Είναι δεδομένο, ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφει στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Επιστρέφει, ως παράγοντας αναδιάταξης όλου του πολιτικού και κομματικού συστήματος για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι εντοπίζει ένα υπαρκτό πολιτικό κενό αντιπολίτευσης 2,5 ετών.
Και δεύτερον, διότι εκτιμά, ότι σε ένα διαφορετικό περιβάλλον από το 2015 έχει να καταθέσει μια νέα πολιτική πρόταση, όπως την περιέγραψε (ασαφώς) στην βιβλιοπαρουσίαση της «Ιθάκης».
Ερώτημα πρώτο.
Έχει δικαίωμα, να επιθυμεί να επιστρέψει;
Αλήθεια, ποιος μπορεί να αρνηθεί σε έναν πρώην Πρωθυπουργό την πολιτική παρέμβαση, όταν μάλιστα φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, ότι ένα ποσοστό κοντά στο 25% του εκλογικού σώματος τον ακούει με προσοχή;
Ερώτημα δεύτερο.
Όσοι κατηγορούν τον Αλέξη Τσίπρα για αυτήν του την «επιθυμία» (και του προσάπτουν ακόμα και το προπατορικό αμάρτημα της Αριστεράς) γιατί δεν απολαμβάνουν αντίστοιχης δημοσκοπικής προσοχής από τους πολίτες;
Ερώτημα τρίτο.
Ο Αλέξης Τσίπρας θα κριθεί για την πρόθεση επιστροφής τελικά ή από το αν έχει να καταθέσει στον δημόσιο πολιτικό διάλογο κάτι για την έξοδο της χώρας από το τέλμα; Υπάρχουν δηλαδή, κάποιοι που για ιδιοτελείς σκοπιμότητες θέλουν να εγκλωβίσουν την συζήτηση στα υφιστάμενα σχήματα, που αντικειμενικά δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στις αγωνίες των πολιτών; Ποια εναλλακτική πρόταση έχουν να καταθέσουν οι «διαμαρτυρόμενοι» και αν έχουν, γιατί δεν την έχουν καταθέσει ή πείσει τους πολίτες τα τελευταία 2,5 χρόνια;
Τα πράγματα είναι απλά:
Τα υφιστάμενα αριστερά και προοδευτικά κόμματα 18 μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές αδυνατούν να δώσουν λύση και έχουν καταστεί μέρος του προβλήματος. Η συζήτηση αντί να γίνεται για την ταμπακιέρα, για το αν δηλαδή το «πολιτικό σχέδιο Τσίπρα» είναι ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο, αποτελεσματικό, η συζήτηση γίνεται για τις προθέσεις, τους ρόλους, τα οφίτσια και την παραπολιτική.
Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με την ανάγνωση του βιβλίου της «Ιθάκης».
Αντί ο διάλογος να επικεντρωθεί στα όρια του ριζοσπαστισμού και του ρεαλισμού, στις εξαρτήσεις της χώρα όπως αποτυπώθηκαν στην διαπραγμάτευση του 2015, αντί να επικεντρωθεί στην ελλιπή (ίσως και απροετοίμαστη) πολιτική πρόταση που είχε η Αριστερά μπροστά στο πολιτικό διακύβευμα του 2015, αντί να επικεντρωθεί στο ιδεολογικό, προγραμματικό και οργανωτικό έλλειμμα της Αριστεράς, εστίασε στις σχέσεις των προσώπων και στο «κουτσομπολιό». Όλα αυτά όμως, είναι δείγματα μιας Αριστεράς που δεν μπορεί και δεν θέλει…
Χρειαζόμαστε μια άλλη Αριστερά του σήμερα.
Ερώτημα τέταρτο…
Εγγυάται κανείς ότι ...»μπορεί» ο Τσίπρας;
Όχι… Αλλά Τι προτιμούμε; Να ανοίξουμε τη συζήτηση, όχι για το παρελθόν, αλλά για το μέλλον από μηδενική βάση, μακριά από τα μίση, τα πάθη και τις ξεπερασμένες αντιθέσεις του χθες ή να συνεχίσουμε να βαδίζουμε μετά βεβαιότητας σε πολιτικό τοίχο προς το εκλογικό 2027;
Συμπερασματικά, ο Αλέξης Τσίπρας είναι μια ευκαιρία να επιστρέψει η συζήτηση, όχι στο ρόλο του Ανδρουλάκη, του Φάμελλου ή του Χαρίτση, όχι σε ένα αδιέξοδο κομματικό πατριωτισμό και στον αν θα τα βρουν οι γραφειοκρατίες, αλλά στο πώς θα αντιμετωπίσουμε τον πόλεμο, την ακρίβεια, την λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος, την απαξίωση του κοινωνικού κράτους και τον ξεπάτωμα των θεσμών από την κυβέρνηση της ΝΔ.
Κάτι τελευταίο για όσους βιάζονται, να κατακεραυνώσουν την κυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019. Ο Αλέξης Τσίπρας δύο φορές ως εν ενεργεία Πρωθυπουργός της Αριστεράς, σε αδιανόητα αντίξοες συνθήκες, αξιολογήθηκε θετικά από τους πολίτες. Η πρώτη τον Σεπτέμβριο του 2015(35%) και η δεύτερη το 2019(31,5%).
Όσοι πυροβολούν αυτήν την παρακαταθήκη είναι εκείνοι που δεν θέλουν να κάνουν την δύσκολη συζήτηση για τις ευθύνες, τις δυνατότητες και την …κατάληξη της Αριστεράς τα τελευταία 35 έτη.
Συνεπώς, αντί ορισμένοι να εκδίδουν «πολιτικό απαγορευτικό» στον Τσίπρα ή σε οποιονδήποτε άλλον, ας απελευθερώσουν την μεγάλη και δύσκολη συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς και ας παραμερίσουν για να αποφασίσει ακηδεμόνευτα ο τελικός κριτής, δηλαδή ο λαός, αφού ακούσει τι έχει να πει ο Τσίπρας ή οποιοσδήποτε άλλος.
Άλλωστε, αν ο Τσίπρας δεν καταφέρει να συμβάλλει πειστικά και ουσιαστικά σε αυτήν την αναγκαία συζήτηση, τότε αντί για την «Ιθάκη» θα καταλήξει στον «Καιάδα» της Ιστορίας.
Δική μας υποχρέωση είναι να εμπλουτίσουμε και να αναβαθμίσουμε τη «μεγάλη συζήτηση» με σημερινούς όρους μακριά από αγωνίες για θέσεις και αξιώματα. Να φέρουμε κοντά τους πολίτες ανεξάρτητα από κομματικές αφετηρίες και να τους πείσουμε ότι οι ιδέες και οι αξίες της Αριστεράς παραμένουν επίκαιρες και αναγκαίες. Να δώσουμε την ευκαιρία στους πολίτες και όχι στα «στελέχη», να μιλήσουν και να εκφραστούν χωρίς προαπαιτούμενα. Να συναντηθούμε με τα κινήματα και τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και να συν-διαμορφώσουμε ένα νέο προοδευτικό πολιτικό σχέδιο χωρίς ηγεμονισμούς και αποκλεισμούς με βάση τις σημερινές ανάγκες.
Ο Τσίπρας ανοίγει μια δύσκολη συζήτηση και η ιστορία θα τον κρίνει αυστηρά για αυτό.
Εμείς όμως από την πλευρά μας, δεν ψάχνουμε απλά το ταξίδι και τον καπετάνιο.
Ψάχνουμε νέους πολιτικούς προορισμούς…
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)





























