Μεταξύ άλλων η κ. Γεροβασίλη αναφέρθηκε στα εξής ζητήματα:
H απλή αναλογική
«Η αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος αποτελεί πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό κάνουμε λοιπόν και έγκαιρα. Φέρνουμε την πρόταση για απλή αναλογική πολύ νωρίτερα από τον εκλογικό χρόνο, ώστε να μην υπάρχει ούτε καν η υπόνοια μικροπολιτικής εκμετάλλευσης. Το είχε δηλώσει ο πρωθυπουργός αμέσως μετά τις εκλογές και συνεπώς τηρούμε τη δέσμευσή μας», αναφέρει η κυβερνητική εκπρόσωπος, ενώ σε όσους κατηγορούν την κυβέρνηση ότι καταθέτει τον εκλογικό νόμο για να διαιωνίσει τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στα κυβερνητικά σχήματα, η κ. Γεροβασίλη απαντά ότι εκ του πονηρού θα ήταν αν υποστήριζε η κυβέρνηση το παρόν σύστημα που δημιουργεί έντονες στρεβλώσεις στην αντιπροσωπευτικότητα και δημιουργήθηκε από τους προκατόχους της, ακριβώς με τη λογική της ωφελιμιστικής διαχείρισης του εκλογικού αποτελέσματος.
«Το αίτημα των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, πιστεύουν στην απλή αναλογική, ήταν και παραμένει "περισσότερη" και "πραγματική Δημοκρατία". Ο προτεινόμενος εκλογικός νόμος καθιστά τη Βουλή πραγματικά αντιπροσωπευτικό της ελληνικής κοινωνίας θεσμό, και ταυτόχρονα διευρύνει τη λαϊκή κυριαρχία, δίνοντας ουσιαστικότερο ρόλο και λόγο στους νεότερους πολίτες», δηλώνει η Όλγα Γεροβασίλη και σημειώνει πως «είναι θετικό το γεγονός ότι τα περισσότερα κόμματα της Βουλής βρίσκονται σε παρόμοια λογική, αφήνοντας τη Νέα Δημοκρατία μόνη να επιμένει παράφωνα σε ένα στρεβλό και ελάχιστα αντιπροσωπευτικό σύστημα».
Ψήφος στα 17
Για το δικαίωμα ψήφου στην ηλικία των 17 ετών, η κυβερνητική εκπρόσωπος σημειώνει ότι «το πολιτικό πρόταγμα για διεύρυνση της αντιπροσωπευτικότητας και την απόδοση φωνής στους νέους βρίσκεται στην ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ από την ίδρυσή του» και ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ασυνεπής αν δεν το περιλάμβανε στην πρόταση για το εκλογικό σύστημα. Αναφερόμενη στη στάση της ΝΔ απέναντι στη δυνατότητα ψήφου στα 17, η κ. Γεροβασίλη σημειώνει ότι «η αυτοαποκαλούμενη "φιλελεύθερη" αξιωματική αντιπολίτευση, εμφανίζει δυσανεξία στην ψήφο των νέων» καλώντας την «να θυμηθεί τη λογική του ιδρυτή της, Κων/νου Καραμανλή, ο οποίος μείωσε μεταπολιτευτικά το όριο στα 21 και τα 20 διαδοχικά».
Στο ερώτημα γιατί ψήφος στα 17 και όχι ψήφος στα 16, η κυβερνητική εκπρόσωπος σημειώνει ότι δεν είναι μία καινοφανής πρόταση η ψήφος των 16ρηδων δεδομένου ότι από το 2011 υπάρχει ψήφισμα (υπ' αριθ. 1826) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο καλεί όλα τα κράτη-μέλη να διερευνήσουν τη χορήγηση του δικαιώματος ψήφου, μειώνοντας την εκλογική ηλικία στα 16 έτη, κάτι που είχε ήδη πράξει η Αυστρία για όλες τις εκλογές, η Γερμανία για τις περιφερειακές, αλλά και η (εκτός ΕΕ) Ελβετία σε κάποια καντόνια.
«Αρκετό αποκλεισμό έχουν υποστεί οι νέοι, ακόμη και από την οικονομική κρίση, η οποία εκτόξευσε την ανεργία πάνω από το 50% στις μικρότερες ηλικίες. Οι 17χρονοι έχουν ήδη υποχρεώσεις μέσα στην κοινωνία και δέχονται τις επιπτώσεις των αποφάσεων της Πολιτείας. Τους οφείλουμε αυτό το δικαίωμα. Όπως οφείλουμε να εμβαθύνουμε τη δημοκρατία κάνοντας το πολίτευμα πιο αντιπροσωπευτικό», σημειώνει η κυβερνητική εκπρόσωπος και χαρακτηρίζει «πολύ προβληματικό το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση -αγνοώντας την ευρωπαϊκή πραγματικότητα- επιστρατεύει λαϊκίστικους εξυπνακισμούς, προκειμένου να υπερασπιστεί ένα σύστημα πιο κλειστό, λιγότερο αντιπροσωπευτικό, αντίθετο εν τέλει και προς την ευρωπαϊκή φιλοσοφία».
Brexit
Αναφερόμενη στο δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία, η κ. Γεροβασίλη δηλώνει ότι η ψήφος των Βρετανών φέρνει και πάλι στην επιφάνεια ένα πολύ μεγαλύτερο συστημικό πρόβλημα της ΕΕ για το οποίο η κυβέρνηση είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου από πολύ νωρίς. «Τέτοιο καιρό πέρσι, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, αναδεικνύονταν στη χώρα μας οι δυσλειτουργίες και τα ελλείμματα της Ένωσης. Όπως σωστά επισήμανε ο πρωθυπουργός, το πρόβλημα έχει δύο πτυχές: την εμμονή στη δημοσιονομική σταθερότητα εις βάρος της κοινωνικής και τη λήψη αποφάσεων για τους πολίτες, αλλά χωρίς τους πολίτες, πίσω από κλειστές πόρτες», επισημαίνει η κ. Γεροβασίλη και υπογραμμίζει ότι «η Ευρώπη των τρομακτικών ανισοτήτων δεν μπορεί να έχει μέλλον». Προσθέτει δε ότι με την άποψη ότι η λιτότητα λειτουργεί διαλυτικά για την Ευρώπη συντάσσεται και η σοσιαλδημοκρατική ομάδα της ΕΕ και ήδη αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για τη συνεννόηση τόσο σε περιφερειακό επίπεδο όσο και στο εσωτερικό των κρατών, με στόχο την εξάλειψη των δημοκρατικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα η κυβερνητική εκπρόσωπος σημειώνει για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ότι η άνοδος της ακροδεξιάς, αποτέλεσμα της εμμονικής εφαρμογής της λιτότητας, προϋπήρξε της πολιτικής των κλειστών συνόρων. «Το ανησυχητικό μήνυμα το είχαμε λάβει όλα τα κράτη-μέλη. Αντί να τον απομονώσει, η ΕΕ συχνά τροφοδότησε τον ακροδεξιό λαϊκισμό, υιοθετώντας τη ξενοφοβική ρητορική του. Τόνωσε τις φυγόκεντρες δυνάμεις και στη Μεγάλη Βρετανία, προσπαθώντας να τις εξευμενίσει και να τις οικειοποιηθεί», αναφέρει η κ. Γεροβασίλη και διερωτάται: «Άλλωστε, τι διαφορετικό λέει, για παράδειγμα, το UKIP ή ο Ορμπάν από τον πρώην πρόεδρο της "φιλοευρωπαϊκής" ΝΔ, ο οποίος υποσχόταν ότι "θα διώξει τα παιδιά των μεταναστών από τα νηπιαγωγεία", με την εκπρόσωπό του να αλαλάζει στα τηλεπαράθυρα ότι οι "πρόσφυγες έχουν εισβάλει στα νησιά μας";».
Οι διαπραγματεύσεις για τα εργασιακά
Ερωτηθείσα για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις αναφορικά με τα εργασιακά, η κυβερνητική εκπρόσωπος επισημαίνει ότι με βάση τη συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού, η κυβέρνηση προχώρησε στη συγκρότηση επιτροπής ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η οποία θα αξιολογήσει το θεσμικό πλαίσιο της ελληνικής αγοράς εργασίας με κριτήριο τις βέλτιστες πρακτικές σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελικό πόρισμα της επιτροπής θα αποτελέσει τη βάση για τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αναφέρει. Και προσθέτει πως σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, το τελικό πόρισμα της επιτροπής θα είναι έτοιμο περί τις αρχές Σεπτεμβρίου. «Εκτός του ότι δεν έχει διατυπωθεί από κανέναν διαφορετική άποψη, οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση πριν από την ολοκλήρωση του έργου της επιτροπής θα ήταν αντίθετη στη συμφωνία του περασμένου Αυγούστου», απαντά όταν ερωτάται για το ενδεχόμενο να περάσουν μέτρα πριν από το φθινόπωρο. Αναφορικά δε με τις ομαδικές απολύσεις, η κ. Γεροβασίλη υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση εμμένει στη θέση της πως περαιτέρω απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων δεν είναι αποδεκτή. Όπως επίσης δηλώνει, αυτό αποτελεί κοινή πεποίθηση και όλων των θεσμικών εταίρων, εργοδοτικών και εργατικών. «Μόνο το ΔΝΤ, και ελπίζουμε όχι η Νέα Δημοκρατία η οποία ως τώρα ακολουθεί κατά γράμμα τις επιταγές του, φαίνεται να θέλει περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας», αναφέρει η κυβερνητική εκπρόσωπος και τονίζει στο σημείο αυτό ότι «από το 2010 ως το 2014, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, έχουν προχωρήσει σε διαδοχικές νομοθετήσεις διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων: Επιχειρησιακές συμβάσεις χειρότερες των κλαδικών, κατάργηση της επεκτασιμότητας, μείωση του χρόνου μετενέργειας, παράκαμψη των συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης μέσω "ενώσεων προσώπων", απομείωση του ρόλου της διαιτησίας, πολλαπλές μειώσεις αποδοχών διά νόμου, διεύρυνση ομαδικών απολύσεων, αποδυνάμωση του ατομικού εργατικού δικαίου» και «έφεραν τη χώρα σε σημείο να υστερεί ακόμη και σε σχέση με τα στοιχειώδη δικαιώματα όλης της υπόλοιπης ΕΕ και αυτά έχουμε φτάσει να υπερασπιζόμαστε σήμερα».
Οι τηλεοπτικές άδειες
Ερωτηθείσα αν οι νέες άδειες θα δημιουργήσουν πιο φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ, η κ. Γεροβασίλη απαντά πως η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει διενεργήσει ποτέ διαγωνισμό για την αδειοδότηση των ιδιωτικών καναλιών. «Με καθυστέρηση είκοσι ετών, σήμερα αποκαθίσταται η νομιμότητα. Ο διαγωνισμός που διενεργείται διασφαλίζει τη διαφάνεια, τους ίσους όρους για τους συμμετέχοντες, την οικονομική βιωσιμότητα και τις θέσεις εργασίας. Υπεύθυνη είναι η ανεξάρτητη Επιτροπή Διεξαγωγής Διαγωνισμού, με τη συνδρομή διεθνούς εταιρείας Ορκωτών Λογιστών Ελεγκτών που επιλέγεται μέσω ανοικτού διαγωνισμού. Λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να είναι ξεκάθαρο το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τηλεοπτικών σταθμών, αλλά και το πόθεν έσχες των κεφαλαίων που θα επενδυθούν στη συγκεκριμένη αγορά», αναφέρει η κ. Γεροβασίλη και υπογραμμίζει πως «τα περί "φιλικότητας" ή όχι, αφορούν αποκλειστικά όσους συντήρησαν αυτήν ακριβώς την ανομία επί δεκαετίες με πασιφανή ανταλλάγματα». Όλοι τα έχουν διαπιστώσει και όλοι τα γνωρίζουν, αναφέρει για τα ανταλλάγματα αυτά και προσθέτει: «Αντίστοιχα λοιπόν, αξίζει να τους απευθυνθούν τα ερωτήματα: Γιατί άφησαν σε καθεστώς πλήρους ανομίας τις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, χαρίζοντας σε συγκεκριμένους ιδιώτες σκανδαλωδώς ένα δημόσιο αγαθό; Με ποια ανταλλάγματα; Πόσο κόστισε στον ελληνικό λαό αυτή η εξαγορασμένη "φιλικότητα" προς εκείνους; Με πολύ ενδιαφέρον θα διάβαζα τις απαντήσεις τους».
Στο ερώτημα τέλος, αν η κυβέρνηση επέλεξε την επιβολή φόρων «προκειμένου να μη δυσαρεστήσει την κομματική της πελατεία στο Δημόσιο», η κυβερνητική εκπρόσωπος υπογραμμίζει ότι βρίσκεται μακριά από την αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ η ομαδοποίηση των Ελλήνων με βάση την επαγγελματική τους ζωή, όπως και η διέγερση χαρακτηριστικών οπαδοποίησης για μικροπολιτικά οφέλη και η ταυτοποίηση Ελλήνων πολιτών με την αγοραία έκφραση του κομματικού πελάτη.
«Ο κοινωνικός αυτοματισμός σε μια κοινωνία σε κρίση υποθάλπει ρητορική και πρακτικές διχασμού και μίσους, πυροδοτεί αντιδημοκρατικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, που δεν χρειάζεται να σας πως εγώ ποιους ευνοούν. Επομένως, δεν υπάρχει στο σχεδιασμό μας κανενός τύπου διαχωρισμός των Ελλήνων πολιτών. Ούτε με βάση την επαγγελματική τους δραστηριότητα ούτε με βάση την επιλογή τους στην κάλπη», αναφέρει και σημειώνει ότι «η κυβέρνηση αντιπαλεύει αυτά που θυμάται καλά ο ελληνικός λαός πως γίνονταν απ' την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Δηλαδή, το κομματικό κράτος του "συστήματος 4-2-1" και το να στρέφεται η μια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα εναντίον της άλλης, και τελικά κι οι δυο να χάνουν, για να κερδίζουν οι "συνέταιροι" της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ».