Πολιτική

ΣΥΡΙΖΑ: Τα σενάρια της κάλπης πώς μια μικρή εκλογική ήττα μπορεί αν οδηγήσει σε μια μεγάλη πολιτική νίκη

ΣΥΡΙΖΑ: Τα σενάρια της κάλπης πώς μια μικρή εκλογική ήττα μπορεί αν οδηγήσει σε μια μεγάλη πολιτική νίκη Φωτογραφία: EUROKINISSI
Μπορεί ο διακηρυγμένος εκλογικός στόχος του Αλέξη Τσίπρα να είναι η πρωτιά στις κάλπες της απλής αναλογικής και ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τις άλλες δυνάμεις του προοδευτικού τόξου, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι στην Κουμουνδούρου δεν επεξεργάζονται και άλλα πολιτικά σενάρια.

Και τα βασικότερο από αυτά δεν φαίνεται να αφορά κυρίως το ενδεχόμενο υπαναχώρησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ακόμη με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει τερματίσει στη δεύτερη θέση, αν και πολλοί στο εσωτερικό του κόμματος σχολιάζουν ότι θα έπρεπε να έχει προτιμηθεί μια λιγότερο άκαμπτη διατύπωση και εξάλλου και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποφύγει να την επαναλάβει τόσο αυστηρά.

ΣΥΡΙΖΑ δεύτερος, προοδευτική διακυβέρνησης… δύσκολα

Οι λόγοι, λοιπόν, που δεν γίνονται πολλές επεξεργασίες σε αυτή την κατεύθυνση της «κυβέρνησης των ηττημένων» (όπως είχαν προχωρήσει πριν αρκετά χρόνια οι σοσιαλιστές στην Πορτογαλία και πλέον κυβερνούν, όχι απλά ως πρώτοί, αλλά με ποσοστό αυτοδυναμίας) είναι, άλλοι. Πρώτον, η συντριπτική πλειοψηφία στελεχών στον ΣΥΡΙΖΑ σκέφτεται με ιδιαίτερη καχυποψία ένα σενάριο προοδευτικής διακυβέρνησης με πρωθυπουργό άλλον από τον Αλέξη Τσίπρα (που είναι πολύ πιθανό να απαιτήσει το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στην περίπτωση πρωτιάς της ΝΔ), καθώς θεωρούν (ίσως όχι άστοχα) ότι σε μια χώρα με τόσο χαμηλό θεσμικό βάθος και τόσο ισχυρά οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, πολύ απλά, απαιτείται μια πολύ ισχυρή πολιτικά προσωπικότητα για να μπορεί να αντιταχθεί στα «συστήματα».

Η αλήθεια είναι, δε, ότι το μοντέλο της κυβέρνησης Παπαδήμου δεν μπορεί να κριθεί ιδιαίτερα επιτυχημένο. Δεύτερον, είναι αρκετά δύσκολο να προκύπτει μαθηματικά πλειοψηφία προοδευτικής κυβέρνησης με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει τερματίσει στη δεύτερη θέση, καθώς πιθανότατα δεν θα αρκούν μόνο οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα χρειάζεται και το Μέρα25, το οποίο, αν έχει μπει στη βουλή, θα ανεβάζει το κατώφλι των 151 εδρών σε απαιτούμενο ποσοστό αρκετά άνω του 47% (όσο μεγαλύτερο ποσοστό κομμάτων εκτός βουλής, τόσο πιο χαμηλά το ποσοστό της αυτοδυναμίας). Τρίτον, η ευστάθεια μιας κυβέρνησης τόσο οριακής πλειοψηφίας, περιλαμβανομένων των στελεχών του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ που, κατά την Κουμουνδούρου, φλερτάρουν ανοιχτά με τη ΝΔ, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, θα ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, καθιστούν όχι ιδιαίτερα ρεαλιστικό το σενάριο μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ επικεφαλής της ως δεύτερο κόμμα των εκλογών. 

Ο αστερίσκος μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού

Αυτή η ανάλυση, πάντως, της δυσκολίας συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας από την κάλπη της απλής αναλογικής, αλλάζει εντελώς αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές, κάτι που θα συνεπάγεται ότι θα έχει την πολιτική ηγεμονία να επιβάλει διάφορες λύσεις διακυβέρνησης. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες προϋποθέσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε προοδευτική διακυβέρνηση, κι ας αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο κόμμα, στην περίπτωση που θεωρούνταν απαραίτητη μια κυβέρνηση «ειδικού σκοπού», προκειμένου να εξασφαλιστούν μείζονος σημασίας θεσμικές εξελίξεις, με ευρεία συμφωνία των προοδευτικών δυνάμεων, για δύο θέματα: Να καταργηθούν μια σειρά αντεργατικά νομοθετήματα της κυβέρνησης της ΝΔ και να εισαχθούν άλλα για την προστασία των λαϊκών στρωμάτων, όπως για παράδειγμα, σχετικά με το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους – κόκκινων δανείων, καθώς και για να ανοίξει ο δρόμος ουσιαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των παρακολουθήσεων.

Το σενάριο της περιορισμένης ήττας…

Ας αφήσουμε, όμως, στην άκρη για λίγο όλα τα παραπάνω σενάρια κι ας ανοίξουμε ένα άλλο, το οποίο συζητιέται όλο και περισσότερο, τόσο στην Κουμουνδούρου (περισσότερο από όσο αφήνουν να διαρρεύσει) όσο και μεταξύ δημοσκόπων, επικοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων που βρίσκονται πέριξ της πλατείας και όχι μόνο. Και αυτό, δεν είναι άλλο από εκείνο της μικρής ήττας, που θα μπορεί να μετατραπεί στη δεύτερη κάλπη σε μια μεγάλη νίκη. Δηλαδή μια διαφορά από 2 έως (ακόμη) και 4 μονάδες στις εκλογές της απλής αναλογικής, που θεωρείται εφικτό να οδηγήσει σε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες τις ενισχυμένης αναλογικής.

Όπως λένε αναλυτές διαφόρων προελεύσεων, πρόκειται για ένα πολύ υπαρκτό σενάριο, καταρχάς στη βάση της δυναμικής που έχει δημιουργηθεί τους τελευταίους μήνες ενόψει τον εκλογών της απλής αναλογικής: αργή αλλά σταθερή μείωση της ψαλίδας, σημαντική φθορά της κυβέρνησης στα ποιοτικά στοιχεία, μεγάλη δεξαμενή αναποφάσιστων, δυσκολία να αποτυπωθούν οι προθέσεις των λαϊκότερων στρωμάτων, στις οποίες εικάζεται ένα μεγάλο προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και των νεότερων ηλικιών, για τις οποίες ο βαθμός εκλογικής προσέλευσης παραμένει γρίφος, αλλά και η πιθανότατα οι νέες ηλικίες (ενδεχομένως και οι γυναίκες) να έχουν υποεκτιμηθεί στις σταθμίσεις των δειγμάτων των μετρήσεων.

Επιπλέον, η διαφαινόμενη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να ορίσει τις εκλογές για τις αρχές Απριλίου, προμηνύει εκλογές έντονης πολιτικοποίησης, μακριά από τις καλοκαιρινές διακοπές των εύπορων και τη τουριστική σεζόν των πιο πιεσμένων οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένη την πάγια (φυσικά όχι σίγουρη και για το μέλλον) υποεκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις την τελευταία δεκαετία, αλλά και την ευρύτερη δυσκολία στις προβλέψεις παγκοσμίως, το να πέσει μια δημοσκοπική διαφορά από τον μέσο όρο των 6,5 μονάδων σε 3 στις εκλογές, δεν θα πρόκειται για τεράστια έκπληξη.

… που θα αποτιμηθεί ως σημαντική νίκη

Αν για τα παραπάνω θα αποφασίσει, σε κάθε περίπτωση, ο κυρίαρχος λαός, η πολιτική αποτίμηση, από την κοινωνία, μιας μικρής διαφοράς, από τις 2 έως τις 4 μονάδες, θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους χειρισμούς του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου μέσα σε λίγα κρίσιμα 24ωρα. Ο τρόπος που θα διαχειριστούν τις εντολές σχηματισμού κυβέρνησης που θα λάβουν (αλαζονικά ή με διάθεση προσεγγίσεων) και κυρίως το αφήγημα που θα επιχειρήσουν να διατυπώσουν για ένα αποτέλεσμα που πόρρω θα απέχει από μια αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ΝΔ (για την οποία εμφανίζεται απολύτως σίγουρος τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τα άλλα γαλάζια στελέχη) και εξ αυτού του λόγου θα αποτελεί έκπληξη, ενδέχεται να καθορίσει ένα κλίμα πολιτικής αντεπίθεσης και ολικής ανατροπής της Κουμουνδούρου, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται αναλυτές που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές.

Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι θα είναι στο χέρι του Αλέξη Τσίπρα να ισχυριστεί με αρκετή πειστικότητα ότι στη χώρα υπάρχει ένας περίπου ισοδύναμος ανταγωνισμός των δύο βασικών μονομάχων, ότι το αποτέλεσμα των δεύτερων καλπών είναι απολύτως ανοιχτό και ότι δεν ισχύουν όσα γράφονταν εδώ και μια επταετία περίπου, δηλαδή πως έχει εξαντλήσει το πολιτικό του κεφάλαιο και δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εξάλλου, σε δυναμική διαμόρφωσης ενός «ντέρμπι από τα λίγα» θα συντείνει ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο να έχει μείνει εκτός βουλής (για λίγο) το Μέρα25, το οποίο θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργήσει αυτομάτως για τον ΣΥΡΙΖΑ μια δεξαμενή αυτόματης εισροής τουλάχιστον 2%.

Βεβαίως, σημαντικές εφεδρείες θα έχει και η ΝΔ, προσβλέποντας σε πολίτες που θα έχουν επιλέξει ακροδεξιά κόμματα και είναι πολύ πιθανόν να ξαναγυρίσουν στο λεγόμενο «γαλάζιο μαντρί» υπό το φόβο ανάδειξης μιας προοδευτικής κυβέρνησης. Ωστόσο, οι αντίστοιχες δεξαμενές του Κέντρου στις οποίες απευθύνονταν προνομιακά ο Κυριάκος Μητσοτάκης εδώ και χρόνια, έχουν αρχίσει να μην του αποδίδουν, δεδομένης της άγριας κόντρας που έχει ανοίξει τους τελευταίους μήνες ο πρωθυπουργός με τον χώρο, από τον Βαγγέλη Βενιζέλο έως τον Νίκο Αλιβιζάτο, αλλά και με εμβληματικούς επικεφαλής θεσμών και συνταγματολόγους, με αφορμή το ζήτημα των υποκλοπών και της συσκότισης της διερεύνησης τους.

Νέο σκηνικό ακόμη και μετά από δεύτερη ήττα

Ενδεικτικό των παραπάνω αναλύσεων είναι ότι δύσκολα βρίσκεται ειδικός που να μην θεωρεί ιδιαίτερα ευνοϊκό για το ΣΥΡΙΖΑ το σενάριο μιας ήττας του με διαφορά μικρότερης των δύο μονάδων. Βεβαίως, πολλά θα εξαρτηθούν και από το απόλυτο ποσοστό του κόμματος, πέραν από αυτό της ΝΔ, δηλαδή αν θα καταφέρει να πιάσει στόχους, όπως το 30% ή το 31,5% που είχε πάρει το 2019, αλλά και από το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ, το οποίο, αν κινηθεί σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, ενδέχεται να αντιμετωπίσει μεγαλύτερη δυναμική αποσυσπείρωσης των ψηφοφόρων του.

Ακόμη κι αν μια τέτοια δυναμική δεν οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτιά στις δεύτερες κάλπες, η δυναμική ντέρμπι που θα έχει δημιουργηθεί θα έχει αποτυπωθεί και θα συνεχίσει να επιδρά στην πολιτική διελκυστίνδα που θα διαμορφωθεί και μετεκλογικά, αλλάζοντας άρδην την έως τώρα εικόνα αδιαμφισβήτητης δημοσκοπικής πρωτιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα.