Είναι τοξική η ελληνική κοινωνία; Φυσικά, σε μεγάλο βαθμό είναι. Αν και υπάρχουν και ήρεμες φωνές ένθεν κακείθεν. Αλλά ως επί το πλείστον κυριαρχούν αυτοί που χαρακτηρίζουν ο ένας τον άλλο λαμόγια, απατεώνες, κλέφτες, γερμανοτσολιάδες, μειοδότες, Κούληδες, Εφιάλτες, αριστερή καφρίλα, κομμούνια, πάσχοντες από αριστερίλα, καθυστερημένοι, σταλίνες, φασίστες, σούργελα κλπ. Πρόσφατα διάβασα να γίνεται ασμένως και ακρίτως αποδεκτή η «είδηση» πως κάθε αποστάτης του 1965, για να εκπέσει ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, είχε πάρει μετρητά 300.000 δραχμές. Κανένα δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί για κάτι τέτοιο. Δεν ισχυρίζομαι πως δεν συνέβη. Δεν το ξέρω. Ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις, γι’ αυτό και όσο δεν υπάρχουν αυτές, καμία κατηγόρια δεν ευσταθεί. Κι όμως μια κοινωνία που διψά για ειδήσεις που απομυθοποιούν τον αντίπαλο, είναι έτοιμη να αποδεχθεί τέτοιες κατηγόριες.
Τέτοιες «ειδήσεις» όντως είναι βούτυρο στο ψωμί της τοξικής κοινωνίας. Η τοξικότητα όμως αφορά μόνο το πως θα γίνει πιο συμφέρον για τον ένα ή τον άλλο «το μοίρασμα της πίτας». Για το μοίρασμα αλληλοϋβρίζονται όλοι αυτοί και όχι για το πώς φτιάχνεται αυτή. Αλλά δεν είναι η τοξικότητα και η απουσία της συναίνεσης το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς να παραδοξολογώ, θεωρώ πως το μεγαλύτερο της πρόβλημα, είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι η συναίνεση και όχι η τοξικότητα. Η συναίνεση ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας (αριστερού, δεξιού, κεντρώου) σ’ ένα θέμα που εκ πρώτης όψεως δεν το πιάνουν οι δεξιές, αλλά πολλές φορές και οι σοσιαλδημοκρατικές, αντένες.
Το θέμα στο όποιο συναινεί πολύ πάνω από το «41%», είναι αυτό εδώ: Ενισχύεις τον υπάρχοντα πλούτο και τους πλούσιους και από την ανάπτυξη που αυτός και αυτοί φέρνουν, όλο και κάποιο κομμάτι θα πέσει για τους ασθενέστερους. Οι αγγλοσάξονες αυτό το λένε trickle down economy. Οι ακροκεντρώοι ή οι νεοδεξιοί (πολιτικοί όροι και οι δυο) όμως το πάνε πάρα κάτω και από τους δεξιούς. Γι’ αυτούς οι ανισότητες είναι φυσικό φαινόμενο και έχει και ακόμη παρακάτω. Κάθε δημόσια μαζική διαμαρτυρία απειλεί τη νομιμότητα. Αυτοί είναι οι οπαδοί του κόμματος «του χλιαρού νερού», όπως ονόμαζε τους τότε «κεντρώους» ο Βίκτωρ Ουγκώ στους Άθλιούς του (πρόσφατη ολοκληρωμένη μετάφραση του Ωρίωνα Αρκομάνη στις Εκδόσεις Gutenberg). Κατά τον Ουγκώ υπήρχε το κόμμα του κρύου νερού (οι μοναρχικοί), του ζεστού νερού (οι επαναστάτες) και το κόμμα του χλιαρού νερού (τότε κεντρώοι, σήμερα νεοδεξιοί ή ακροκεντρώοι).
Οι τελευταίοι ήταν η σχολή του «μέσου ορθού όρου», κατά Ουγκώ, η οποία στο όνομα της αποφυγής της τοξικότητας και της αναζήτησης της περιπόθητης συναίνεσης, «ανατέμνει» τα αποτελέσματα, χωρίς να ανατρέχει στα αίτια». Από το ύψος μιας ψευδοεπιστήμης, γράφει ο Ουγκώ, μιας νιρβάνας του πνεύματος θα πρόσθετα, επικρίνουν τη συμμετοχή των ανθρώπων στο δημόσιο βία ως τοξική δράση. Φοβούνται τη λαϊκή συμμετοχή – «οι αναταραχές είναι ολέθριες» δηλώνουν- όπως ο διάβολος το λιβάνι. «Ούτε δεσποτισμός, αλλά ούτε και τρομοκρατία. Θέλουμε την ομαλή πρόοδο» (σ. 213, Β’ Τόμος) έλεγαν οι οπαδοί του «χλιαρού νερού» το 1793, γράφει ο Ουγκώ. Και ομαλή πρόοδος είναι ο λαός στο περιθώριο. Κάθε αντίθετη άποψη είναι «παλιά συνταγή» και «ξεπερασμένα εργαλεία». Κάθε παρέκκλιση απ’ αυτό το δόγμα είναι παλαιομοδίτικη στάση. Και όσοι εμμένουν σ’ αυτή, είναι στην καλύτερη περίπτωση αιθεροβάμονες και στη πιο συνήθη, για τους «συναινετικούς» νεοδεξιούς μας, είναι «εχθροί της δημοκρατίας». Για τον Ουγκώ όμως, αυτοί που κάνουν τον κόσμο να κινείται εμπρός, δεν είναι οι «συναινετικοί», αλλά «οι άγριοι του πολιτισμού».
Αυτοί δηλαδή που στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήθελαν «το τέλος της καταπίεσης, το τέλος της τυραννίας, το τέλος της ρομφαίας, δουλειά για τον άντρα, μόρφωση για το παιδί, κοινωνική φροντίδα για τη γυναίκα, ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, ψωμί για όλους, ιδέες για όλους…με λύσσα προκήρυσσαν το δίκαιοׄ έστω και μέσω του τρόμου και της φρίκης … έμοιαζαν με βάρβαρους αλλά ήταν σωτήρες. Διαλαλούσαν το φως με τη μάσκα της νύχτας» (σ. 212, Β’ Τόμος). Σήμερα δεν χρειάζεται ο τρόμος και η φρίκη για να διεκδικήσεις την ισότητα. Αλήθεια είναι αυτό. Αλλά το να θέλει κανείς να μειώσει τις ανισότητες, όπως ήθελαν και τον 18ο αιώνα, δεν σημαίνει πως είσαι ξεπερασμένος. Τότε πήγαινες φυλακή, γιατί έκλεβες ένα καρβέλι ψωμί, σήμερα δεν πας. Σωστό και αυτό. Διαφεύγει όμως αυτής της άποψης πως η αδικία και ή αίσθηση του μη σεβασμού της αξιοπρέπειας των ανθρώπων μετριέται ποιοτικά, όχι ποσοτικά. Ως εκ τούτου ο Ουγκώ είναι σήμερα τόσο επίκαιρος, όσο και την εποχή του. Και η πάλη κατά των ανισοτήτων τόσο επίκαιρη, όσο ήταν και κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Και ίσως ακόμη περισσότερο μετά από τόσες διαψεύσεις. Καθόλου «παλιά συνταγή». Πιο επίκαιρη από ποτέ.
(Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ κοινωνιολογίας)





























