Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις στρεβλώσεις στην πολεμική οικονομία της Ρωσίας, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζει για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία - δηλώνουν στο Reuters πέντε πηγές με γνώση της κατάστασης.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η ρωσική οικονομία - η οποία τροφοδοτείται κατά βάση από τις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών - σημείωσε δυναμική ανάπτυξη τα τελευταία δύο χρόνια παρά τους πολλαπλούς γύρους δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή του 2022.
Όμως η εγχώρια δραστηριότητα έχει επιβαρυνθεί τους τελευταίους μήνες εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυναμικού και των υψηλών επιτοκίων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει μερίδα της ρωσικής ελίτ να ζητά σήμερα μια διευθέτηση του πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων, υποστηρίζουν δύο από τις πηγές με γνώση των συζητήσεων στο Κρεμλίνο.
Ο Τραμπ, ο οποίος επέστρεψε στα καθήκοντά του τη Δευτέρα, έχει υποσχεθεί να επιλύσει γρήγορα τη σύγκρουση στην Ουκρανία, ενώ αυτή την εβδομάδα δεν απέκλεισε περισσότερες κυρώσεις στη Μόσχα - εκτός εάν ο Πούτιν δεχτεί να διαπραγματευτεί.
Ανώτερος σύμβουλος του Κρεμλίνου δήλωσε την Τρίτη ότι η Ρωσία δεν έχει λάβει μέχρι στιγμής συγκεκριμένες προτάσεις για συνομιλίες, ωστόσο σήμερα ο Ντμίτρι Πεσκόφ υποστήριξε πως η Μόσχα είναι «έτοιμη για διάλογο με αμοιβαίο σεβασμό».
Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο Πούτιν είναι έτοιμος να συζητήσει με τον Τραμπ τις επιλογές κατάπαυσης του πυρός, επιμένοντας ωστόσο σε δύο βασικούς όρους: τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας θα γίνουν αποδεκτά, ενώ το Κίεβο θα εγκαταλείψει τις αιτιάσεις του για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Στα όριά της η ρωσική οικονομία
Σύμφωνα με τον πρώην αναπληρωτή πρόεδρο της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας «είναι προς το συμφέρον της Μόσχας να διαπραγματευτεί έναν διπλωματικό τερματισμό της σύγκρουσης».
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Oleg Vyugin έχει επισημάνει τον κίνδυνο οικονομικών στρεβλώσεων καθώς η Ρωσία αυξάνει τις στρατιωτικές και αμυντικές της δαπάνες. Ωστόσο η έκταση των ανησυχιών του Πούτιν για την οικονομία, που περιγράφουν οι πηγές του Reuters, μαζί με την επιρροή που αυτή ασκεί στις εκτιμήσεις για την έκβαση του πολέμου, καταγράφονται εδώ για πρώτη φορά.
Η ρωσική οικονομία των 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είχε επιδείξει μέχρι πρόσφατα αξιοσημείωτη αντοχή, με τον Πούτιν να επαινεί επανειλημμένα κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους και επιχειρήσεις για την επιτυχία τους να παρακάμπτουν τις αυστηρότερες δυτικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ σε μεγάλη οικονομία.
Αφού συρρικνώθηκε το 2022, το ΑΕΠ της Ρωσίας αυξήθηκε ταχύτερα από το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ το 2023 και το 2024. Φέτος, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν ανάπτυξη κάτω του 1,5%.
Λόγω του ρεκόρ στρατιωτικών δαπανών της Μόσχας, ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει σε διψήφιο ποσοστό - παρά το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα αύξησε το επιτόκιο αναφοράς στο 21% τον Οκτώβριο.
«Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα εδώ, συγκεκριμένα ο πληθωρισμός, μια ορισμένη υπερθέρμανση της οικονομίας», δήλωσε ο Πούτιν σε ετήσια συνέντευξη Τύπου στις 19 Δεκεμβρίου. «Η κυβέρνηση και η Κεντρική Τράπεζα έχουν ήδη αναλάβει να μειώσουν τους ρυθμούς».
Τα «τρελά» επιτόκια φρενάρουν τις ιδιωτικές επενδύσεις
Η Ρωσία έχει αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες σε ένα μετασοβιετικό υψηλό της τάξης του 6,3% του ΑΕΠ - που αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της. Οι δαπάνες αυτές ήταν πληθωριστικές, ενώ μαζί με την έλλειψη εργατικού δυναμικού έχουν οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις των μισθών.
Επιπλέον, η κυβέρνηση επιδίωξε υψηλότερα φορολογικά έσοδα για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ όπως είναι εύλογο η διατήρηση των υψηλών επιτοκίων ασκεί πλέον πίεση στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Η απογοήτευση του Πούτιν για την πορεία της ρωσικής οικονομίας ήταν εμφανής σε μια συνάντηση του Κρεμλίνου με επιχειρηματίες το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου, στην οποία επέπληξε κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους.
Μία από τις πηγές, η οποία ενημερώθηκε μετά τη συνάντηση, ανέφερε στο Reuters ότι ο Πούτιν δυσαρεστήθηκε έντονα όταν άκουσε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις περικόπτονται λόγω του κόστους των πιστώσεων. Το Κρεμλίνο έδωσε, στη συνέχεια, στη δημοσιότητα τα εισαγωγικά σχόλια του Πούτιν που επαινούσαν τις επιχειρήσεις, αλλά δεν ονομάτισε κανέναν από τους επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση.
Από τη συνάντηση φέρεται να απουσίαζε η πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας Ελβίρα Ναμπιουλίνα, η οποία δεχόταν τότε έντονες πιέσεις να μην αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, υπό τον φόβο του στασιμοπληθωρισμού.
Σε δηλώσεις του την 19η Δεκεμβρίου, ο Πούτιν ζήτησε μια «ισορροπημένη απόφαση για τα επιτόκια», με την Κεντρική Τράπεζα να διατηρεί εντέλει το επιτόκιο στο 21% παρά τις προσδοκίες της αγοράς.





























