Έχει γραφτεί πολλές φορές μετά τις εκλογές του 2023 ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου το κομματικό σύστημα είναι πλέον ένα σύστημα «κυρίαρχου κόμματος». Πρόκειται βέβαια για μια διατύπωση μάλλον υπερβολική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ακόμα συμπληρώσει μια πενταετία στη θέση του πρωθυπουργού. Ωστόσο, είναι μάλλον εδραιωμένη και κοινή η πεποίθηση ότι είναι αυτή τη στιγμή ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να φαίνονται αρκετές ρωγμές που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να κλείσουν.
Η περίπλοκη εικόνα της παντοδυναμίας (;) του Κυριάκου Μητσοτάκη
Πρέπει καταρχήν να επισημανθεί ότι σε κάποιο βαθμό, η πεποίθηση αυτή είναι (και) επικοινωνιακά κατασκευασμένη, μέσα από το μιντιακό προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη όχι ως εκλεγμένου πρωθυπουργού αλλά ως οιονεί φυσικού ηγέτη της χώρας, ελλείψει και αντίπαλης ηγετικής μορφής, μετά την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και με δεδομένη τη χαμηλή δυναμική που κατέγραψε από την αρχή της θητείας του ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ το 2023, αλλά και η περαιτέρω εξαΰλωση του άλλοτε ισχυρότερου κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη, όχι μόνο ή τόσο με όρος δημοσκοπικούς όσο κυρίως με όρους οργανωτικούς και πολιτικούς, δεν θα μπορούσε παρά να σοκάρει τα στελέχη και τους ψηφοφόρους του, αλλά και το σύνολο των αριστερών και προοδευτικών πολιτών. Συν τω χρόνω, η ιδέα της ήττας εμπεδώνεται και προκαλεί απογοήτευση, αποστράτευση και φυγόκεντρες τάσεις.
Και βέβαια, η κυριαρχία της ΝΔ αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο επικοινωνιακή ούτε μόνο ψυχολογική. Πρώτον, σε δημοσκοπικό επίπεδο τα δεδομένα δείχνουν πως η Νέα Δημοκρατία, παρά τη σημαντική φθορά της σε σύγκριση με το αποτέλεσμα του 2023, έχει παραπάνω από διπλάσιο ποσοστό από το αμέσως επόμενο κόμμα. Αν και οι εκλογικές τάσεις είναι δυναμικές και η επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου ενδέχεται να πυροδοτήσει εξελίξεις που μέχρι σήμερα παραμένουν υπόγειες, κανείς δεν υποστηρίζει βάσιμα πως αμφισβητείται η πρώτη θέση στις επικείμενες Ευρωεκλογές. Δεύτερον, σε θεσμικό επίπεδο η ΝΔ πράγματι κυριαρχεί. Είναι λ.χ. χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική τουλάχιστον ιστορία η αντιπολίτευση δεν έχει αυτοτελώς την απαραίτητη δύναμη στη Βουλή, ώστε να ελέγξει αποτελεσματικά την κυβέρνηση, καταθέτοντας π.χ. πρόταση μομφής.
Την ίδια βέβαια στιγμή, η θεσμική αυτή παντοδυναμία οδηγεί και σε όλες εκείνες τις συμπεριφορές που έχουν εγείρει αμφισβητήσεις για το επίπεδο του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, αρκετές από τις οποίες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις υποκλοπές, αλλά πλέον και τα Τέμπη) πλήττουν το ίδιο το πρωθυπουργικό περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε ενάμιση χρόνο έχουν αποπεμφθεί τρία στελέχη που βρίσκονταν στην καρδιά του Μεγάρου Μαξίμου. Εκτός όλων των άλλων, η υποβάθμιση του κράτους δικαίου, η ιδέα ότι η απόδοση δικαιοσύνης π.χ. για το έγκλημα των Τεμπών ή για άλλες μικρότερης εμβέλειας υποθέσεις, όπως η δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη, είναι ανέφικτη, δημιουργείκαι ένα γενικευμένο αίσθημα ματαίωσης στους πολίτες και άρα –μαζί με τον θυμό εναντίον της κυβέρνησης– ταυτόχρονα υπονομεύει και οποιοδήποτε σχέδιο πολιτικής ανατροπής.
Πριν την πρόσθεση, ο πολλαπλασιασμός
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν και πώς μπορεί να αποφευχθεί η παγίωση αυτής της εικόνας μιας κυρίαρχης Δεξιάς.
Ένα από τα θέματα που έχουν τεθεί με έμφαση στη δημόσια συζήτηση είναι η πολυδιάσπαση του αριστερού, προοδευτικού ή αντιδεξιού, χώρου, ειδικά μετά και τη συγκρότηση της Νέας Αριστεράς. Η αντίληψη ότι οι διασπάσεις και ο κατακερματισμός είναι περίπου ταυτοτικό χαρακτηριστικό για την Αριστερά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη από παλιά, όπως επίσης και το καλοπροαίρετο αίτημα πολλών αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων «να τα βρούνε επιτέλους» τα κόμματα και οι οργανώσεις που ανήκουν σε αυτή. Χωρίς κανείς να αμφισβητεί την εγκυρότητα αυτού του αιτήματος, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο περίπλοκη.
Καταρχάς, αυτή τη στιγμή η «δεξιά πολυκατοικία» είναι εξίσου διασπασμένη, με μια πλειάδα κομμάτων διαφόρων δεξιών (έως και ακροδεξιών) αποχρώσεων στα δεξιά της ΝΔ. Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης γέννησε και γεννά νέα ή δίνει εκλογική ορατότητα σε υφιστάμενα κόμματα τόσο στο δεξιό όσο και στο αριστερό τμήμα του πολιτικού φάσματος. Επομένως, η πλειάδα των κομματικών σχηματισμών στην Αριστερά δεν αρκεί για να εξηγήσει την επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το πρόβλημα για την Αριστερά βρίσκεται σε μεγαλύτερο βάθος. Αφ’ ενός, σε αντίθεση με τον δεξιό πόλο, όπου -ανεξαρτήτως κατακερματισμού- υπάρχει ένα σαφώς κυρίαρχο αριθμητικά, αλλά και πολιτικά κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, στην Αριστερά υπάρχουν τρία περίπου ίδιας εκλογικής, και κυρίως δημοσκοπικής, δυναμικής κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) και δύο μικρότερα (Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας).
Γράφημα 1: Δομή της "αριστερής" εναντίον της "δεξιάς πολυκατοικίας" στις εθνικές εκλογές του 2023
Αφ’ ετέρου, το ίδιο το δεξιό εκλογικό σώμα είναι μεγαλύτερο από το αριστερό. Ακόμα και χωρίς να υπολογίσει κανείς τα μικρότερα κόμματα της λαϊκιστικής Δεξιάς και Ακροδεξιάς, διαπιστώνει ότι -με εξαίρεση τις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης (1974) και τις ειδικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτές έγιναν- το 2023 ήταν η πρώτη εθνική εκλογική αναμέτρηση της τελευταίας πεντηκονταετίας στην οποία το άθροισμα των μη δεξιών κομμάτων που πέτυχαν την είσοδό τους στη Βουλή ήταν μικρότερο από το ποσοστό της ΝΔ, ενώ συνολικά το άθροισμα των ποσοστών των μη δεξιών κοινοβουλευτικών κομμάτων βαίνει διαχρονικά μειούμενο.
Γράφημα 2: Σύγκριση των ποσοστών της ΝΔ με το άθροισμα των ποσοστών των μη δεξιών κομμάτων που μπήκαν στη Βουλή από το 1974 μέχρι και σήμερα
Με απλά λόγια, η ψυχρή αλήθεια των αριθμών δείχνει ότι –ακόμα και αν υποθέσουμε ότι με κάποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τόσο ευρεία ενότητα– το άθροισμα των μη δεξιών κομμάτων δεν θα αρκούσε για την ήττα της Νέας Δημοκρατίας. Επομένως, όπως μαθαίνουμε άλλωστε και στη σειρά των πράξεων στο σχολείο, πριν την πρόσθεση, η με την ευρύτατη έννοια Αριστερά θα πρέπει να ασχοληθεί με τον πολλαπλασιασμό. Θα πρέπει, δηλαδή, να επιδιώξει και να πετύχει τη διεύρυνση της συνολικής εκλογικής της βάσης.
Από το «απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;» στο «απέναντι στη Δεξιά, τι;»
Κι εδώ φτάνουμε, τελικά, στον πυρήνα, στην ουσία της κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας, η οποία δεν είναι κυρίως εκλογική, αλλά μάλλον πολιτική, ιδεολογική, ακόμα και αισθητική.
Η εντύπωση που κυριαρχεί στην κοινή γνώμη –προφανώς με μεγάλο βαθμό γενίκευσης που αδικεί τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς– είναι ότι δεν υπάρχει αντιπολίτευση. Και η εντύπωση αυτή δεν είναι αβάσιμη. Το μεν ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι –παρά τον δρόμο που έχει διανύσει έκτοτε– μέχρι και σήμερα δυσκολεύεται να αφήσει οριστικά πίσω του τη στρατηγική επιλογή της προηγούμενης δεκαετίας, κατά την οποία στο όνομα της στήριξης των μνημονιακών πολιτικών και στο πλαίσιο του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου μετατράπηκε σε παρακολούθημα της ΝΔ. Έτσι, η στάση του σε θέματα όπως π.χ. τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, που αποτέλεσαν το κορυφαίο πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης το τελευταίο διάστημα, υπήρξε τουλάχιστον επαμφοτερίζουσα. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ υπό τη νέα ηγεσία του φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή επιδιώκει να αντικαταστήσει μάλλον, παρά να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις προτάσεις που κατέθεσε για οριζόντιες μειώσεις φόρων και εισφορών, μακριά από κάθε αριστερή ή σοσιαλδημοκρατική παράδοση, την επιλογή του να υπερψηφίσει τις αμυντικές δαπάνες ή το ανεξήγητα στρατοκρατικό και οριακά εθνικιστικό προφίλ που προβάλει ο νέος του πρόεδρος, με αφορμή τη σύντομη θητεία του;
Το εκλογικό αποτέλεσμα του 2023, όπως και οι χαμηλές δημοσκοπικές καταγραφές της τελευταίας περιόδου δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της κρίσης του προοδευτικού χώρου. Αν και όλες οι επιμέρους παράμετροι –κατακερματισμός, απουσία ηγεσίας κ.λπ.– ισχύουν, η κρίση της Αριστεράς έχει περισσότερο στρατηγικό χαρακτήρα. Η απουσία ενός συνεκτικού και εναλλακτικού, με σαφές αριστερό και προοδευτικό περιεχόμενο λόγου είναι εκκωφαντική, κυρίως από την πλευρά των «μεγάλων παικτών», ενώ το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα της κρίσης αυτής είναι η μετατόπιση από τον αντικαπιταλισμό στην αντιδεξιά και τελικά στον αντιμητσοτακισμό.
Η κρίση δεν προέκυψε φυσικά τους τελευταίους μήνες, αν και οι αλλαγές στον ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα την επιδείνωσαν και την επιτάχυναν. Από τον «συγκλίνοντα δικομματισμό» της δεκαετίας του 1990 και κυρίως του 2000, το «κόμμα του μνημονίου» των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, μέχρι την εκλογή Κασσελάκη, οι διαδρομές, οι χρονικότητες και οι αιτίες υπήρξαν διαφορετικές, αλλά κατέληξαν σήμερα στο ίδιο αποτέλεσμα: μια συναινετική προς τη ΝΔ αντιπολίτευση από την πλευρά τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ και μια εικόνα αδιεξόδου και έλλειψης εναλλακτικής για τους προοδευτικούς πολίτες.
Το ερώτημα που συχνά τίθεται, «απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;» , είναι λάθος και προδίδει την απουσία προσανατολισμού. Το στρατηγικό ερώτημα για τον προοδευτικό πόλο είναι «απέναντι στη Δεξιά, τι;». Όποιο από τα κόμματα του χώρου αυτού, όχι απαραίτητα τα δύο μεγαλύτερα, κατορθώσει να το απαντήσει αυτό πειστικά και συνεκτικά, θα είναι εκείνο που θα ηγεμονεύσει εντός του προοδευτικού στρατοπέδου, θα πολλαπλασιάσει την κοινωνική, πολιτική και εκλογική απήχηση, τη δική του, αλλά και του χώρου συνολικά, θα εκπροσωπήσει την κοινωνική δυσφορία που ήδη διαφαίνεται, θα διαμορφώσει συμμαχίες, θα αναδείξει την επόμενη ηγεσία και, τελικά, θα κερδίσει και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός – Πολιτική Επιστήμονας)