«Περιχαρής» ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, συνταγματολόγος με ειδίκευση στη συνταγματική ιστορία, έσπευσε ν’ αναγγείλει, ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του «Parthenon Project» κατ’ επιλογή της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, την «εφεύρεση» λύσης για μια δήθεν επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα που δεν προϋποθέτει και επομένως δεν αναγνωρίζει την κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου γι’ αυτά.
Πριν παρουσιάσουμε την «ευρηματική» θέση του Ν. Αλιβιζάτου πρέπει να υπενθυμίσουμε κυρίως το εξής: Πάγια θέση της Ελλάδας, από την εποχή της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, είναι ότι αποδεχόμαστε μόνο την άνευ όρων και προϋποθέσεων οριστική επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα και απορρίπτουμε κάθε «ενδιάμεση» δήθεν λύση, η οποία νομιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο το Βρετανικό Μουσείο για την μέχρι τώρα νομή και κατοχή τους. Και τούτο διότι επίσης πάγια θέση της Ελλάδας είναι ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι προϊόν βανδαλισμού και στη συνέχεια κλοπής του Λόρδου Έλγιν. Και όσο τα «κατέχει» το Βρετανικό Μουσείο είναι, κατά συνέπεια, ένα είδος «κλεπταποδόχου» των «προϊόντων» του εγκλήματος της αρχαιοκαπηλείας του Λόρδου Έλγιν.
Τι «προτείνει» λοιπόν εδώ ο Ν. Αλιβιζάτος; Τη «λύση» της «παρακαταθήκης» με βάση το άρθρο 822 του Αστικού Κώδικα που ορίζει τα εξής: «Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις». Απλή ανάγνωση του άρθρου αυτού ακόμη και από τους δευτεροετείς φοιτητές της Νομικής Σχολής, αφού τότε διδάσκονται το ενοχικό δίκαιο, καταλήγει και στα παρακάτω συμπεράσματα: Ο «παρακαταθέτης», εδώ το Βρετανικό Μουσείο, που θα δώσει στον «θεματοφύλακα», εδώ στο Μουσείο της Ακρόπολης, τα Γλυπτά του Παρθενώνα, μπορεί να μην είναι κύριος. Σίγουρα όμως είναι κατά τον Αστικό Κώδικα νόμιμος «νομέας» ή τουλάχιστον νόμιμος «κάτοχος» των Γλυπτών του Παρθενώνα. Γι’ αυτό άλλωστε έχει δικαίωμα να τα ζητήσει πίσω, πάντοτε κατά τον Αστικό Κώδικα, και μάλιστα ανά πάσα στιγμή.
Κοντολογής, ο Ν. Αλιβιζάτος, τον οποίο προσωπικά εκτιμώ ιδιαιτέρως, αναφώνησε ως νέος Αρχιμήδης «εύρηκα» για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, πλην όμως βλέποντας το «τυράκι» του Βρετανικού Μουσείου και αγνοώντας τη «φάκα» που καραδοκεί πίσω από την πρόταση της «παρακαταθήκης». Γιατί ναι μεν, όπως λέχθηκε ήδη, μπορεί έτσι ν’ αποφεύγεται η αναγνώριση της κυριότητας του Βρετανικού Μουσείου, αλλά οπωσδήποτε αναγνωρίζουμε ευθέως τη νομιμότητα είτε της νομής είτε της κατοχής του Βρετανικού Μουσείου είτε και των δύο. Αυτός είναι και ο «διακαής» πόθος του Βρετανικού Μουσείου, για να «ξεπλύνει» από πάνω του τον «λεκέ» του «κλεπταποδόχου» του εγκλήματος του Λόρδου Έλγιν. Κάτι που, κατά πως διευκρινίσθηκε προηγουμένως, είναι παντελώς αντίθετο με την πάγια θέση της Ελλάδας ότι το έγκλημα αυτό ούτε παραγράφεται ούτε νομιμοποιείται, αμέσως ή εμμέσως.
Για τη «λύση» της «παρακαταθήκης» ο Ν. Αλιβιζάτος επικαλέσθηκε το προηγούμενο του «θραύσματος Fagan», που επέστρεψε στην Ελλάδα ως «deposit» («παρακαταθήκη») από το Μουσείο Α.Salinas του Παλέρμο. Μεγάλη η «πλάνη» του εκ των κορυφαίων καθηγητών, ο οποίος φαίνεται ν’ αγνοεί ότι εκεί επρόκειτο για ένα απλό και μικρό θραύσμα, και όχι βεβαίως για αρχαιότητες του επιπέδου των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ενώ επιπλέον το θραύσμα αυτό δεν ήταν προϊόν πολιτιστικού βανδαλισμού τύπου «Έλγιν», πράγμα που σημαίνει κατά συνέπεια και ότι το Μουσείο Α.Salinas του Παλέρμο δεν είχε συμπεριφερθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ως κοινός «κλεπταποδόχος» όπως το Βρετανικό Μουσείο για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Και το πιο σημαντικό: Ακόμη και για το «θραύσμα Fagan» η λύση της «παρακαταθήκης» έγινε δεκτή ως προσωρινή, μέχρι την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα, η οποία και έχει συμφωνηθεί. Και ρωτάμε: Ακόμη και αν δεχθούμε την «παρακαταθήκη», το Βρετανικό Μουσείο έχει κάνει δεκτή την προοπτική οριστικής επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης; Φυσικά το ερώτημα είναι ρητορικό, αφού το Βρετανικό Μουσείο ουδέποτε συζήτησε σοβαρά, και πολύ περισσότερο ουδέποτε αντιμετώπισε έστω και την πιθανότητα, μιας τέτοιας οριστικής επιστροφής.
Απορρίπτεται λοιπόν το νομικό αυτό «εφεύρημα» του Νίκου Αλιβιζάτου. Και εφιστάται η προσοχή των φοιτητών της Νομικής που θα «καταπιούν αμάσητη» οποιαδήποτε τέτοια πρόταση. Διότι, όπως αναφέρει σοβαρός καθηγητής, αν την δώσουν ως απάντηση στις εξετάσεις του ενοχικού δικαίου θ’ απορριφθούν, και μάλιστα χωρίς επαίνους. Το μεγαλύτερο δε ζήτημα είναι πώς δεν την έχει απορρίψει πάραυτα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη...
Υ.Γ. Επειδή αποφεύγω συστηματικά την «κλοπή εκκλησιών» διευκρινίζω ότι το σημείωμα αυτό συντάχθηκε με την ευγενική ουσιαστική συνδρομή πολύ γνωστού και έγκριτου αστικολόγου του ΕΚΠΑ.