Δρ Αλεξάνδρα Πάλλη, κλινική ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια
Μια συνηθισμένη, σχεδόν κοινότυπη σκηνή στην πρωινή, μποτιλιαρισμένη Αθήνα, είναι οι κύκλοι που κάνει κανείς γύρω από το γραφείο προσπαθώντας να παρκάρει. Καταλήγει να φτάνει τρέχοντας στην πόρτα του κτιρίου αφού έχει αναρωτηθεί μάταια για διάφορες θέσεις, και να διηγείται την περιπέτεια του για άλλη μια φορά στους συναδέλφους. Λιγότερο συχνή η διήγηση της συνέχειάς της, όταν αποχωρώντας αδυνατεί να θυμηθεί πού βρίσκεται το αυτοκίνητο του και χρειάζεται να ανακαλέσει στη σειρά των πρωινών ελπίδων μέχρι να θυμηθεί. Ή όταν περιπλανιέται αγχωμένα με την βοήθεια του smartphone, ειδικά αν κουβαλά χριστουγεννιάτικες τσάντες στο παρκινγκ της ΙΚΕΑ.
Διαλέγουμε τι θα θυμηθούμε και τι όχι; Όχι πραγματικά. Έχουμε πρόβλημα μνήμης όταν ξεχνάμε κάτι τέτοιο; Όχι απαραίτητα.
Γνωρίζουμε ότι η μνήμη λειτουργεί ακούσια. Είναι μια σύνθετη διεργασία του εγκεφάλου όπου νευρικά κύτταρα, συνάψεις, νευρωνικά δίκτυα και πρωτεΐνες μαζί με μόρια RNA, τα οποία απελευθερώνει το DNA μας, ενεργοποιούνται σε κάθε πληροφορία και συνδυάζονται ώστε να δημιουργήσουν τις αναμνήσεις.
Είναι γνωστή η μαεστρία του Marcel Proust να περιγράφει ποιητικά την ακούσια μνήμη στην «Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου». Εκεί υπάρχει η περίφημη σκηνή που η μητέρα ενός άνδρα εξουθενωμένου απ’ τη πληκτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, του πηγαίνει ένα τσάι και ένα μικρό madeleine (το χαρακτηριστικό διάσημο γαλλικό κεκακι σε σχήμα αχιβάδας, που διατρέχει τα χρόνια αναλλοίωτο). Εκείνος το βουτά στο ρόφημα και μόλις το δοκιμάσει συγκλονίζεται αφού αναδύονται όλες οι παιδικές του αναμνήσεις. Το εξοχικό σπίτι, η γειτονιά, το φιλί της μητέρας του. Γνωρίζουμε από μελέτες της ψυχολογίας ότι οι μυρωδιές και οι γεύσεις ενεργοποιούν με εντυπωσιακή ένταση περιοχές του εγκεφάλου ανασύροντας αναμνήσεις από την δεξαμενή της μνήμης με ζωντάνια και συναισθηματικό βάθος που δεν επιτυγχάνει η συνειδητή προσπάθεια. Και έτσι, μέσα από τις θύμησες αυτές αποκαλύπτεται η αυθεντική του ταυτότητα.
Αν φανταστούμε την μνήμη σαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, τότε οι αναμνήσεις είναι το δικό μας προσωπικό βιβλίο, το βιβλίο της ζωής μας.
Ένα βιβλίο που ξαναγράφεται κάθε φορά που το διαβάζουμε, που θυμόμαστε ή διηγούμαστε κάποιες φράσεις του. Ο εγκέφαλος δεν αποθηκεύει τις πληροφορίες φωτογραφικά ούτε σαν βίντεο, αλλά κάθε φορά που έχουμε μια ανάμνηση, την ξαναχτίζουμε, συμπληρώνουμε αυθαίρετα τα κενά, υπερβάλλουμε ή εστιάζουμε αλλού, έτσι ώστε να την ταιριάξουμε στο συναίσθημα της στιγμής. Γιατί οι αναμνήσεις δεν περιέχουν ποτέ ακριβώς την αλήθεια ενός γεγονότος, αλλά περισσότερο την αλήθεια της εμπειρίας μας. Η νευροψυχολογία μας δείχνει ότι κάθε φορά που τις διηγούμαστε αλλάζουν λίγο, προσαρμόζονται στην στιγμή, στο περιβάλλον, στο πώς αισθανόμαστε. Γνωρίζουμε, ότι τα συναισθήματα μας είναι αυτά που χρωματίζουν το παρελθόν. Διαμορφώνουν και ανακατασκευάζουν την μνήμη μας. Για το λόγο αυτό μπορούμε να «θυμόμαστε» διαφορετικά ένα γεγονός ανάλογα με τη σημερινή μας συναισθηματική κατάσταση ή ανάλογα με το νόημα που του δίνουμε. Η μνήμη δεν αποτυπώνει μόνο το τι συνέβη, αλλά και το πώς νιώσαμε - και κυρίως το πώς νιώθουμε τώρα γι’ αυτό. Αποτέλεσμα κάποια πράγματα να μένουν ανεξίτηλα στην μνήμη μας, χωρίς πάντα να είναι τα πιο σημαντικά, ενώ άλλα όχι.
Παρόμοια λειτουργούμε και στις καθημερινές διηγήσεις. Μια γιορτή γενεθλίων, σε κάθε επόμενη διήγηση μοιάζει ότι περάσαμε όλο και καλύτερα. Ακόμα και αν δεν είχαμε εμμείνει παρά μόνο δέκα λεπτά, όταν οι φίλοι προσθετουν λεπτομέρειες και μας ρωτούν αν τις θυμόμαστε, ο εγκέφαλός μας θα προσπαθήσει να κατασκευάσει μια ανάμνηση για να την ταιριάξει. Και αυτό από την ανάγκη για συνοχή και χωρίς καμία πρόθεση ψέματος!
Αυτή η ανάγκη περιγράφεται καθαρά από τον J.P. Sartre, ο οποίος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να δημιουργεί αφηγήματα. Ιστορίες δηλαδή για ότι ζήσαμε που εμπεριέχουν ουσιαστικά όλον μας τον κόσμο. Και κάθε φορά που τις αφηγούμαστε, επαναδιαμορφώνουμε τα όρια του κόσμου μας και της ελευθερίας μας. Ίσως γι’ αυτό οι αναμνήσεις δεν ανήκουν μόνο στο παρελθόν, αλλά είναι και υπόσχεση νοήματος για το μέλλον.
Ξέρουμε ότι η μνήμη περνά από διάφορα στάδια για να παγιωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και ενισχύεται σημαντικά από τον ύπνο, γι αυτό θυμόμαστε καλύτερα ένα μάθημα την επόμενη ημέρα. Αντίθετα η τεχνολογία, η αστείρευτη δυνατότητα καταγραφής εικόνων, μηνυμάτων και βίντεο, αποδεικνύεται αντιστρόφως ανάλογη. Μελέτες δείχνουν ότι η εξωτερική αποθήκευση μιας στιγμής στο κινητό μας συχνά επηρεάζει την δημιουργία αναμνήσεων και οδηγεί σε πιο ρηχές μνήμες. Έτσι, επισκέπτες μουσείων που απλά κοιτούσαν τα εκθέματα βρίσκονται να θυμόνται πολύ καλύτερα την έκθεση από εκείνους που τα φωτογράφιζαν!
Και όταν δεν βρίσκουμε το αυτοκίνητό μας; Συνήθως δεν πρόκειται για ένδειξη προβλήματος αλλά πιθανότερα επειδή δεν δώσαμε σημασία πού παρκάραμε, σκεφτόμασταν τις εκκρεμότητες που μας περίμεναν στο γραφείο και η μνήμη δεν εγκαταστάθηκε ποτέ σωστά. Δεν είναι λόγος να μας ανησυχήσει. Εξάλλου ο εγκέφαλος έχει την τάση να ξεχνά συχνά, ασυνείδητα ή σκόπιμα, ώστε να απελευθερώνει χώρο αλλά και να μας προστατεύει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τραυματικές ή συναισθηματικά φορτισμένες εμπειρίες.
Και όταν πραγματικά η μνήμη αδρανεί; Όταν ξεθωριάζει, όταν γερνά και αρχίζει και χάνει τις λεπτομέρειες; Όταν νέες πληροφορίες σκεπάζουν τις παλιές και μπερδεύονται;
Τότε μπορούμε να την ενδυναμώνουμε ασκώντας την σαν να ήταν ένας μυς. Χρησιμοποιώντας την όσο περισσότερο γίνεται. Και όταν τελικά κάποιες μνήμες χαθούν οριστικά, θα χουμε για παρηγοριά την μνήμη των άλλων, τη συλλογική μνήμη, τις αναμνήσεις της κοινωνίας μας. Έτσι ακόμα και τότε θα συνδεόμαστε μεταξύ μας ακόμη και με γεγονότα που δεν ζήσαμε ποτέ προσωπικά.




























