Μέσα στον πόλεμο με το Ιράν, ενώ το Τελ Αβίβ και η Χάιφα βομβαρδίζονταν, το Χρηματιστήριο του Ισραήλ ανέβηκε 6%. Την περασμένη Κυριακή μάλιστα, λίγες ώρες αφότου τα Β-2 βομβάρδιζαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, ανέβηκε κι άλλο 1,8%, εξασφαλίζοντας συνολικά κέρδη περίπου 8% μέσα στην εβδομάδα των βομβαρδισμών.
Με απάθεια αντέδρασαν στην πολεμική σύγκρουση και τα διεθνή και τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Οι βραχείες διορθώσεις στάθηκαν αφορμές για νέες τοποθετήσεις και αύξηση θέσεων σε μετοχές, μέσα σε δέκα ημέρες υπερκαλύφθηκαν και στο άνοιγμα της Παρασκευής, προχτές, ο πλέον αντιπροσωπευτικός χρηματιστηριακός δείκτης των ΗΠΑ, ο S&P 500, απείχε μόλις μια ανάσα από το ιστορικό υψηλό του, τις 6.144 μονάδες της 19ης Φεβρουαρίου.
Κρίση; Ποια κρίση; Εν μέσω πολέμων στη Μ. Ανατολή και στην καρδιά της Ευρώπης, με εμπορικές συγκρούσεις και ανατροπές κανόνων που επί 10ετίες, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ρύθμιζαν τις διεθνείς σχέσεις, οι αγορές πιστεύουν ότι, όσον αφορά αυτές, «τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ» -σχολίαζε ο Economist. Νιρβάνα.
Πώς γίνεται αυτό το σνομπάρισμα; Πού οφείλεται ο ακραίος κυνισμός που σφραγίζει τη συμπεριφορά τους; Στην ιδιότυπη χειραγώγησή τους «από πάνω». Το επίσημο και, κυρίως, το σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποσπούν τις χρηματιστηριακές αγορές όλο και μακρύτερα από την πραγματική οικονομία αλλά κι από την ίδια την πραγματικότητα γενικά. Τις χειραγωγούν στην κατεύθυνση μιας πρωτοφανούς φούσκας που διογκώνεται.
Το φαινόμενο έχει τις ρίζες του στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9 και στην κρίση χρέους της Ευρώπης, που ακολούθησε. Για να απαλύνουν τις συνέπειες, οι κεντρικές τράπεζες τύπωσαν τρισεκατομμύρια νέο χρήμα, που δεν κατευθύνθηκε στην πραγματική οικονομία αλλά έμεινε στο επίσημο και στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα, κυρίως στα funds, που άρχισαν να το τοποθετούν σε μετοχές εισηγμένων και μη και σε startups.
Αυτή η άφθονη και πάμφθηνη ρευστότητα άρχισε να φουσκώνει τις αποτιμήσεις και να διαμορφώνει ένα νέο μοντέλο πλουτισμού: Τη μετάβαση από επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, που έχουν ρίσκο και αποδίδουν αργά, στις «επενδύσεις» σε χαρτιά, σε τίτλους που αλλάζουν γρήγορα χέρια , μοιράζοντας κέρδη διαδοχικά στους εμπλεκόμενους παίκτες, χωρίς ρίσκο. Έτσι παράγονται απίστευτα μεγάλες (και σχεδόν αφορολόγητες) υπεραξίες, παρόλο που δεν δημιουργείται ούτε κόκκος πραγματική αξία.
Από αυτήν την ιδιότυπη χειραγώγηση των αγορών -που, απλώς, σε ημέρες αναστατώσεων και πολεμικών συγκρούσεων προβάλει εντυπωσιακή- δημιουργούνται οι πρωτοφανείς, χαοτικές ανισότητες.
Τα κέρδη από τα χαρτιά αυξάνονται πολλαπλάσια από όλα τα άλλα εισοδήματα, μαγνητίζουν τα κεφάλαια, που τα στερείται η πραγματική οικονομία, σέρνεται η παραγωγικότητα ακόμα και στα καλύτερα τα σπίτια (άσε εμάς…), εξασθενεί το κοινωνικό κράτος -οι αμυντικές δαπάνες μαμούθ θα το επιδεινώσουν τα μάλα. Έτσι δημιουργούνται οι υπερπλούσιοι του 1% που χειραγωγούν μικρές και μεγάλες δημοκρατίες. Ακόμα και τη μέχρι πρότινος ισχυρότερη όλων, την αμερικανική.
Αυτήν, δέσμιοι ενός αγοραίου κανονιστικού καθωσπρεπισμού, οι Δημοκρατικοί δείχνουν ανήμποροι να την υπερασπιστούν. Και η διεκδίκηση της χειραφέτησης φαίνεται να βρίσκει άλλους, δικούς της δρόμους.
Το 2016, στις προκριματικές των Δημοκρατικών, ο Μπ. Σάντερς προκάλεσε με αξιώσεις τη Χ. Κλίντον. Το 2018, η Αλ. Οκάζιο-Κορτέζ κέρδισε την έδρα στο Κογκρέσο από τον συντηρητικό Δημοκρατικό ανταγωνιστή της. Και την περασμένη Τρίτη, ο 33χρονος σοσιαλιστής Ζοράν Μαμντάνι, διέλυσε τον πρώην κυβερνήτη Ά. Κουόμο στις προκριματικές των Δημοκρατικών για τη δημαρχία της Ν. Υόρκης.
Λίγα 24ωρα νωρίτερα -γράφει η Ρεβέκκα Κίρσνερ Κατζ, στους NYTimes- ο Z. Μαμντάνι περπάτησε κατά μήκος του Μανχάταν, περίπου 13 μίλια, όπου πλανόδιοι πωλητές τον αναγνώριζαν και του έσφιγγαν το χέρι, πελάτες των υπαίθριων εστιατορίων σηκώνονταν από τα τραπέζια τους για να του πουν ότι τους έχει δώσει ελπίδα, νέοι που περίμεναν έξω από τα μπαρ φώναζαν το όνομά του και έβγαζαν selfie μαζί του, μερικοί μάλιστα τον συνόδευσαν στην πορεία του.
Οι λίγες και καθαρές υποσχέσεις του, τους είχαν αγγίξει: «Πάγωμα ενοικίων», «δωρεάν λεωφορεία», «μια πόλη που να μπορείτε να αντέξετε οικονομικά». Και στα δικά μας.
(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Καθημερινή» της Κυριακής)






























