Πριν λίγες ημέρες εκδόθηκε μια εξαιρετική μελέτη με τίτλο «Οι Γενοβέζοι στη Χίο: Ένα μικρό χρονικό της γενουατοκρατούμενης Χίου (1346– 1566)». Συγγραφέας ο ιστορικός Κώστας Ζαφείρης, ένας αληθινός «σκαπανέας». Τυπικά η μελέτη του ανήκει σε αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «τοπική ιστορία», όρος που λανθασμένα εκλαμβάνεται ως «περιορισμένου ενδιαφέροντος» αντικείμενο. Η έκδοση ενός ιστορικού δοκιμίου με υψηλή επιστημονική αξία είναι ούτως ή άλλως θετικό γεγονός, ταυτόχρονα είναι και μια καλή αφορμή για παρέμβαση στη συζήτηση για τον διαχρονικό ρόλο της ιστορίας. Η συζήτηση αυτή διατρέχει την επικαιρότητα και έχει ως θρυαλλίδα τη σχέση των μαθητών με το γνωστικό αυτό αντικείμενο.
Στη σχετική συζήτηση συχνά εμφανίζεται ως θέσφατο το απόσπασμα από μια συνέντευξη της καθηγήτριας Ιστορίας του ΕΚΠΑ κ. Ευθυμίου που έγινε «viral», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του συρμού: «Πριν 40 χρόνια οι μαθητές δημοτικού ήξεραν περισσότερα από τους αποφοίτους Λυκείου σήμερα». Πρόκειται εμφανώς για αφορισμό καθώς δεν διευκρινίζει τα μετρήσιμα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζεται. Είναι σίγουρο πάντως πως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στη σχέση όχι μόνο των νέων αλλά συνολικά της κοινωνίας με την ιστορία, οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» της εκπαίδευσης το βιώνουν καθημερινά.
Ιστορία και Πανελλαδικές εξετάσεις…
Αν τεθεί το ερώτημα «σε ποιο μάθημα πιστεύετε πως παρατηρείται η μεγαλύτερη αποτυχία στις Πανελλαδικές εξετάσεις», η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων θα επιλέξει – φυσιολογικά – τα Μαθηματικά ή τη Φυσική όπου συνήθως το ποσοστό αποτυχίας ξεπερνά το 50% ! Με έκπληξη θα πληροφορηθούν πως εξίσου μεγάλη ή και μεγαλύτερη αποτυχία (δηλαδή το ποσοστό μαθητών που βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση του 10) εμφανίζεται και στο μάθημα της Ιστορίας της Θεωρητικής κατεύθυνσης. Τα στοιχεία των τελευταίων ετών είναι εντυπωσιακά:
2025 : 53,31%
2024: 59,87%
2023: 50,76%
2022: 47,96%
Να αναφέρουμε ενδεικτικά πως στις Πανελλαδικές εξετάσεις του 2025 το αντίστοιχο ποσοστό στα Μαθηματικά ήταν 58,37%, στη Φυσική 50, 05% ενώ στη Νεοελληνική Γλώσσα ήταν μόλις 15,37%. Μοιάζει ανεξήγητο, στην συνείδηση των περισσοτέρων η ιστορία καταγράφεται ως «εύκολο μάθημα», ειδικά αν αναλογιστούμε πως η αποτυχία δεν μπορεί να αποδοθεί σε αιτίες όπως ο «μεγάλος όγκος ύλης» αλλά ούτε και σε «δύσκολα θέματα». Η εξεταστέα ύλη στην πραγματικότητα δεν ξεπερνά τις 120 σελίδες αλλά και τα θέματα είναι βατά και αναμενόμενα. Ουσιαστικά τα θέματα ανακυκλώνονται - και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά όταν στο ίδιο βιβλίο εξετάζονται οι μαθητές/τριες εδώ και δεκαετίες;
Είναι ένα φαινόμενο – συνισταμένη πολλών αιτιών που προκύπτουν από τη συνολική κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική οπισθοδρόμηση, την απαξίωση ιδεολογικών συστημάτων και αξιών, την κυριαρχία του ωφελιμισμού και το ατομισμού, τη συνολική υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών, την επιλογή των αντίστοιχων Σχολών ως «ύστατη λύση» των αδιάφορων μαθητών. Προκύπτουν επίσης από δομικές αδυναμίες της εκπαίδευσης, την προσέγγιση της Ιστορίας ως συρραφή ενός ποταμού πληροφοριών που πρέπει να αποστηθιστούν, τη σχηματική μορφή εξέτασης.
Αυτά τα γενικά αίτια ας επιχειρήσουμε να τα δούμε στην αποτύπωσή τους στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ξεκινάμε με δεδομένο πως τα παιδιά δεν έχουν στοιχειώδεις ιστορικές γνώσεις, δεν έχουν έστω και τη μεγάλη εικόνα των εποχών ή των μεγάλων γεγονότων – κρίκων, χωρίς να είναι δική τους η κύρια ευθύνη για αυτό. Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε τριετείς κύκλους ανακυκλώνεται η διδασκαλία της αρχαίας, βυζαντινής – μεσαιωνικής και νεότερης περιόδου. Ανακυκλώνονται γεγονότα και πρόσωπα χωρίς σύνδεση και – προπάντων – χωρίς να εξηγούνται οι αιτιώδεις σχέσεις που κινούν την ιστορία. Η επαφή με το αντικείμενο γίνεται μέσα από ένα βιβλίο – αυθεντία που πρέπει να αποστηθιστεί από τους μαθητές/τριες ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια διαφορετικής προσέγγισης και παρουσίασης επαφίεται στον πατριωτισμό του/της εκπαιδευτικού ο οποίος/α μάλιστα αντιμετωπίζεται ως γραφικός/ή κι η προσπάθειά ως περιττή.
Με αυτά τα «εφόδια» αντιμετωπίζουν τις Πανελλαδικές εξετάσεις. Το αντικείμενο στο οποίο εξετάζονται οι μαθητές και οι μαθήτριες στις Πανελλαδικές εξετάσεις είναι πλευρές της ιστορίας του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Παρουσιάζονται θέματα οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας που η μόνη συνάφεια μεταξύ τους είναι η χρονική, γραμμική εξέλιξη. Όλα αυτά σε ένα βιβλίο κακογραμμένο, με εξόφθαλμα λάθη(;) και παραλείψεις, αποσπασματική και μονομερή προσέγγιση που μοιάζει να έχει ως μοναδικό στόχο την αγιοποίηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Φυσικά η αφήγηση σταματά στο 1936!
Την παντελή απουσία γνωστικού υπόβαθρου υποτίθεται πως καλύπτει η – παράλληλη – διδασκαλία της νεότερης Ελληνικής και Παγκόσμιας Ιστορίας, ως μάθημα Γενικής Παιδείας. Μόνο που αποτελεί κοινό μυστικό πως στη Γ΄ Λυκείου ουδείς μαθητής/τρια ασχολείται, χαμένοι στην πνευματοκτόνα καθημερινή διαδρομή μεταξύ σχολείων και φροντιστηρίων. Εξίσου κοινό μυστικό αποτελεί πως – με αυτά τα δεδομένα - και από την πλευρά των εκπαιδευτικών το μάθημα έχει υποβαθμιστεί πλήρως, τις περισσότερες φορές «δανείζει» τις ώρες του στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα.
Σε αυτά τα δεδομένα πρέπει να προστεθεί και η μορφή της εξέτασης. Ως έναν βαθμό απαιτείται ο συνδυασμός των ιστορικών γνώσεων με την κριτική σκέψη. Μόνο που οι ελάχιστες ιστορικές γνώσεις είναι αποσπασματικές και επιφανειακές ενώ η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, η ανάπτυξη της αφαιρετικής και ερμηνευτικής ικανότητας των νέων βρίσκεται μόνο στις διακηρύξεις του/της εκάστοτε υπουργού Παιδείας. Αποτέλεσμα; Όταν ο μαθητής/τρια έρχεται αντιμέτωπος/η με την ανάγκη να συνδυάσει γνώσεις ή να επιλέξει τα ιστορικά στοιχεία ή να επεξεργαστεί μια ιστορική πηγή, καταγράφει απλά ό,τι πληροφορία υπάρχει στον «σκληρό δίσκο» της μνήμης του ελπίζοντας πως … κάπου εκεί θα είναι και η απάντηση! Δεν είναι αυτό το ζητούμενο, γεγονός που κοστίζει βαθμολογικά, ενώ και οι πληροφορίες αυτές, σε πολύ σύντομο διάστημα, διαγράφονται αυτόματα από τον «σκληρό δίσκο»! Αν ρωτήσετε έναν μαθητή, μετά από λίγες εβδομάδες, «τί θυμάται»… η απάντηση είναι αποκαρδιωτική!
Ποιος φοβάται την Ιστορία;
Τα νούμερα λοιπόν λένε μια αλήθεια, όπως σωστή – έστω και στην υπερβολή της – είναι και η διαπίστωση της κ. Ευθυμίου. Μόνο που αυτό δεν αρκεί. Τί προσφέρουμε άραγε ως δάσκαλοι δείχνοντας με το δάχτυλο μια γενιά που δεν ευθύνεται; Τί προσφέρουμε απαξιώνοντάς την αν δεν σταθούμε στις αιτίες κι αν δεν δείξουμε τους υπεύθυνους; Ποιος συνειδητά δημιουργεί ένα πλαίσιο αμάθειας ή ημιμάθειας για τις νέες γενιές ώστε να γίνουν βολικοί καταναλωτές των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, της κυρίαρχης αφήγησης; Είναι τυχαίο πως αυτή η τακτική συνυπάρχει με έναν καταιγισμό, από συστημικούς φορείς, εκδόσεων, διαλέξεων, εκπομπών, παρεμβάσεων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που χαρακτηρίζονται από αντιδιαλεκτική, αντιεπιστημονική προσέγγιση με στόχο τις συνειδήσεις ειδικά της νέας γενιάς;
Μην έχουμε αυταπάτες: το πολιτικό κατεστημένο και η κοινωνική του αναφορά φυσικά και έχουν επίγνωση του καθοριστικού ρόλου της ιστορικής μνήμης στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης. Όταν ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στις 27/05/2018, αναρωτιόταν δημόσια ««Τι τους νοιάζει τους νέους τι έγινε με τη δολοφονία Λαμπράκη το 1963;» δεν απαξίωνε γενικώς την Ιστορία, απαξίωνε την ιστορική αφήγηση που δεν είναι ελεγχόμενη, αυτήν που δεν καταγράφει στη μνήμη μόνο το «επίσημο»» αφήγημα αλλά εισάγει και «καινά δαιμόνια».
Τη θέση αυτή την έκανε σαφή η τότε υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως όταν, τον Σεπτέμβρη του 2019, δήλωνε πως «το μάθημα της ιστορίας δεν θα πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, αλλά να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση». Ακόμη πιο σαφής ήταν, ως συνήθως, ο κ. Γεωργιάδης όταν με κάθε ευκαιρία εκφράζει την «αγανάκτησή» του καθώς θεωρεί αδιανόητο να κυριαρχούν ιδεολογικά οι «ηττημένοι του Εμφυλίου». Οι πολιτικοί αυτοί, έμπλεοι συγκίνησης, στέκονται προσοχή όταν ακούγεται ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», αγνοούν όμως ηθελημένα την προτροπή του Δ. Σολωμού πως «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Μια προσπάθεια που έμεινε στη μέση…
Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας υπήρξε μια προσπάθεια να αναμορφωθεί συνολικά το αναλυτικό πρόγραμμα για την ιστορία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το έργο αυτό ανέλαβε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς καθηγητές ιστορίας. Την ευθύνη είχαν οι καθηγητές Πολυμέρης Βόγλης, Κώστας Κασβίκης, Γιώργος Κόκκινος, Χριστίνα Κουλούρη, Άγγελος Παληκίδης και Βασίλης Τσάφος.
Οι γενικοί στόχοι που έθετε το αναλυτικό πρόγραμμα περιλάμβαναν τη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης, τη καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης, την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας, την καλλιέργεια της δημοκρατικής συνείδησης και την καλλιέργεια των ανθρωπιστικών αξιών. Οι στόχοι εξειδικεύτηκαν ανά σχολική βαθμίδα και τάξη. Ήταν μια προσέγγιση ενδιαφέρουσα, που συνδύαζε διαφορετικούς τρόπους διδασκαλίας, έδινε έμφαση στην αυτενέργεια και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών.
Δυστυχώς υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση και αναβλητικότητα, δεν διαμορφώθηκε ποτέ το αναγκαίο υλικό που θα το υποστήριζε, δεν γράφτηκαν τα διδακτικά εγχειρίδια που θα αντανακλούσαν το πνεύμα του. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, που συμμετείχε στην αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος έγραψε:
«Το υπουργείο Παιδείας αντί να προχωρήσει γρήγορα στην υλοποίησή της, καθυστέρησε επί μήνες, αδικαιολόγητα με αποτέλεσμα το νέο πρόγραμμα σπουδών να υπάρχει σήμερα μόνο ως ΦΕΚ (μάλιστα, το ΦΕΚ για την Α΄ και Β΄ Λυκείου βγήκε στις 3 Ιουνίου 2019.) Δεν έγινε προκήρυξη για την συγγραφή νέων εγχειριδίων, δεν έγινε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, δεν έγινε πιλοτική εφαρμογή κ.λπ.. Όλη αυτή η αδράνεια διευκόλυνε, τελικά, την σημερινή κυβέρνηση να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τα νέα προγράμματα σπουδών. Με αυτόν τον τρόπο, μια μεγάλη ευκαιρία να γίνουν επιτέλους αλλαγές στο μάθημα της ιστορίας χάθηκε…».
Το μάθημα της ιστορίας σίγουρα χρειάζεται ριζικές αλλαγές, αυτό είναι το βέβαιο. Είναι αδήριτη η ανάγκη να καλλιεργηθεί η ιστορική συνείδηση στη νέα γενιά, αναγκαία προυπόθεση για τη διαμόρφωση δημοκρατικής πολιτικής συνείδησης. Η ιστορία κάθε λαού περιλαμβάνει επιτεύγματα αλλά και τραγωδίες, συγκρούσεις, σκοτεινές σελίδες, βία, αλλά και αγώνες και δημιουργία. Οι μαθητές πρέπει αυτά να τα γνωρίσουν, με έναν τρόπο που να κεντρίζει το ενδιαφέρον, να οξύνει τη σκέψη και όχι ως κάτι ξένο και βαρετό ή – ακόμη χειρότερο – ως όχημα για τη διαμόρφωση εθνικιστικών και ρατσιστικών απόψεων. Όπως αποδείχθηκε δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πολιτική βούληση να προωθηθούν οι αλλαγές αυτές.
Η κοινωνία που αντιστέκεται…
Ακολουθώντας το κυκλικό σχήμα ας γυρίσουμε στην αφετηρία. Η ζοφερή μεγάλη εικόνα σκεπάζει συχνά κοινωνικές διαδρομές, άτομα ή συλλογικότητες που αναζητούν, δημιουργούν και αναδεικνύουν πλευρές της ιστορίας πολύτιμες αλλά – προπάντων – μια άλλη μέθοδο προσέγγισής της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το βιβλίο του Κώστα Ζαφείρη για την ιστορική περίοδο που η Χίος βρισκόταν κάτω από των έλεγχο των Γενοβέζων.
Η αφήγηση ξεκινά από το 1346, όταν ο γενοβέζικος στόλος με ναύαρχο τον Simone Vignoso θα κατακτήσει το νησί. Μια ιδιωτική εταιρεία, η Μαόνα, θα εκμεταλλευτεί με πρωτότυπο, για την εποχή, τρόπο. Δεν θα επιβληθεί το κλασικό αποικιακό καθεστώς, η καταπίεση θα συνδυαστεί με άνοδο του βιοτικού επιπέδου του τοπικού πληθυσμού. Ο πλούτος από την εμπορική ακμή, ιδιαίτερα από το μονοπώλιο της μαστίχας, πηγαίνει στα θησαυροφυλάκια της Γένοβας, ένα τμήμα όμως θα μείνει στο νησί και θα διαμορφώσει κοινωνικά δεδομένα και συνείδηση που θα το χαρακτηρίσουν τους επόμενους αιώνες.
Αφορά μόνο τη Χίο αυτή η μελέτη; Όχι φυσικά! Ο αναγνώστης εύκολα θα αναγνωρίσει πλευρές που η τοπική ιστορία της Χίου δένεται διαλεκτικά με τη μεγάλη εικόνα, είτε αυτή αφορά την ιστορία ενός έθνους είτε αντίστοιχα ιστορικά παραδείγματα σε ανάλογες συνθήκες. Ταυτόχρονα είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να τεθεί ένας προβληματισμός: Πόσο πιο ομαλά και εποικοδομητικά θα εξελισσόταν η σχέση των παιδιών με την ιστορία αν, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ξεκινούσε από την επαφή με την ιστορία του τόπου που ζουν και μεγαλώνουν; Πόσο πιο εύκολα θα αντιλαμβάνονταν οι μαθητές της Ε΄ Δημοτικού των σχολείων της Χίου την περίοδο που διδάσκονται αν ξεκινούσαν από την ιστορία του τόπου τους στα χρόνια αυτά;
Μια τέτοια προσέγγιση θα ερχόταν να δεθεί με τη σοβαρή προσπάθεια που εκδηλώνεται στις τοπικές κοινωνίες, κατά κανόνα μακριά από την προσοχή της πολιτείας, και αφορά τη μελέτη της τοπικής ιστορίας. Εξαιρετικές πρωτοβουλίες ενεργών πολιτών που δραστηριοποιούνται σε γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπως για παράδειγμα στην Κοκκινιά ή το Επταπύργιο, αλλά και στη Λάρισα, την Καβάλα, την Καλαμάτα, το Αγρίνιο, την Πρέβεζα και σε πολλές ακόμη.
Θα μπορούσαμε να τη δούμε ως πλευρά της γενικότερης αναζήτησης ενός ζωντανού τμήματος της κοινωνίας που εκδηλώνεται ως αντίδραση στην αναθεωρητική θύελλα που ξέσπασε μετά το 1990 και επιδιώκει να ξαναγράψει την ιστορία ώστε να εξαφανιστεί κάθε πτυχή που αμφισβητεί το κυρίαρχο ιδεολογικό αφήγημα. Σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρο πως δεν πρόκειται να στηριχτεί από την Πολιτεία, μάλλον θα τη βρουν απέναντί τους. Άρα η κοινωνία των πολιτών, τα ζωντανά κύτταρα και οι συλλογικότητές της έχουν ένα λόγο παραπάνω να ενισχύσουν με όλες τους τις δυνάμεις τέτοιες προσπάθειες.
Αναζητήστε το βιβλίο του Κώστα Ζαφείρη, αναζητήστε και πολλές άλλες εξίσου σημαντικές προσπάθειες. Μικρά ρυάκια που μπορούν και πρέπει και να δυναμώσουν και, κυρίως, να συναντηθούν σε ένα μεγάλο ποτάμι, απαραίτητο για να καθαρίσει η «κόπρος του Αυγείου» που συσσωρεύει η αντιεπιστημονική ιδεολογική καταιγίδα που ζούμε και χρωματίζει την πνευματική ζωή και την κοινωνική συνείδηση με έντονες «φαιές» πινελιές.
(Ο Σπύρος Αλεξίου είναι ιστορικός και συγγραφέας)





























