Από την 1η Ιουλίου εφαρμόζεται στην αγορά εργασίας το σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης. Η χώρα μας έγινε αντικείμενο κριτικής για την πρακτική αυτή από μεγάλη μερίδα του ξένου τύπου ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση αυτού.
Όχι μόνο η αντιπολίτευση, όχι μόνο τα συνδικάτα, αλλά μεγάλες εφημερίδες με διεθνή απήχηση, όπως η Washington Post και η Guardian και η Deutse Welle, έγραψαν επικριτικά για την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να νομοθετήσει την εντατικοποίηση της εργασίας σε μια περίοδο που η διεθνής τάση είναι η μείωση των εργατοωρών με διατήρηση των αποδοχών, ως εργαλείο αύξησης της παραγωγικότητας.
Η συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών μέσων ενημέρωσης και των ειδικών της εργασίας χαρακτήρισε ως «step back» την καθιέρωση της εξαήμερης απασχόλησης, ενώ ένα μικρό υπερνεοφιλελεύθερο τμήμα τους χειροκρότησε την πρωτοβουλία της κυβέρνησης χαρακτηρίζοντας την πρότυπο.
Η κυβέρνηση δια στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου χαρακτήρισε fake news την κριτική που ασκήθηκε, υπεραμυνόμενη των επιλογών της και δείχνοντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως υπαίτιους της παραπληροφόρησης. Θα ήταν πράγματι εντυπωσιακό να μπορεί η ελληνική αντιπολίτευση να μπορεί να παρακινήσει τα μεγαλύτερα συστημικά μέσα ενημέρωσης στον κόσμο να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.
Δυστυχώς, όμως, για τον κόσμο της εργασίας η εντατικοποίηση της απασχόλησης με στασιμότητα των αποδοχών είναι στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που υπηρετεί την βραχυπρόθεσμη αύξηση της κερδοφορίας συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων που «παρήγγειλαν» επιτακτικά την συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση.
O ίδιος ο Πρωθυπουργός σε ανάρτηση του στο Facebook, ανέφερε πως «απλά δόθηκε η δυνατότητα για μια πρόσθετη βάρδια εργασίας σε συγκεκριμένους και ελάχιστους κλάδους της οικονομίας …». Συμφωνούμε. Το ερώτημα είναι σε ποιους δόθηκε; Στους εργαζομένους αν το επιθυμούν ή στις βιομηχανίες; Η απάντηση είναι πολύ εύκολη. Δόθηκε στους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους η δυνατότητα να απασχολούν το προσωπικό τους και έκτη ημέρα. Δεν προκύπτει από το άρθρο 24 του νόμου 5053/2023 η δυνατότητα του εργαζομένου να αρνηθεί την πρόσθετη εργασία.
Το άρθρο αναφέρει «σε περιπτώσεις επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων συνεχούς λειτουργίας με σύστημα εναλλασσόμενων βαρδιών, στις οποίες οι εργαζόμενοι απασχολούνται με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, δύναται να επιτρέπεται, η απασχόληση τους, κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, εφόσον καταχωρίζεται από τον εργοδότη, στο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο».
Οπού τα νομοθετήματα εννοούν πως η ανάληψη μιας εργασίας είναι προϊόν συμφωνίας εργοδότη- εργαζομένου, γνωρίζουμε από το σύνολο της πρόσφατης νομοθεσίας ότι υπάρχει ρητά η αναφορά «με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου». Στο άρθρο 25 , όπως αναφέρεται ρητά, η μοναδική προϋπόθεση που νομιμοποιεί την εργασία την 6η ημέρα, είναι η καταχώριση της από τον εργοδότη στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ. Η άρνηση του εργαζομένου κατά τη γνώμη μου μπορεί να χωρήσει ως επίκληση κωλύματος, και όχι ως μόνιμη δυνατότητα άρνησης.
Ο εργαζόμενος επί της αρχής υποχρεούται να παράσχει την εργασία του και να συμμορφωθεί με το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Οι μόνοι περιορισμοί που επιτρέπουν την αντίθεση του εργαζομένου στην μονομερή επιβολή πηγάζουν από το άρθρο 659 του Αστικού Κώδικα, το οποίο αναφέρει « αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέραν από την συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνηση του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη». Δηλαδή ο εργαζόμενος μόνο αν βρίσκεται σε κατάσταση ανυπαίτιου κωλύματος, μπορεί να αρνηθεί την επιπλέον της συμφωνημένης απασχόληση. Το βάρος της απόδειξης του κωλύματος θα βαρύνει τον εργαζόμενο.
Ακόμα και αν δεχθούμε, πως ο εργαζόμενος μπορεί να αρνηθεί την εργασία την έκτη ημέρα, ανακύπτει το ερώτημα αν ο εργοδότης μπορεί στα πλαίσια της άσκησης διευθυντικού δικαιώματος να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας επικαλούμενος ότι η άρνηση του μισθωτού να απασχοληθεί 6η ημέρα αντίκειται στην σχεδιαζόμενη από τον ίδιο τον εργοδότη διάρθρωση της εκμετάλλευσης.
Λόγω της ελλιπούς διατύπωσης της διάταξης κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Είναι σίγουρο ότι στο μέλλον η νομολογία, σε περίπτωση κατάθεσης αγωγής για την ακυρότητα απόλυσης μετά την άρνηση εργαζομένου να απασχοληθεί 6η ημέρα, θα απαντήσει στα κενά του νόμου και θα αποτυπώσει την πραγματική ερμηνεία του. Πάντως από πουθενά δεν συνάγεται, ούτε η κυβέρνηση το έχει ρητά υποστηρίξει, ότι η παροχή εργασίας την έκτη ημέρα είναι οικειοθελής εκ μέρους του μισθωτού.
Το άρθρο 26 του ν. 5053/2023 αναφέρει «σε περιπτώσεις επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας, αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν κατά τις ημέρες Δευτέρα έως Σάββατο, επί 24 ώρες, με σύστημα εναλλασσόμενων βαρδιών, και στις οποίες οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η επιχείρηση παρουσιάζει απρόβλεπτα ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας, επιτρέπεται η απασχόληση των εργαζομένων κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας.
Η ειδική αυτή συνθήκη (εννοεί τον απρόβλεπτα και ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας) γνωστοποιείται από τον εργοδότη στην Επιθεώρηση Εργασίας πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο και υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις».
Από τη συγκριτική ερμηνεία των δύο διατάξεων, άρθρο 25 και άρθρο 26, προκύπτουν οι διαφορές μεταξύ της εφαρμογής της εξαήμερης στην βιομηχανία και τις λοιπές επιχειρήσεις. Στο άρθρο 26, που αναφέρεται στις υπόλοιπες επιχειρήσεις, αναφέρεται ότι η εξαήμερη εφαρμόζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις αυξημένου φόρτου με γνωστοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, θεσμικές εγγυήσεις που δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο άρθρο 25 που αφορά τη βιομηχανία, γεγονός που επιβεβαιώνει την πλήρη απελευθέρωση των ωραρίων στις επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας. Η ευελιξία που προωθεί η κυβέρνηση αφορά και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, αλλά εκεί μπορεί πιο εύκολα να ελεγχθεί η καταχρηστικότητα στην άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι προχώρησε στο μέτρο αυτό γιατί οι βιομηχανίες δεν βρίσκουν εργατικό δυναμικό ή εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Η αλήθεια βρίσκεται στο δεύτερο. Οι βιομήχανοι θεωρούν το κόστος του αυξημένου ημερομίσθιού κατά την έκτη ημέρα μικρότερο από το κόστος εκπαίδευσης ενός νέου εργαζομένου. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν ενδιαφέρονται οι Έλληνες να εργαστούν στη βιομηχανία.
Σε μια χώρα, που η ανεργία βρίσκεται ακόμα στο 10% plus και είναι αρκετά μεγαλύτερη από ευρωπαϊκό μέσο όρο ανεργίας, τα επιχειρήματα περί μη διαθεσιμότητας των ανέργων για εργασία δεν είναι πειστικά, ενώ οι ισχυρισμοί περί «τεμπέληδων» που δεν θέλουν να εργαστούν σε βιομηχανικές εργασίες, είναι το λιγότερο εξοργιστικοί. Οι Έλληνες θέλουν να εργαστούν με αξιοπρεπείς μισθούς. Το κράτος αλλά και οι επιχειρήσεις, οφείλουν, όπως γίνεται στην ανεπτυγμένη Ευρώπη, να επενδύσουν στην δια βίου κατάρτιση και την εκπαίδευση του προσωπικού.
Προφανώς και είναι θετικό οι βιομηχανίες μας να έχουν δουλειά και να ενισχυθεί ο περιορισμένος δευτερογενής τομέας της χώρας. Αυτή όμως η εξέλιξη πρέπει να συνδυαστεί αφ’ ενός με την μείωση της ανεργίας, η οποία δείχνει εδώ και δύο χρόνια, μια ισχυρή ανθεκτικότητα στο 10% plus, αφετέρου μέσω της ενίσχυσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας να οδηγήσει σε διάχυση του παραγόμενου πλούτου στον κόσμο της εργασίας.
Η επιλογή της εξαήμερης, είναι βαθιά αναχρονιστική και κοντόφθαλμη. Δεν υπηρετεί τους κοινωνικούς στόχους για συμπεριληπτική ανάπτυξη και αποδεδειγμένη βάσει των διδαγμάτων της ευρωπαϊκής πείρας δεν οδηγεί σε αυξημένη παραγωγικότητα. Τα καινοτόμα πιλοτικά προγράμματα της τετραήμερης εργασίας με διατήρηση των αποδοχών, δεν επιλέγονται πανευρωπαϊκά γιατί ξαφνικά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έγιναν σοσιαλιστικές, αλλά γιατί έχει αποδειχθεί πως η μείωση των ωρών εργασίας και η αύξηση των ημερών ανάπαυσης οδηγούν σε αυξημένη παραγωγικότητα.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες μελέτες οι Έλληνες εργαζόμενοι, είναι ήδη, πριν την εφαρμογή της εξαήμερης εργασίας, οι εργαζόμενοι με τις πιο πολλές ώρες ανά εβδομάδα στην Ευρώπη. Εργάζονται κατά μέσο όρο 40 ώρες την εβδομάδα, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 36,1 ώρες. Όμως, παρά τις πολλές ώρες εργασίας, ως χώρα είμαστε στα 2/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου της παραγωγικότητας της εργασίας με προφανή κόστη στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έφτασε μάλιστα στο σημείο, στην ανάρτηση του για την εξαήμερη, να δηλώσει πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη θεσμοθετήσει από το 2020 την τετραήμερη εργασία το 2021. Στην προσπάθεια του να πείσει πως όσοι ασκούν κριτική ψεύδονται, προχώρησε ο ίδιος στην διαρροή fake news. Ο νόμος 4808/2021, στο άρθρο 55 παρ.2, εισήγαγε την δυνατότητα 4ήμερης εργασίας με δέκα ώρες απασχόλησης την ημέρα και μάλιστα χωρίς αυτές να θεωρούνται υπερεργασία ή υπερωρία, δηλαδή χωρίς προσαύξηση στο ημερομίσθιο.
Δεν μείωσε τις ώρες απασχόλησης. Αντιθέτως τις διατήρησε μειώνοντας το κόστος της υπερωριακής απασχόλησης. Ήταν ακόμα ένα μέτρο στην νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της εντατικοποίησης της εργασίας χωρίς αύξηση αποδοχών. Αυτές οι πολιτικές έχουν οδηγήσει την Ελλάδα να είναι ουραγός στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και δεύτερη από το τέλος στον ρυθμό αύξησης πραγματικών μισθών στην Ευρώπη.
Όπου στην Ευρώπη εφαρμόζεται η τετραήμερη απασχόληση, εννοούν με 8ωρη απασχόληση και όχι προφανώς με 10ωρη.
Το τελευταίο fake news ήταν η αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου στην πίστη και την στήριξη της κυβέρνησης στον θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αφού η κυβέρνηση πιστεύει τόσο πολύ στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, γιατί δεν κυρώνει την 2041/2022 Ευρωπαϊκή Οδηγία που προβλέπει την εκπόνηση σχεδίων στήριξης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δεν επαναφέρει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία; Η χώρα μας έχει περίπου 20% κάλυψη εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 60%.
Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα πέντε χρόνια της διακυβέρνησης της έχει υπονομεύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και έχει ελαστικοποίησει περαιτέρω τις εργασιακές σχέσεις. Η πολιτική της αυτή επιλογή αποτυπώνεται σε όλα τα οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη και κυρίως στην ανισορροπία μεταξύ του ρυθμού αύξησης των κερδών συγκεκριμένων επιχειρηματικών κλάδων και της μείωσης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων (ιδίως του μέσου μισθού).
(Ο Κώστας Τσουκαλάς είναι δικηγόρος)