Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας (AMLA) προχωρά σε ένα αποφασιστικό βήμα για τη θεμελίωση ενιαίας και πιο αποτελεσματικής εποπτείας AML/CFT σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτοντας τις βάσεις για την ανάληψη άμεσων εποπτικών αρμοδιοτήτων από το 2028.
Όπως ανακοινώθηκε επισήμως σήμερα από τη Φρανκφούρτη, η AMLA θα αναλάβει την απευθείας εποπτεία 40 από τα πλέον σύνθετα και υψηλού κινδύνου χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή ομίλους στην ΕΕ, εφαρμόζοντας ένα κοινό και πλήρως εναρμονισμένο πλαίσιο αξιολόγησης κινδύνων σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές.
Κεντρικός πυλώνας της νέας προσέγγισης είναι η καθιέρωση, για πρώτη φορά, μιας ενιαίας μεθοδολογίας αξιολόγησης των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ΕΕ. Το τελικό σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, που καταρτίστηκε βάσει της εντολής του άρθρου 40(2) της Οδηγίας AMLD, προβλέπει κοινά δεδομένα, δείκτες και κριτήρια τα οποία θα χρησιμοποιούν όλοι οι επόπτες για να προσδιορίζουν τόσο τον εγγενή όσο και τον υπολειπόμενο κίνδυνο κάθε υπόχρεης οντότητας. Στόχος είναι να αντιμετωπιστεί ο σημερινός κατακερματισμός των εποπτικών πρακτικών, ο οποίος οδηγούσε σε μη συγκρίσιμα αποτελέσματα, αυξημένο κόστος συμμόρφωσης για διασυνοριακά ιδρύματα και μειωμένη αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου AML/CFT.
Η νέα μεθοδολογία βασίζεται σε έναν πυρήνα κοινών δεδομένων που εφαρμόζονται σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και συμπληρώνονται από εξειδικευμένα στοιχεία ανά τομέα δραστηριότητας. Η αξιολόγηση ακολουθεί μια τριφασική διαδικασία, ξεκινώντας από τον υπολογισμό του εγγενούς κινδύνου, συνεχίζοντας με την αποτίμηση της ποιότητας των συστημάτων και ελέγχων AML/CFT και καταλήγοντας στον προσδιορισμό του υπολειπόμενου κινδύνου. Η προσέγγιση συνδυάζει αυτοματοποιημένους υπολογισμούς με τεκμηριωμένη εποπτική κρίση, ενώ προβλέπει περιορισμένες και αυστηρά αιτιολογημένες προσαρμογές ώστε να λαμβάνονται υπόψη εθνικές ιδιαιτερότητες ή νέες πληροφορίες που προκύπτουν στο πλαίσιο της εποπτείας.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αναλογικότητα, καθώς η συχνότητα των αξιολογήσεων θα εξαρτάται από το μέγεθος και το προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος. Κατά κανόνα, οι αξιολογήσεις θα πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση, με δυνατότητα επέκτασης έως και τα τρία έτη για πολύ μικρές ή χαμηλού κινδύνου οντότητες, ενώ προβλέπονται και έκτακτες επανεξετάσεις σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών στο επιχειρηματικό μοντέλο ή σοβαρών αδυναμιών στους ελέγχους.
Σύμφωνα με την AMLA, η υιοθέτηση του ενιαίου αυτού πλαισίου θα επιτρέψει στους ευρωπαϊκούς επόπτες να έχουν κοινή αντίληψη των κινδύνων, να σχεδιάζουν πιο στοχευμένες εποπτικές στρατηγικές και να ενισχύσουν τη συνοχή και την αξιοπιστία της εποπτείας σε ολόκληρη την Ένωση.
Η πρόεδρος της Αρχής, Bruna Szego, χαρακτήρισε τα νέα εργαλεία «σημαντικό ορόσημο για τη σύγκλιση της εποπτείας», τονίζοντας ότι αποτελούν προϊόν στενής συνεργασίας με τις εθνικές αρχές, η συμβολή των οποίων είναι καθοριστική για την επιτυχία του νέου πλαισίου.
Παράλληλα, η AMLA έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που ρυθμίζουν τη συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές κατά τη διαδικασία επιλογής των ιδρυμάτων που θα υπαχθούν σε άμεση εποπτεία και τη μεταφορά των σχετικών αρμοδιοτήτων. Η διαβούλευση θα παραμείνει ανοικτή έως τις 27 Ιανουαρίου 2026 και εντάσσεται σε μια σειρά προπαρασκευαστικών ενεργειών, οι οποίες θα συνεχιστούν το 2026 με δοκιμές της μεθοδολογίας, ώστε το νέο σύστημα να είναι πλήρως λειτουργικό και αξιόπιστο πριν από την έναρξη της άμεσης εποπτείας το 2028.




























