Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδότησε μια τρομακτική ήττα για την ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία συνθηκολόγησε σχεδόν άνευ όρων. Το παλιό δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», που τη διαίρεσε για περισσότερο από έναν αιώνα, έδειχνε πλέον ξεπερασμένο. Κανείς δεν είχε πια διάθεση για επανάσταση.
Τη θέση του παλιού διλήμματος πήρε ένα νέο: συναίνεση ή απομόνωση. Αν η Αριστερά είχε φιλοδοξίες να κυβερνήσει έπρεπε να αποδεχθεί πως ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αποτελούσε μονόδρομο. Στα μυαλά των θριαμβευτριών ελίτ η κυβερνώσα Αριστερά έπρεπε να μοιάζει με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά σχεδόν σαν μια σταγόνα νερό με την άλλη. Η λέξη σοσιαλισμός μπήκε στο χρονοντούπαλο της Ιστορίας και οτιδήποτε παρέπεμπε στο όραμα του μέλλοντος έδειχνε φριχτά ντεμοντέ. Κάπως έτσι, η ευρωπαϊκή Αριστερά μετεξελίχθηκε σε φορέα αξιών ενός φιλελεύθερου στυλ ζωής για μορφωμένα μεσαία στρώματα που υιοθετούσαν αντικομφορμιστικές επιλογές για τις σεξουαλικές ταυτότητες, τις διαπροσωπικές σχέσεις, το φαγητό και τον ελεύθερο χρόνο αλλά στέκονταν αμήχανα απέναντι στις ανισότητες του πλούτου.
Στην Ελλάδα η διεθνής αυτή πραγματικότητα αποτυπώθηκε ωμά. Οι σοσιαλιστές που έκαναν καριέρα με ριζοσπαστικά αιτήματα ανακατανομής του πλούτου και διατυμπάνιζαν το 1981 «στις 18 σοσιαλισμός», δεκαπέντε χρόνια αργότερα βολεύονταν με τον «εκσυγχρονισμό», ένα κράμα σοσιαλφιλελεύθερων ιδεών, που μέσα στο νεόπλουτο πασοκικό περιβάλλον σύντομα μετατράπηκε σε συνώνυμο της «διαπλοκής» και της «διαφθοράς».
Η συναίνεση υπήρξε ο κοινός παρονομαστής για τις μετά το 1990 πολιτικές κι όχι μόνο στην οικονομία. Εξάλλου, η συνθήκη του Μάαστριχτ, θεμέλιος λίθος της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης υπερψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της Βουλής, του Συνασπισμού συμπεριλαμβανομένου, πλην του ΚΚΕ. Και κάπως έτσι από την πολλή συναίνεση πτωχεύσαμε και διασυρθήκαμε διεθνώς από τους ίδιους που μας παίνευαν.
Την αισιοδοξία των 90s, διαδέχτηκε η οργή για την απληστία του νεοφιλελευθερισμού και των κοσμοπολίτικων ελίτ όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Το παραμύθι του νεοφιλελευθερισμού έφτανε στο τέλος του. Τότε διαμορφώθηκε ένα παράθυρο ευκαιρίας, όμως η ριζοσπαστική Αριστερά που αναδείχτηκε ήταν λιγότερο ριζοσπαστική απ’ όσο νόμιζε και οι συνθήκες, διαμορφωμένες από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση και τους θεσμούς της παγκοσμιοποίησης, ισχυρότερες και εχθρικότερες απ’ ό,τι αυτή φοβόταν. Το δίλημμα «συναίνεση ή απομόνωση» λειτουργούσε ακόμη. Στη δική μας εκδοχή η στρατηγική της απομόνωσης πήρε τον χαρακτήρα του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», ένα συνονθύλευμα αντιλήψεων και πρακτικών που ενοποιούνταν από τον φόβο.
Ο κόσμος που βγήκε από την κρίση και την πανδημία είναι πρόδηλα διαφορετικός. Η δυσφορία για τις ανισότητες του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος ξεχειλίζει παίρνοντας όμως νέα χαρακτηριστικά, εθνοκεντρικά και ατομοκεντρικά. Σε πολιτικό επίπεδο η άνοδος της Ακροδεξιάς και η σταδιακή αποστοίχιση των ψηφοφόρων από τα παραδοσιακά κόμματα – αλλά και τις οργανώσεις συλλογικής δράσης – γεννούν μια θάλασσα πολιτικής ρευστότητας πρωτοφανή στη μεταπολεμική Ευρώπη. Οσοι εύχονταν το τέλος της Αριστεράς τώρα είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν ένα τέρας του οποίου τα τρωτά σημεία δεν γνωρίζουν. Ο θριαμβευτής τραμπισμός, με χυδαίο και κυνικό ύφος, διαλύει τα θεμέλια της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης παράγοντας παγκόσμια αβεβαιότητα.
Στη χώρα μας, πάλι, το παραμύθι δίχως όνομα είναι ο συναινετικός δικομματισμός που επιδιώκεται να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Δύο κόμματα – συγκοινωνούντα δοχεία να μοιράζονται την εξουσία. Αυτός ο δικομματισμός όμως είναι στην πραγματικότητα η διαρκής επικράτηση της διαπλεκόμενης και αυταρχικής νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.
Την ώρα που στο ΠΑΣΟΚ ταλαντεύονται πόσο δεξιά θα κινηθούν, για την Αριστερά είναι ώρα αποφάσεων. Αν το χθες ήταν νωρίς, σίγουρα το αύριο θα είναι αργά. Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα η Αριστερά οφείλει να υπερβεί το δίλημμα «συναίνεση ή απομόνωση» που λειτουργεί ως θηλιά στον λαιμό της, καταπολεμώντας καταρχήν τις εσωτερικές διαιρέσεις της, που την εξασθενούν και τη σπρώχνουν στο περιθώριο. Μια τέτοια στρατηγική δεν απαιτεί μόνο πολιτικές θέσεις, προϋποθέτει πρωτίστως το τέλος των δοξασιών του τύπου «εμείς οι μόνοι συνεπείς». Με απλά λόγια, αν θέλεις να διαμορφώσεις όρους πλειοψηφικής δυναμικής χρειάζεται να συμμαχείς και με αυτούς που δεν σε συμπαθούν και δεν τους συμπαθείς, κυρίως τους τελευταίους.
Η Αριστερά οφείλει να κινηθεί εντός των θεσμών και πέραν αυτών ταυτόχρονα. Η πρόσφατη πρόταση της Νέας Αριστεράς για τη θέση του ΠτΔ συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Χρήστος Ράμμος είναι δικαστής, που υπερασπίστηκε με σθένος το κράτος δικαίου και δεν σιώπησε μπροστά στο πρωτοφανές σκάνδαλο των υποκλοπών παρά τις παρακρατικού χαρακτήρα επιθέσεις που δέχτηκε, όταν μάλιστα η σημερινή ΠτΔ ανέχτηκε την εκτροπή, μετατρεπόμενη σε μαριονέτα μιας αυταρχικής εξουσίας. Αυτή, η μεγάλης συμβολικής σημασίας πρόταση επιτρέπει στην Αριστερά να διαμορφώσει συγκλίσεις χωρίς ανόητους μικροηγεμονισμούς και ψυχολογία αναχωρητισμού και να θέσει αμείλικτα ηθικά διλήμματα. Γιατί μέσω του Ράμμου, η Αριστερά περιγράφει τη Δημοκρατία που θέλει.
Είναι προφανές πως αυτή η πρόταση από μόνη της δεν αρκεί. Είναι προφανέστερο όμως πως αυτό δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για να μην υιοθετηθεί.
(Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο ΠΑΜΑΚ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Τα Νέα Σαββατοκύριακο")




























