Πέρασαν δεκαετίες από τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε πως οι Έλληνες δεν θα γίνουν τα «γκαρσόνια της Ευρώπης».
Σήμερα, όμως, το να κοιτάξουμε τον παραγωγικό ιστό της χώρας και τα επαγγέλματα που έχουν μεγαλύτερη ζήτηση, μας αφήνει με μια πικρή αίσθηση ειρωνείας.
Οι νέες θέσεις εργασίας εντοπίζονται κυρίως στους τομείς του τουρισμού και της εστίασης, ενώ οι μπάρμαν και οι σερβιτόροι είναι στην κορυφή της λίστας. Σαράντα χρόνια μετά την περίφημη φράση, βρισκόμαστε ακριβώς εκεί που υποτίθεται δεν θέλαμε να καταλήξουμε.
Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση και η μακροχρόνια ανεργία, ειδικά μεταξύ των νέων, έθεσαν εμπόδια στον δρόμο της χώρας. Η ανάπτυξη του τουρισμού ήταν πράγματι μια αναγκαία σανίδα σωτηρίας για την ελληνική οικονομία. Όταν η παραγωγική βάση διαλύθηκε και η βιομηχανία περιορίστηκε, ο τουρισμός παρέμεινε η μόνη κινητήριος δύναμη που μπορούσε να δώσει ανάσα σε πολλούς. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι λογικό να εκτιμηθεί ως θετικό το γεγονός ότι αυτός ο τομέας όχι μόνο άντεξε αλλά και αναπτύχθηκε.
Ωστόσο, πόσο «ευλογία» μπορεί να είναι όταν η οικονομική εξάρτηση της χώρας βασίζεται σε τομείς όπως η εστίαση και τα ξενοδοχεία, όπου οι νέοι άνθρωποι βρίσκουν εργασία κυρίως με χαμηλούς μισθούς και σε επισφαλείς συνθήκες; Η συστηματική ανάπτυξη του τουρισμού έχει ωφελήσει την οικονομία, αλλά ας μην ξεχνάμε πως τα οικονομικά μεγέθη δεν αντανακλούν πάντοτε την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Το να βασίζουμε τη μελλοντική πορεία της χώρας σε ένα τόσο ευάλωτο μοντέλο ανάπτυξης δεν φαίνεται να αποτελεί βιώσιμη στρατηγική.
Επιπλέον, η φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό αποτελεί έναν σοβαρό δείκτη για το πώς βιώνεται αυτή η «ανάπτυξη» στην πραγματική ζωή. Πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες έχουν φύγει τα τελευταία χρόνια, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, μισθούς και προοπτικές. Κι ενώ οι μπάρμαν και οι σερβιτόροι είναι «απαραίτητοι» στην τουριστική βιομηχανία της χώρας, οι νέοι επιστήμονες, τεχνολόγοι και δημιουργοί βλέπουν το μέλλον τους μακριά από την Ελλάδα.
Και μέσα σε όλα αυτά, η κυβέρνηση αποφασίζει να φορολογήσει τα φιλοδωρήματα, τα οποία έχουν γίνει κομβικό μέρος του εισοδήματος για πολλούς εργαζόμενους στον κλάδο της εστίασης.
Η φορολόγηση των φιλοδωρημάτων πάνω από τα 300 ευρώ τον μήνα θα επηρεάσει με ιδιαίτερο τρόπο τους εργαζόμενους στην εστίαση, ειδικά σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Κρήτη, όπου τα φιλοδωρήματα αποτελούν συχνά σημαντικό μέρος του εισοδήματος.
Σε τέτοια μέρη, οι τιμές των υπηρεσιών είναι υψηλότερες και οι τουρίστες, ειδικά αυτοί με υψηλότερα εισοδήματα, συνήθως αφήνουν μεγαλύτερα φιλοδωρήματα, τα οποία μπορούν να υπερβαίνουν τα 300 ευρώ μηνιαίως. Για αυτούς τους εργαζόμενους, το αφορολόγητο όριο των 300 ευρώ σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος των επιπλέον φιλοδωρημάτων θα φορολογείται, κάτι που ουσιαστικά μειώνει την καθαρή αποδοτικότητα αυτού του επιπλέον εισοδήματος. Αν και η διάταξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια για δικαιοσύνη στο φορολογικό σύστημα, αφού τα φιλοδωρήματα αποτελούν εισόδημα όπως και οι μισθοί, η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους αυτών των περιοχών είναι διαφορετική.
(Ο Θανάσης Κουκάκης είναι δημοσιογράφος)