Πολωνοί μαθηματικοί απέκρυψαν ότι είχαν σπάσει πρώιμες εκδοχές του Enigma από τη δεκαετία του 1930, κατασκευάζοντας ειδικές μηχανές κατά του συστήματος. Ωστόσο η συνεχής αναβάθμισή του από τους Γερμανούς ανάγκασαν τους Βρετανούς αποκρυπτογράφους να αναπτύξουν νέες μηχανές – τις περίφημες «Bombes» — μηχανικούς υπολογιστές που χρησιμοποιήθηκαν για να αναλύσουν δισεκατομμύρια πιθανές εκδοχές μηνυμάτων. Μέχρι το 1943, αυτές οι μηχανές μπορούσαν να διαβάζουν δύο μηνύματα ανά λεπτό.
Παρά τη φήμη του, το Enigma είχε και ελαττώματα. Ο Δρ. Μουστάφα Α. Μουστάφα, ανώτερος λέκτορας ασφάλειας λογισμικού στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, δήλωσε στον Guardian ότι μια σημαντική αδυναμία ήταν ότι κανένα γράμμα δεν μπορούσε να κωδικοποιηθεί ως αυτόνομο, δηλαδή να αντιστοιχηθεί στον εαυτό του κατά την κωδικοποίηση. Αυτή η ευπάθεια, σε συνδυασμό με τον πρώιμο αυτοματισμό, επέτρεψε στην ομάδα του Τούρινγκ να σπάσει τελικά τον κρυπτογράφο. Τώρα, οι ειδικοί πιστεύουν ότι ακόμη και ένα βασικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να αναπαράγει και να ξεπεράσει τις δυνατότητες των μηχανών κρυπτογράφησης σε καιρό πολέμου.
Σε μια εναλλακτική προσέγγιση – πιο αργή σύμφωνα με τον Γούλντριτζ – ερευνητές κατάφεραν στο παρελθόν να αποκρυπτογραφήσουν κώδικα Enigma μέσα σε 13 λεπτά, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης εκπαιδευμένο στην αναγνώριση της γερμανικής μέσω των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ μαζί με 2000 εικονικούς διακομιστές.
Ο Wooldridge επεσήμανε ότι το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT αναδημιούργησε με επιτυχία τη λογική των περίφημων «Bombes», ενώ τα συστήματα cloud computing μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την ίδια εργασία σε δευτερόλεπτα.
Όπως λέει ο ίδιος, ενώ το Enigma μπορεί να είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος, πιο πρόσφατα συστήματα κρυπτογράφησης όπως ο αλγόριθμος Rivest–Shamir–Adleman (RSA), που αναπτύχθηκε το 1977 και βασίζεται σε πολύ μεγάλους πρώτους αριθμούς, παραμένουν ανθεκτικά.
«Το να μπορέσουν να αποκρυπτογραφήσουν το Enigma- τους πήρε μήνες, περισσότερο από έναν χρόνο - αλλά και το ότι το κατάφεραν εντός της διάρκειας του πολέμου, ήταν τεράστιο κατόρθωμα», λέει. «Ο Θεός μόνο ξέρει τι θα είχε συμβεί αν δεν προλαβαίναμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε».
«Το να σπάσεις κάτι που πιστευόταν ότι ήταν άθραυστο, εν μέσω της πίεσης του πολέμου, ήταν εξαιρετικό», είπε ο Μουσταφά. «Άλλαξε την πορεία της ιστορίας!».



























