Κατά τη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη με τον διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργο Πιτσιλή, παρουσιάστηκε διάτρητο πλάνο, το οποίο βασίζεται στην υπόθεση ότι ειδικευμένοι φορείς του εξωτερικού θα μπορέσουν να εντοπίσουν καταθέσεις και ακίνητα μεγαλοοφειλετών του Ελληνικού Δημοσίου που κρύβονται επιμελώς πίσω από offshore, εμπιστεύματα και τρίτα πρόσωπα. Οι ίδιες μέθοδοι που μέχρι σήμερα έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο να αποδώσουν, παρουσιάζονται τώρα σαν κάτι που «λύνεται» με την αποστολή ενός excel.
Η αναφορά σε λίστες με ονόματα οφειλετών που θα σταλούν στα εν λόγω γραφεία υποδηλώνει μία απλουστευμένη αντίληψη για το πώς λειτουργεί το διεθνές δίκαιο, οι διαδικασίες ιδιοκτησίας και το φορολογικό απόρρητο. Ακόμα κι αν βρεθούν ίχνη περιουσιών, η διαδρομή μέχρι την κατάσχεση είναι γεμάτη νομικά και πολιτικά εμπόδια, που σπανίως ξεπερνιούνται γρήγορα ή ανώδυνα. Η δε πρόβλεψη για «πρώτα αποτελέσματα εντός του έτους» μοιάζει περισσότερο με φιλόδοξη εκτίμηση χωρίς βάθος, παρά με ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα.
Εξίσου αποκαλυπτικό της απόστασης ανάμεσα στον σχεδιασμό και την πραγματικότητα είναι και το ίδιο το προφίλ των μεγαλοοφειλετών. Από τους 9.487 φορολογουμένους που χρωστούν συνολικά πάνω από 82 δισεκατομμύρια ευρώ, ένα μεγάλο ποσοστό έχει αποβιώσει ή έχει πτωχεύσει – άρα, πρακτικά, είναι αδύνατο να εισπραχθεί κάτι. Από τους υπόλοιπους, όσοι διαβιούν στο εξωτερικό σε συνθήκες πολυτελούς βίου φροντίζουν, προφανώς, να μην εμφανίζουν περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα στο όνομά τους. Αλλά αυτό δεν αποτελεί καινούργια διαπίστωση.
Οι βασικοί λόγοι που το σχέδιο εντοπισμού αδήλωτων περιουσιακών στοιχείων μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου στο εξωτερικό δεν θα αποδώσει είναι οι εξής:
• Πολλοί μεγαλοοφειλέτες έχουν οργανώσει τα περιουσιακά τους στοιχεία με τρόπο που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον εντοπισμό τους. Συνήθως, πρόκειται για ακίνητα ή τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν είναι δηλωμένοι στο όνομά τους, αλλά σε συγγενικά πρόσωπα, σε εμπιστεύματα (trusts), ή σε εταιρείες-βιτρίνες (offshore). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η νομική τεκμηρίωση της ιδιοκτησίας απαιτεί όχι μόνο χρόνο αλλά και σοβαρή εξειδίκευση και διακρατική συνεργασία. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν υπάρχει ένδειξη για κάποια περιουσία, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αποδειχθεί και θα κατασχεθεί.
• Η συνεργασία με δικηγορικά γραφεία και ελεγκτικούς οίκους του εξωτερικού, αν και απαραίτητη για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων, συνεπάγεται σημαντικά κόστη. Οι υπηρεσίες αυτές χρεώνονται υψηλά, ειδικά όταν περιλαμβάνουν διερεύνηση σε πολλές χώρες ή παρακολούθηση σύνθετων οικονομικών δομών. Δεν είναι εγγυημένο ότι η επένδυση αυτή θα αποδώσει ανάλογα. Υπάρχει ο κίνδυνος να δαπανηθούν μεγάλα ποσά χωρίς αντίστοιχη είσπραξη εσόδων για το Δημόσιο.
• Η εφαρμογή του σχεδίου στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στη βούληση και την αποτελεσματικότητα των φορολογικών διοικήσεων άλλων χωρών. Παρότι υπάρχουν συμφωνίες για ανταλλαγή πληροφοριών και δικαστική συνδρομή, στην πράξη οι διαδικασίες μπορεί να είναι αργές, να απαιτούν γραφειοκρατικές εγκρίσεις ή να συναντούν εμπόδια λόγω διαφορετικών νομικών πλαισίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η προστασία της ιδιωτικότητας ή το τραπεζικό απόρρητο μπορεί να καθυστερήσει ή ακόμα και να εμποδίσει τη διασταύρωση στοιχείων ή την κατάσχεση περιουσιών.
• Από τους περίπου 9.500 μεγαλοοφειλέτες, ένας σημαντικός αριθμός έχει αποβιώσει ή έχει κηρύξει πτώχευση. Αυτό σημαίνει ότι νομικά ή πρακτικά δεν υπάρχει τρόπος να εισπραχθούν τα ποσά που οφείλουν. Έτσι, το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου περιορίζεται μόνο σε εκείνους που παραμένουν ενεργοί και εμφανίζονται να διάγουν πολυτελή βίο, χωρίς όμως δηλωμένη περιουσία στην Ελλάδα. Το φιλτράρισμα αυτών των περιπτώσεων απαιτεί εξονυχιστική εργασία και διασταύρωση στοιχείων.
• Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου εντοπίζονται περιουσιακά στοιχεία, η διαδικασία για τη δέσμευση ή κατάσχεσή τους δεν είναι άμεση. Ενδέχεται να απαιτούνται δικαστικές αποφάσεις, ενστάσεις από τους υπόχρεους, ή ακόμα και μακροχρόνιες δικαστικές μάχες σε ξένες χώρες. Το σχέδιο είναι μεσοπρόθεσμο έως μακροπρόθεσμο και δεν μπορεί να προσφέρει άμεση ενίσχυση στα δημόσια έσοδα.
• Παρόλο που η ΑΑΔΕ έχει επενδύσει σε νέα εργαλεία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και ένα υπερσύγχρονο επιχειρησιακό κέντρο, η αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των εργαλείων απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό, σταθερή εκπαίδευση και επιχειρησιακή ωριμότητα. Η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί χωρίς την κατάλληλη οργάνωση και συντονισμό σε διεθνές επίπεδο. Και η ΑΑΔΕ και ειδικά οι ελεγκτικές τις υπηρεσίες είναι σήμερα υποστελεχομένη και γερασμένη.