Σύμφωνα με την έκθεση του ΚΕΠΕ από την άλλη πλευρά, υπό διαπραγμάτευση τελούν οι επιμέρους όροι της όποιας συμφωνίας, οι οποίοι αναμένεται να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την οικονομική και αναπτυξιακή πορεία της χώρας σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Μεταξύ των κύριων θεμάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων και διαβουλεύσεων είναι τα ζητήματα ρευστότητας και χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ρόλο κλειδί για τη μελλοντική πορεία της χώρας διατηρεί το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, η εύρυθμη λειτουργία του οποίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση των συνθηκών εκείνων που δρουν ενισχυτικά στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης και μεγέθυνσης. Η αλληλοσυσχέτιση μεταξύ τραπεζικού συστήματος και πραγματικής οικονομίας καθίσταται σαφής μέσα από την ανάλυση επιμέρους συνιστωσών που επηρεάζουν τις δυνατότητες άντλησης ρευστότητας και ομαλής ροής χρηματοδοτικών πόρων. Παράλληλα, πρόκληση στην παρούσα μεταβατική συγκυρία αποτελεί η αποφασιστική εφαρμογή διαρθρωτικών παρεμβά-σεων που μπορούν να βελτιώσουν το εγχώριο επενδυτικό περιβάλλον και να ενι-σχύσουν τον υγιή ανταγωνισμό και την επιχειρηματικότητα, μέσα από την εξασφάλιση ενός κράτους δικαίου και την εξάλειψη των φαινομένων παράτυπων και αδιαφανών διαδικασιών.
Στη βάση των ως άνω συσχετισμών, το παρόν τεύχος της Ελληνικής Οικονομίας παρουσιάζει αρχικά, ως είθισται, τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις στο διεθνές και εγχώριο περιβάλλον, καλύπτοντας ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα οικονομικών παρα-μέτρων. Στη συνέχεια φιλοξενούνται τρία άρθρα. Τα δύο πρώτα άρθρα αναφέρονται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το πρώτο καταγράφει τη διάρθρωση και διαχρονική πορεία των δανειακών χαρτοφυλακίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Θέτοντας το μακροοικονομικό πλαίσιο και απεικονίζοντας το μέγεθος του Ενεργητικού των τεσσάρων κυριότερων εμπορικών τραπεζών, αναλύει τα βασικά χαρακτηριστικά και τις διαφοροποιήσεις των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, τόσο συνολικά όσο και κατά κατηγορία δανείων. Το δεύτερο άρθρο εστιάζει στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αξιολογώντας τις προκλήσεις και προτείνοντας πολιτικές αντιμετώπισης.
Συνδέοντας την εν λόγω κατηγορία με τους κανόνες της κεφαλαιακής επάρκειας και το γενικό εποπτικό πλαίσιο, αναλύει τους προσδιοριστικούς παράγοντες, παρουσιάζει τη διεθνή εμπειρία και εξειδικεύει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των εναλλακτικών πολιτικών αντιμετώπισης του θέματος. Το τρίτο άρθρο αναφέρεται στις διαρθρωτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση του συστήματος δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας. Με τη χρήση πολλών διαφορετικών σύνθετων δεικτών αξιολόγησης που καταρτίζονται από διεθνείς οργανισμούς, αναλύει την πορεία της χώρας διαχρονικά στη βάση της σχετικής της κατάταξης και προτείνει την άσκηση κατάλληλων δράσεων και παρεμβάσεων.
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι αντίστοιχη αυτής της ευρωπαϊκής, καθώς η εγχώρια οικονομία παραμένει σημαντικά επηρεασμένη από τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπραγμα-τεύσεων με τους εταίρους στο πλαίσιο του Μηχανισμού Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ, η οποία δημιουργεί πιεστικές συνθήκες ρευστότητας στο δημόσιο τομέα και το τραπεζικό σύστημα, που μεταφέρονται στην πραγματική οικονομία. Τα αρνητικά στοιχεία αυτής της εικόνας αποτυπώνονται τόσο στις πρόδρομες ενδείξεις ορισμένων δεικτών, όσο, πλέον, και στις εκτιμήσεις για τις μακροοικονομικές επιδόσεις κατά την τρέχουσα χρονιά. Ειδικότερα, σύμφωνα, με τον ΟΟΣΑ το 2015 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι οριακά θετικός και θα διαμορφωθεί στο 0,1%, ενώ για το 2016 προβλέπεται να ανέλθει στο 2,3%
Όσον αφορά τη ρευστότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, οι πιεστικές συνθήκες συνεχί-στηκαν και τον Απρίλιο, καθώς συνεχίστηκε η τάση μείωσης των καταθέσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος του Απριλίου του 2015 το σύνολο των κατα-θέσεων και repos στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα διαμορφώθηκε στα 174,7 δισ. ευρώ από 181,2 δισ. ευρώ το Μάρτιο, αλλά και 213,3 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος Νοεμβρίου του 2014. Έτσι, μόνο το μήνα Απρίλιο σημειώθηκε μία μείωση 6,6 δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο Νοεμβρίου 2014-Απριλίου 2015 η μείωση καταθέσεων και repos στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα διαμορφώθηκε στα 38,7 δισ. ευρώ ή 18,1%. Αυτή η μείωση κατά 38,7 δισ. ευρώ οφείλεται, κυρίως, στη μείωση των καταθέσεων εγχώριων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, οι οποίες την περίοδο Νοεμβρίου 2014-Απριλίου 2015 περιορίστηκαν κατά 30,6 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο τέλος του Απριλίου τα 133,6 δισ. ευρώ. Η αύξηση των πιέσεων στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος οδήγησε στην περαιτέρω αξιοποίηση της αρωγής του Ευρωσυστήματος και δη, του Έκτακτου Μηχανισμού Παροχής Ρευστότητας.
Όσον αφορά την κατάσταση στα δημόσια οικονομικά, σύμφωνα με το Δελτίο Γενικής Κυβέρνησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, το πρώτο τετράμηνο του 2015 το πρωτογενές πλεόνασμα, σε ενοποιημένη βάση, διαμορφώθηκε στα 651 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 59,3% σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα της ίδιας περιόδου του 2014, οπότε και το πρωτογενές πλεόνασμα είχε διαμορφωθεί στα 1.598 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω απόκλισης αποτυπώνεται στον υποτομέα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπου η απόκλιση σε σχέση με την επίδοση του Απριλίου του 2014 διαμορφώνεται σε 1.176 εκατ. ευρώ, καθώς παρουσιάζεται πρωτογενές έλλειμμα ύψους 738 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της μείωσης των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές κατά 893 εκατ. ευρώ (ή 14,6%). Αντιθέτως, η εικόνα είναι θετική σε επίπεδο Κεντρικής Διοίκησης, όπου η συγκράτηση των δημοσίων δαπανών οδήγησε, το πρώτο τετράμηνο του 2015, σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1.594 εκατ. ευρώ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος 300 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2014.
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν το Ενεργητικό των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών, διαπιστώνουμε ότι το 2014 η ΕΤΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα μας, με την Τράπεζα Πειραιώς να κατέχει τη δεύτερη θέση και ακολουθούν η Eurobank-Ergasias και η Alpha Bank. Επιπροσθέτως διαπιστώνουμε ότι το Ενεργητικό των τραπεζών κατά το 2010 ήταν «εκτεθειμένο» στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια κατά μέσο όρο στο 70% περίπου (μάλιστα το 2008, που αρχίζει η οικονομική κρίση, το ποσοστό έφθανε το 76% περίπου). Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 2014 η έκθεση του τραπεζικού συστήματος στα δάνεια υποχώρησε στο 66% περίπου του συνολικού τους Ενεργητικού. Το στοιχείο αυτό συνδέεται βέβαια και με τη μη έγκριση νέων δανείων από το τραπεζικό σύστημα λόγω οικονομικής αβεβαιότητας.
Σε επίπεδο δομής των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, μπορούμε κατ' αρχήν να αναφέρουμε ότι δυστυχώς δεν έχουμε ολοκληρωμένα στοιχεία για πλήρη ανάλυση σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες, ειδικά τα έτη 2013-14. Μπορούμε όμως να διαπιστώσουμε, με σημαντικό βαθμό ασφάλειας, ότι τα εμπορικά και επιχειρηματικά δάνεια αποτελούν τη μεγαλύτερη κατηγορία δανείων του τραπεζικού μας συστήματος, με κάποια σχετική διαφοροποίηση στο σύνολο των δανείων από τράπεζα σε τράπεζα. Ακολουθεί η κατηγορία των στεγαστικών δανείων με πιο ομοιογενή ποσά και ποσοστά στο σύνολο των δανείων.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη μελλοντική πορεία του τραπεζικού μας συστήματος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι:
1) Από άποψη ανταγωνισμού και με βάση τον μικρό αριθμό των μεγάλων τραπεζών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μοιάζει να είναι ολιγοπωλιακό. Όμως το υπάρχον μέγεθος και η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας θέτει υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο θα μπορούσε η δομή της τραπεζικής αγοράς να είναι και πολύ διαφορετική, και
2) Υπάρχει σαφής αλληλοσυσχέτιση μεταξύ του τραπεζικού συστήματος και της πορείας της πραγματικής οικονομίας. Η ανάκαμψη δηλαδή του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας θα απο-τελέσει καταλύτη για μια σειρά από παραμέτρους που το επηρεάζουν. Πιο συγκεκριμένα, μια μελλοντική αύξηση του ΑΕΠ: α) θα σταματήσει την περαιτέρω πτώση των τιμών των βασικών ενεχύρων (prices of collaterals) που συνοδεύουν τα δάνεια των τραπεζών. Το στοιχείο αυτό θα βελτιώσει την ποιότητα των ενεχύρων που συνοδεύουν τα δάνεια, γεγονός θετικό για τη δανειακή έκθεση των τραπεζών, β) θα βοηθήσει στην αποπληρωμή των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απομακρύνοντας έτσι οποιοδήποτε κίνδυνο για νέα ανακεφα-λαιοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος, γ) θα βοηθήσει σημαντικά στην εγγραφή νέων δανείων στα χαρτοφυλάκια και δ) θα δημιουργήσει νέους εγχώριους πόρους χρηματοδότησης του Ενεργητικού των τραπεζών (δηλαδή καταθέσεις κάθε μορφής από ιδιώτες αλλά και από τη διατραπεζική αγορά).
Η σημαντικότερη ίσως πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και ενδεχο-μένως και η ευρύτερη ελληνική οικονομία, είναι το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους και κυρίως το μέρος αυτού που δεν εξυπηρετείται κανονικά από τους δανειολήπτες. Οι εν λόγω τραπεζικές δανειακές συμβάσεις, τόσο νομικών όσο και φυσικών προσώπων, αποκαλούμενες «μη εξυπηρε-τούμενα δάνεια» («Non Performing Loans», ή «NPLs»)1 αποτελούν πλέον τον κυριότερο ανασταλτι-κό παράγοντα της εύρυθμης λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών, της κεφαλαιακής τους επάρκειας και κατ' επέκταση της συμβολής τους στην πραγματική οικονομία μέσω της πολυπόθητης πιστωτικής επέκτασης.
Η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλεται τόσο σε μακροοικονομικούς όσο και μι-κροοικονομικούς παράγοντες. Αφενός, η ικανότητα εξυπηρέτησης δανειακών υποχρεώσεων εμφανίζει σημαντικό βαθμό συσχέτισης με παραδοσιακές μακροοικονομικές μεταβλητές του οι-κονομικού κύκλου, όπως ο βαθμός οικονομικής μεγέθυνσης, το διαθέσιμο εισόδημα, η ανεργία, τα επιτόκια αλλά και διάφοροι δείκτες οικονομικής συγκυρίας (καταναλωτική εμπιστοσύνη, κλπ.), καθώς το διαθέσιμο εισόδημα και οι προσδοκίες των δανειοληπτών τείνουν να επηρεάζουν την ικανότητα αποπληρωμής τους.
Η σημαντικότατη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το πρόβλημα αναμένεται να οξυνθεί και να κορυφωθεί τη διετία 2015-2016, συναρτήσει των μακροοικονομικών κυρίως συνθηκών της Ελληνικής Οικονομίας. Η αντιμετώπισή του κρίνεται ως ύψιστη προτεραιότητα για τον εγχώριο τραπεζικό τομέα λόγω του υφιστάμενου εποπτικού πλαισίου. Περαιτέρω δε, κρίνεται ως αναγκαία συνθήκη για την επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω μιας υγιούς πιστωτικής επέκτασης που θα οδηγήσει στην οικονομική μεγέθυνση.
Η επιλογή της πρακτικής αντιμετώπισης μπορεί να αντλήσει παραδείγματα από ιστορικές περιπτώσεις ανάλογων χρηματοπιστωτικών κρίσεων και τη διεθνή εμπειρία. Οι ιδιαιτερότητες του εν λόγω τραπεζικού συστήματος, αλλά και η επιρροή των προσδιοριστικών παραγόντων των NPLs, θα πρέπει επίσης να αξιολογηθούν.
Συμπερασματικά, η βέλτιστη πρακτική αντιμετώπισης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτε-ρότητες της Ελληνικής Οικονομίας, καθώς και τα χαρακτηριστικά του εγχώριου τραπεζικού συ-στήματος, θέτοντας τους βασικούς στόχους και προτεραιότητες. Στη συνέχεια η αξιολόγηση της διεθνούς πρακτικής ανά επιδιωκόμενο στόχο θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση διαμόρφωσης της κατάλληλης πολιτικής, η οποία στην περίπτωση της ελληνικής αγοράς φαίνεται να προκρίνει την αποκεντροποιημένη ενεργή διαχείριση από τα ίδια τα ιδρύματα.
Η Ελλάδα, έχοντας βιώσει τη χειρότερη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, ανέλαβε να υλο-ποιήσει πολλές διαρθρωτικές και δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια του Προγράμματος Στα-θερότητας, ώστε να θέσει τα θεμέλια μιας πιο υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης στο μέλλον. Βασικά σημεία των πολιτικών αυτών υπήρξαν όχι μόνο η συντονισμένη προσέλκυση επενδύσεων, η δη-μιουργία θέσεων απασχόλησης, η προώθηση της επιχειρηματικότητας, η βελτίωση της ανταγω-νιστικότητας και η δημοσιονομική υπευθυνότητα αλλά και η βελτίωση της δημόσιας διοίκησης και της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, ο περιορισμός της διαφθοράς και η ενίσχυση της διαφάνειας.
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δικαιοσύνης παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των αξιών καθώς και στη δημιουργία φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος, που είναι απαραίτητο για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2015), αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα των δικαστηρίων προωθείται η είσοδος επενδυτών στην αγορά και ενισχύεται ο ανταγωνισμός. Όταν τα δικαστικά συστήματα εγγυώνται την ορθή εκτέλεση δικαιωμάτων και συμβάσεων, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των εταιρειών από την υιοθέτηση καιροσκοπικών συμπεριφορών, τη μείωση του κόστους συναλλαγής και την προώθηση των επενδύσεων σε καινοτόμους τομείς που βασίζονται συχνά σε άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Σχετικές έρευνες καταδεικνύουν τη θετική συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους των επιχειρήσεων και των αποτελεσματικών συστημάτων δικαιοσύνης, ενώ τα κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων και προσλήψεων μειώνονται, όταν καταγράφονται ελλείψεις στη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Μία από τις προτεραιότητες πολιτικής, που απορρέει από το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανά-πτυξης και το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Στήριξης (Ιούλιος 2013), αποτέλεσε η αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Από το 2010 μέχρι σήμερα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΥΔΔΑΔ) θέσπισε μία σειρά δράσεων/μέτρων για τον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στη μείωση του φόρτου των καθυστερούμενων δικαστικών υποθέσεων στα δικαστήρια (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2013β).
Στην κατεύθυνση αυτή, για την αξιολόγηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, το ΥΔΔΑΔ δημοσιεύει στην ιστοσελίδα του πληροφόρηση για την απόδοση και λογοδοσία των δικαστηρίων, η οποία περιλαμβάνει τον αριθμό των δικαστών και του διοικητικού προσωπικού, το συνολικό αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων, τις εισροές και τις εκροές των υποθέσεων ανά έτος, τις περιπτώσεις εταιρικών πτωχεύσεων και τον αριθμό φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων. Προκειμένου να μειωθούν οι καθυστερήσεις στη διοικητική δικαιοσύνη, τέθηκαν σε εφαρμογή σχέδια δράσης για τη μείωση των εκκρεμών, φορολογικών και μη, υποθέσεων στα δικαστήρια, ενώ ξεκίνησε ο εξορθολογισμός και η οργάνωση των Πρωτοδικείων (συγχώνευση των Ειρηνοδικείων από 301
σε 154).
Με βάση τα ευρήματα των δεικτών αξιολόγησης που αναλύθηκαν στις προηγούμενες ενότητες, αναδεικνύεται η χαμηλή θέση της χώρας μας συγκριτικά με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τόσο στην αποτελεσματικότητα και ποιότητα του δικαστικού συστήματος, όσο και στην αντίληψη των πολιτών για την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος αλλά και την ενίσχυση της διαφάνειας.
Όπως επισημαίνεται και στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης για το 2015 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2014), η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι καίριας σημασίας για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, ιδίως στα κράτη-μέλη με περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια για τη διενέργεια δημοσίων επενδύσεων, όπως η Ελλάδα. Αυτό προϋποθέτει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και μεγαλύτερη διαφάνεια.
Μια πιο απλή, προσιτή και ποιοτική νομοθεσία προετοιμάζει το έδαφος για ένα περιβάλλον περισσότερο φιλικό για τις επιχειρήσεις και τον πολίτη, το οποίο με τη σειρά του ενισχύει τις επενδύσεις. Από αυτή την άποψη, η αποτελεσματικότητα και η ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος αποτελεί σημαντικό προαπαιτούμενο. Υπάρχει σαφής ανάγκη αντιμετώπισης θεμάτων όπως η διάρκεια των διαδικασιών, ο αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούν, η ανεπαρκής χρήση των ΤΠΕ, η προώθηση των εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών και η ανεξαρτησία των δικαστικών συστημάτων.
Στα πλαίσια αυτά δράσεις όπως (α) η ολοκλήρωση του έργου εκσυγχρονισμού της απονομής δι-καιοσύνης και η εναρμόνιση με τις υπό συζήτηση ευρωπαϊκές πρακτικές (ολοκλήρωση του ευ-ρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης), με στόχο τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου για τους πολίτες και ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος για τους επενδυτές και την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών στους επιχειρηματίες, (β) η τακτική αναθεώρηση των δράσεων βελτίωσης των κανόνων επίδοσης εγγράφων και εφαρμογής των αποφάσεων, με σκοπό να καλυφθούν οι νέες συνθήκες αγοράς και οι τεχνολογικές εξελίξεις, (γ) η ενίσχυση των διοικητικών και δικονομικών δικαιωμάτων, ώστε να λειτουργεί σωστά το διοικητικό σύστημα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις και (δ) η προσωρινή και ταχεία (fast track) διαδικασία για τις υποθέσεις που αφορούν ποσά κάτω από ένα εύλογο όριο (π.χ. 50.000€) και εκκρεμούν στη δικαιοσύνη για πάνω από 2 έτη, ώστε βραχυπρόθεσμα να μειωθεί το απόθεμα των φορολογικών υποθέσεων, θα μπορούσαν να συμβάλουν θετικά στη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Παράλληλα, δράσεις όπως η ολοκληρωμένη και πλήρης εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δράσης κατά της διαφθοράς η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει προτεραιότητα, εφόσον η διαφάνεια αυξάνει το δείκτη αξιοπιστίας των θεσμών, της αξιοκρατίας, βοηθά στην ανάπτυξη και στον υγιή ανταγωνισμό, αναπτύσσει την επιχειρηματικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων, η δημιουργία μηχανισμών αξιολόγησης και αναθεώρησης του κανονιστικού πλαισίου κατά της δια-φθοράς και η διασφάλιση μέγιστου βαθμού συντονισμού, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή, διαχείριση και αξιολόγηση των δράσεων, θα ήταν δυνατό να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας, συμβάλλοντας σημαντικά στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.