«Πείτε κάτι για τους εξευτελιστικούς μισθούς μας», είπε στον Δρα Αλέξανδρο Σταματάκη μια τακτική καθηγήτρια σε ελληνικό πανεπιστήμιο. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις έρευνα στην Ελλάδα παρά μόνο για εξαιρετικά ισχυρούς προσωπικούς λόγους», πρόσθεσε ένας μόνιμος διευθυντής ερευνών σε μεγάλο ερευνητικό κέντρο της χώρας, του οποίου η θέση ισοδυναμεί με τη θέση πρωτοβάθμιου καθηγητή, ενώ ένας αναπληρωτής καθηγητής με μεγάλο μετρήσιμο συντελεστή επιστημονικής απήχησης είναι υποχρεωμένος να διδάσκει ρομποτική Lego σε 9ρονα και 10χρονα παιδιά τα βράδια για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του.
Ακούγοντας όλα αυτά από συναδέλφους του, ο καθηγητής Πληροφορικής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καρλσρούης (KIT) και διευθυντής ερευνών στο Heidelberg Institute for Theoretical Studies (HITS), Αλέξης Σταματάκης, δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος.
Ο Δρ Σταματάκης σχετικά πρόσφατα ανέλαβε έδρα ERA (European Research Area) στην Υπολογιστική Βιοποικιλότητα στο Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) στην Κρήτη, με χρηματοδότηση 2,4 εκατομμυρίων ευρώ για μια 5ετία. Ο ίδιος μαζί με την Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης κα. Μελίνα Ταμιωλάκη και τον πρώην Πρύτανη του ίδιου ιδρύματος, κ. Παναγιώτη Τσακαλίδη δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers μια σειρά από προτάσεις που μπορούν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα και τον καθαρό χρόνο έρευνας, να μειώσουν τη γραφειοκρατία και να βελτιώσουν τις τρέχουσες συνθήκες εργασίας στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο. Η κα. Ταμιωλάκη και ο κ. Τσακαλίδης που αποτελούν μέρος του ελληνικού ακαδημαϊκού οικοσυστήματος τα τελευταία 15 και 20 χρόνια αντίστοιχα, συντονίζουν δύο ξεχωριστά έργα έδρας ERA στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο ΙΤΕ.
Οι χαμηλοί μισθοί, η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η διαδικασία αξιολόγησης των μελών ΔΕΠ, η γραφειοκρατία, οι χαμηλοί δείκτες διεθνοποίησης και ισότητας φύλων, οι συχνά απαρχαιωμένοι μηχανισμοί διοίκησης και γενικότερα η έλλειψη ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης για την Ελλάδα, η οποία προς το παρόν φαίνεται να εστιάζει κατά κύριο λόγο στον τουρισμό, είναι μερικές από τις βασικές παθογένειες για την αντιμετώπιση των οποίων, οι τρείς επιστήμονες προτείνουν λύσεις- κάποιες από τις οποίες είναι μηδενικού κόστους.
Δεν φτάνει ο μισθός…
«Στην Ελλάδα, ένας τακτικός καθηγητής κερδίζει περίπου 2000 ευρώ καθαρά το μήνα, ενώ το κόστος ζωής ανέρχεται στο 80% του κόστους στη Γερμανία, όπου οι καθηγητές λαμβάνουν μέσο καθαρό μισθό ~6000 ευρώ. Οι γενικά χαμηλοί μισθοί και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας είναι οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη διαρροή εγκεφάλων υψηλής εξειδίκευσης από την Ελλάδα», εκτιμά ο Αλέξης Σταματάκης, συμπληρώνοντας πως δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία (95% ή περισσότερο) του προσωπικού ελληνικών ερευνητικών ιδρυμάτων είναι Έλληνες. Αυτή η σχεδόν καθολική έλλειψη διεθνοποίησης οφείλεται πρωτίστως στις μη ανταγωνιστικές συνθήκες εργασίας.
Ο ίδιος, προσφέροντας μισθούς σε διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς ερευνητές που αντιστοιχούν στο 80% των μισθών που λαμβάνουν οι ερευνητές στα εργαστήριά του στη Γερμανία, κατάφερε να εντάξει στην ομάδα της Κρήτης έξι μέλη από Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, ΗΠΑ, Αυστρία και ένα μόνο μέλος από την Ελλάδα.
Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν πως σε αναλογία με τους μισθούς, η εθνική χρηματοδότηση της βασικής έρευνας είναι επίσης εξαιρετικά ανεπαρκής. Ο ετήσιος πάγιος κρατικός προϋπολογισμός για τα μεγάλα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια συχνά δεν επαρκεί ούτε καν για την κάλυψη βασικών δαπανών όπως το κόστος του ρεύματος.
Οι προκηρύξεις και οι αποφάσεις χρηματοδότησης συχνά καθυστερούν κατά μήνες, αν όχι χρόνια. Οι δε, ημερομηνίες των εθνικών προκηρύξεων είναι γενικά απρόβλεπτες, οδηγώντας σε ισχυρή εξάρτηση από τις επιχορηγήσεις της ΕΕ. Ένα σχετικό και ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι μια πληθώρα προκηρύξεων της ΕΕ απαιτούν πλέον κάποιο επίπεδο εθνικής συγχρηματοδότησης (συνήθως 50%). Αυτή η εθνική συγχρηματοδότηση συχνά δεν είναι εξασφαλισμένη, καθυστερεί ή δεν είναι διαθέσιμη, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην έναρξη συγχρηματοδοτούμενων έργων στην καλύτερη περίπτωση ή στην χειρότερη, σε μη συμμετοχή της Ελλάδας σε τέτοια έργα.
Ωστόσο, οι συγγραφείς του άρθρου επισημαίνουν τη θετική συνεισφορά του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), αλλά και την υποστήριξη ιδρυμάτων (όπως Νιάρχου, Λάτση και Ωνάση), που όμως και πάλι δεν καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες των ερευνητών στην Ελλάδα.
Δυσλειτουργικό ερευνητικό τοπίο…
Η ομάδα των συγγραφέων τονίζει πως το ακαδημαϊκό ερευνητικό τοπίο στη χώρα μας χρειάζεται επειγόντως αναδιοργάνωση. Σε μια μικρή χώρα όπως είναι η Ελλάδα, αντί να υπάρχει μια ενιαία Αρχή διαχείρισης του ερευνητικού οικοσυστήματος, υπάρχει ένας διαχωρισμός που είναι ατελέσφορος. Συγκεκριμένα, τα πανεπιστήμια εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνητικών κέντρων διοικείται από το Υπουργείο Ανάπτυξης. Αυτός ο διαχωρισμός προκαλεί περιττές διοικητικές δαπάνες και απαιτεί περιττές νομοθετικές προσαρμογές, άλλες για τα ερευνητικά κέντρα και άλλες για τα πανεπιστήμια.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κάποιος και το ότι τα ερευνητικά κέντρα έχασαν σημαντικό μέρος της διοικητικής τους αυτονομίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και ότι πλέον ακολουθούν μια πληθώρα, συχνά περιττών, εθνικών νόμων και κανονισμών, αντιλαμβάνεται πως περιορίζεται η ικανότητά τους να προσφέρουν πρόσθετα επιδόματα ή ανταγωνιστικούς μισθούς για να προσελκύσουν διακεκριμένους ερευνητές πέρα από τα τρέχοντα όρια που επιβάλλονται από το κράτος.
Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και μεμονωμένων περιπτώσεων διαφθοράς-που ευτυχώς είναι σπάνιες- εφαρμόστηκαν επίσης, εξαιρετικά αυστηρές και υπερβολικά πολύπλοκες διαδικασίες ελέγχου στη δαπάνη χρημάτων για την έρευνα. Αυτές οι διαδικασίες σπαταλούν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου σε βάρος της έρευνας αντανακλώντας μια δυσπιστία γενικότερα προς τους ερευνητές και τα μέλη ΔΕΠ και δημιουργούν μια περίπλοκη γραφειοκρατία με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Όπως σχολιάζει και ο πρόεδρος ΔΣ του ΙΤΕ Νεκτάριος Ταβερναράκης «Δεν μπορεί το 99% των ερευνητών να υποφέρουν από το παράπτωμα του 1%». Οι συγγραφείς προτείνουν επειγόντως χαλάρωση των μηχανισμών ελέγχου, αφενός για να μειωθεί το κόστος για το διοικητικό προσωπικό και αφετέρου για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα της έρευνας, επιτρέποντας στους ερευνητές να αφιερώνουν λιγότερο χρόνο σε διοικητικά καθήκοντα, σε επεξεργασία και επανεξέταση νομικών εγγράφων κ.λπ.
Εσωστρέφεια και συντηρητικότητα…
Από την γραφειοκρατία επηρεάζεται και η διεθνοποίηση και η ‘κυκλοφορία εγκεφάλων’ στην Ελλάδα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους αλλοδαπούς ερευνητές να διεκπεραιώσουν ακόμη και φαινομενικά απλές εργασίες χωρίς την υποστήριξη από έναν ντόπιο συνάδελφο και από έναν αγγλόφωνο λογιστή.
Η έλλειψη διεθνοποίησης είναι εμφανής στην επικοινωνία σε επίπεδο ινστιτούτου, όπου κρίσιμες πληροφορίες (π.χ. κανονισμοί διακοπών, συμβάσεις εργασίας, ανακοινώσεις απεργίας) παρέχονται συχνά μόνο στην ελληνική γλώσσα, αποκλείοντας έτσι την πρόσβαση στα λιγοστά μέλη του προσωπικού από το εξωτερικό. Επιπλέον, γενικά δεν παραδίδονται (γιατί δεν υπάρχουν) μαθήματα νέων ελληνικών σε μέλη του προσωπικού από το εξωτερικό ώστε να διευκολυνθεί η ένταξή τους. Διεθνή γραφεία δεν υπάρχουν και αν υπάρχουν, παρέχουν ελάχιστη υποστήριξη σε ξένους ερευνητές που επιθυμούν να διεκπεραιώσουν θέματα ρουτίνας όπως να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό ή να αποκτήσουν ΑΦΜ η ΑΜΚΑ. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το οποίο προσφέρει σε σταθερή βάση μαθήματα νέων ελληνικών για αλλοδαπούς και πρόσφατα ίδρυσε επίσης γραφείο υποδοχής αλλοδαπών φοιτητών (UoC Welcome Office).
Οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στη διοίκηση…
Οι συγγραφείς της μελέτης αναδεικνύουν και μια σημαντική υποεκπροσώπηση των γυναικών σε διοικητικές θέσεις στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο. Ενδεικτικά, μια αξιολόγηση της σύνθεσης των διοικητικών συμβουλίων των 11 ελληνικών ερευνητικών κέντρων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας, δείχνει ότι οι γυναίκες κατέχουν μόνο το 24% των θέσεων μελών Δ.Σ., ενώ και τις 7 έδρες ERA Chair του 2023 και τις 5 του 2025 τις κατέχουν άνδρες (που είναι όμως γενικό πρόβλημα του προγράμματος των ERA Chair της ΕΕ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο).
«Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ειδικό πρόγραμμα (ιδανικά ένας αυτόματος μηχανισμός) για θέσεις ερευνήτριας/καθηγήτριας, ειδικά σε υψηλότερες ακαδημαϊκές βαθμίδες ισοδύναμες με επίπεδα αναπληρωτών και τακτικών καθηγητών, πράγμα που θα ενθάρρυνε ενδεχομένως περισσότερες γυναίκες να αναλάβουν υψηλές διοικητικές θέσεις. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Αλέξη Σταματάκη υποβάλαμε σχετική πρόταση με την υποστήριξη των Επιτροπών Ισότητας Φύλων όλων των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων της χώρας τον περασμένο Ιούλιο στα Υπουργεία Ανάπτυξης και Παιδείας και αναμένουμε τα αποτελέσματα, χωρίς να λάβουμε καμία απάντηση μέχρι σήμερα», λέει η κυρία Ταμιωλάκη.
Προβλήματα που ψάχνουν λύσεις…
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν επίσης πρόβλημα με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν εφευρέσεις σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια, τα οποία δεν καθορίζονται με σαφήνεια λόγω έλλειψης εθνικής νομοθεσίας για την ευρεσιτεχνία στον ακαδημαϊκό χώρο, γεγονός που μπλοκάρει την αξιοποίησή τους.
Στις προτάσεις τους οι τρεις επιστήμονες περιλαμβάνουν και την υιοθέτηση ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπου εταιρείες και ακαδημαϊκά ιδρύματα παρέχουν συνταξιοδοτικά οφέλη. Στα εν λόγω προγράμματα ένα μέρος του μικτού μισθού ενός εργαζομένου αφαιρείται για το πρόγραμμα και αυτό το ποσό στη συνέχεια αντιστοιχίζεται από τον εργοδότη για να δώσει κίνητρο συμμετοχής. Αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέσω πρόσθετων παροχών (που δεν είναι εφικτό λόγω οικονομικών περιορισμών) ή ιδανικά να χρηματοδοτηθεί από το κράτος σε ευρύτερη κλίμακα πέρα από τον δημόσιο ερευνητικό τομέα. Η Σύνοδος Προέδρων των ελληνικών ερευνητικών κέντρων που συνεδριάζει μια φορά το μήνα το έχει ζητήσει επανειλημμένα από την ηγεσία του υπουργείου ανάπτυξης.
Στη δυσλειτουργία του οικοσυστήματος της έρευνας στην Ελλάδα οι τρείς επιστήμονες προσθέτουν και το μη ελκυστικό δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. «Το ελληνικό δημόσιο σχολικό σύστημα, με τις γνωστές του ελλείψεις, δείχνει λιγότερο ελκυστικό για τους πανεπιστημιακούς του εξωτερικού που μπορεί να έχουν πρόσβαση σε πιο ανταγωνιστικά και ποιοτικά εκπαιδευτικά συστήματα σε άλλες χώρες. Η έλλειψη πρόσβασης σε διεθνή σχολεία φαίνεται επίσης να συνέβαλε ενδεχομένως στη μεταφορά των κεντρικών γραφείων του ENISA (Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Κυβερνοασφάλεια), του σημαντικότερου οργανισμού της ΕΕ που βρίσκεται στην Ελλάδα, από την Κρήτη στην Αθήνα όπου υπάρχουν περισσότερες επιλογές σχολείων», καταλήγει ο Δρ Τσακαλιδης.