Η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται να επιφέρει ριζική αλλαγή στην υγειονομική περίθαλψη, μειώνοντας τις ελλείψεις προσωπικού και το επαγγελματικό burnout των ιατρών.
Ωστόσο, αυτή η αισιόδοξη προοπτική παραβλέπει ένα θεμελιώδες ζήτημα: οι περισσότεροι επαγγελματίες υγείας δεν έχουν εκπαιδευθεί στη συστηματική και αποτελεσματική χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, ενώ η ιατρική εκπαίδευση δεν συμβαδίζει με την τεχνολογική πρόοδο.
Η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του παραδόξου. Παρά την υπερπαραγωγή γιατρών και τους χιλιάδες Έλληνες που σπουδάζουν ιατρική στο εξωτερικό, η χώρα αντιμετωπίζει επίμονες ελλείψεις. Το πρόβλημα δεν είναι η προσφορά, αλλά ο ανεπαρκής προγραμματισμός του ανθρώπινου δυναμικού και η έλλειψη σοβαρών κινήτρων.
Η πρόσβαση σε θέσεις ειδικότητας εξαρτάται από τα χρόνια αναμονής και όχι από την επάρκεια, με αποτέλεσμα πολλοί από τους ικανότερους γιατρούς μας να αναζητούν προοπτικές στο εξωτερικό.
Το υπουργείο Υγείας στερείται μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού για το ποιοι ειδικοί θα απαιτηθούν σε 10–20 χρόνια: περισσότεροι ογκολόγοι για τον γηράσκοντα πληθυσμό, περισσότεροι ιατροί με τεχνικές δεξιότητες για τις σύγχρονες διαγνωστικές και επεμβατικές μεθόδους. Ο αναγκαίος προγραμματισμός απλώς παρακάμπτεται.
Η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να θεραπεύσει παθογένειες που πηγάζουν από τη βαθιά αναντιστοιχία μεταξύ ανθρώπινων πόρων και αναγκών των ασθενών. Χωρίς σοβαρή στρατηγική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, η ενσωμάτωση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης κινδυνεύει να αυτοματοποιήσει τη δυσλειτουργία αντί να την αντιμετωπίσει.
Ακόμη και εκεί όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε θεωρητικά να συνεισφέρει, το έλλειμμα εκπαίδευσης υπονομεύει τις δυνατότητές της. Ας εξετάσουμε τα συστήματα κλινικής τεκμηρίωσης. Οι ψηφιακοί βοηθοί υπόσχονται μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης, αλλά απαιτούν από τους κλινικούς ιατρούς να γνωρίζουν τους περιορισμούς τους και να ελέγχουν τα παραγόμενα αποτελέσματα. Ένας μη εκπαιδευμένος γιατρός μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στη διόρθωση κειμένων που παράγει η τεχνητή νοημοσύνη απ' ό,τι στη δική του επιμελημένη σύνταξη. Παρομοίως, τα διαγνωστικά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης υποστηρίζουν ουσιαστικά τη λήψη αποφάσεων μόνο όταν οι κλινικοί κατανοούν το κατάλληλο κλινικό τους πλαίσιο. Με λανθασμένη χρήση, ενδέχεται να δημιουργήσουν ψευδή αίσθηση βεβαιότητας ή να οδηγήσουν σε περιττές εξετάσεις.
Το εκπαιδευτικό χάσμα λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Οι σημερινοί επαγγελματίες υγείας λαμβάνουν ελάχιστη εκπαίδευση στις δυνατότητες και στους περιορισμούς της τεχνητής νοημοσύνης, και συχνά καλούνται να εξοικειωθούν με τα νέα εργαλεία μέσα από μια διαδικασία διαρκούς δοκιμής εντός ενός ήδη υπερφορτωμένου ωραρίου. Ταυτόχρονα, οι ιατρικές σχολές παραμένουν έως σήμερα συντηρητικές. Οι περισσότεροι απόφοιτοι δεν έχουν λάβει ποτέ επίσημη εκπαίδευση στην αξιολόγηση αποτελεσμάτων τεχνητής νοημοσύνης, στην κατανόηση αλγοριθμικών προκαταλήψεων ή στην ένταξη τέτοιων συστημάτων στην κλινική σκέψη.
Έτσι δημιουργείται ένα νέο παράδοξο: αναπτύσσουμε τεχνολογικές λύσεις, ενώ στερούμαστε τόσο της ανθρώπινης ικανότητας να τις αξιοποιήσουμε σωστά όσο και του στρατηγικού σχεδιασμού που θα διασφαλίσει τη συγκρότηση των απαραίτητων ειδικοτήτων. Το αποτέλεσμα κινδυνεύει να εντείνει, αντί να ανακουφίσει, το burnout, καθώς οι κλινικοί παλεύουν με κακώς ενσωματωμένα εργαλεία που δεν κατανοούν, υπηρετώντας ταυτόχρονα σε ειδικότητες που δεν ανταποκρίνονται πάντα στις ανάγκες του πληθυσμού.
Η αντιμετώπιση των ελλείψεων προσωπικού απαιτεί κάτι περισσότερο από τεχνολογική καινοτομία. Προϋποθέτει συστηματική επένδυση στην εκπαίδευση, ουσιαστική μεταρρύθμιση των προγραμμάτων σπουδών και, κυρίως για την Ελλάδα, σοβαρό σχεδιασμό ανθρώπινου δυναμικού που θα ευθυγραμμίσει την εκπαίδευση των γιατρών με τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών. Χωρίς την επίλυση αυτών των κρίσιμων ζητημάτων, η τεχνητή νοημοσύνη δύσκολα θα αντιμετωπίσει τις βαθύτερες δομικές αδυναμίες του συστήματος υγείας.
Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο London School of Economics (LSE) - Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»





























